Κριτική του Θάνου Γιαννούδη για την ποιητική συλλογή του Γιάννη Κακριδή "Ειδική ποιητική επιχείρηση"

Δευτέρα, 5 Δεκεμβρίου 2022

ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΑΠΟ Νέον Πλανόδιον

ΠΑΙΡΝΟΝΤΑΣ ΘΕΣΗ ΤΗ ΣΤΙΓΜΗ ΤΗΣ ΚΡΙΣΗΣ

του ΘΑΝΟΥ ΓΙΑΝΝΟΥΔΗ

Γιάννης Κακριδής,
Ειδική Ποιητική Επιχείρηση,
Άπαρσις, Αθήνα, 2022



Το να μιλά κανείς για σημαντικά και κομβικά γεγονότα εκ των υστέρων κι εκ του ασφαλούς είναι προφανώς το μόνο εύκολο: ο κουρνιαχτός έχει κατακάτσει, οι νέες δυναμικές έχουν σαφώς κι ευκρινώς διαμορφωθεί, η πραγματικότητα έχει πια λάβει ένα νέο σχήμα βάσει του οποίου πλέον ερμηνεύει κανείς τα όσα πέρασαν και μεσολάβησαν έως ότου το καινοφανές αφήγημα εδραιώσει την κυριαρχία του. Τι γίνεται, όμως, όταν ακόμα η κατάσταση «καίει», όταν τα γεγονότα είναι επίκαιρα και οι δυναμικές τους κινούνται σε κατευθύνσεις πολυεπίπεδες, έτσι που να μην είναι κάποιος σε θέση να διακρίνει μέσα στην ετερογονία των σκοπών το πού θα γείρει η πλάστιγγα; Πόσες, αλήθεια, αναλύσεις και πόσα έργα τέχνης, περισσότερο ή λιγότερο «στρατευμένα», επενδύθηκαν σε σκοπούς του παρελθόντος που δεν δικαιώθηκαν, σε αφηγήσεις που δεν επιβλήθηκαν, σε καταστάσεις που δεν οδήγησαν εκεί που οι δημιουργοί τους προσδοκούσαν; Κι αξίζει, άραγε, τον κόπο να τοποθετούμαστε ανοιχτά όταν ακόμα ο νέος κόσμος πλάθεται στο καμίνι και το σουλούπι του χάσκει αδιαμόρφωτο;

Ξεκάθαρα «ναι» θα απαντήσει στο παραπάνω ρητορικό ερώτημα ο ποιητής Γιάννης Κακριδής, ο οποίος επανέρχεται εκδοτικά για τέταρτη [!] φορά μέσα σε δύο χρόνια, με μια, ομολογουμένως «προκλητική» ποιητική συλλογή («Όχι, ίσα ίσα. Τώρα πια που ο λύχνος / του στοχασμού δε φτάνει να διαβάσω / το απατηλό της ιστορίας ίχνος (…) και δε λέει / να ξημερώσει ονειροκρίτης όρθρος – / στο εικονοστάσι της αλήθειας καίει / μονάχα ο στίχος. Άγρυπνος κι ολόρθος»).  Η –εξαιρετικά πνευματώδης ως προς τον τίτλο της– Ειδική Ποιητική Επιχείρηση του Κακριδή τοποθετεί στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος και της προβληματικής της τον Ρωσο-ουκρανικό πόλεμο, μια διαμάχη πολυετή που εντάθηκε με τη ρωσική εισβολή («ειδική στρατιωτική επιχείρηση» σύμφωνα με τη ρωσική εκδοχή της αλήθειας, την οποία κι ο ποιητής ασπάζεται) στην Ουκρανία στις αρχές του 2022, και ως τη στιγμή τουλάχιστον που γράφονται αυτές οι γραμμές, δεν έχει ολοκληρωθεί με κάποιον ξεκάθαρο νικητή.

Η περίπτωση του Γιάννη Κακριδή, τώρα, παρουσιάζει ένα ιδιαίτερο ενδιαφέρον, καθώς ο ποιητής και συνταξιούχος πλέον πανεπιστημιακός έχει επιλέξει μια πορεία αυτόνομη, ζώντας ανάμεσα στην Ελβετία και τη Θεσσαλονίκη κι αφήνοντας στην άκρη το «βαρύ σαν Ιστορία» οικογενειακό του επώνυμο που κάλλιστα η επίκλησή του και μόνο θα μπορούσε να έχει ανοίξει δεκάδες πόρτες στον εγχώριο φιλολογικό /λογοτεχνικό χώρο. Πιάνοντας εκ νέου από την εφηβεία του την ποιητική φλέβα στα μέσα της έκτης δεκαετίας της ζωής του, ο Κακριδής ζει τα τελευταία χρόνια μια δεύτερη νιότη, που έχει ως αποτέλεσμα την έκδοση συνεχόμενων συλλογών. Εκεί μπορεί να  πειραματιστεί με μέτρα, φόρμες, θεματικές και να διαμορφώσει (και με τις συνακόλουθες ταλαντεύσεις, φυσικά, που μια τέτοια διαδικασία εμπεριέχει) με νεανικό ενθουσιασμό τα όπλα του. Στην Ειδική Ποιητική Επιχείρηση φαίνεται πως η γραφή του τείνει να κατασταλάξει από τον πνευματώδη πειραματισμό στη μεστή σαφήνεια που ευτυχώς δεν ρέπει σ’ έναν –συνήθη στους πανεπιστημιακούς- εγκεφαλισμό, με την ιδεολογική της στόχευση, καθώς και το –πανταχού παρόν– παλαμικό υπόβαθρο να συντείνουν καθοριστικά προς αυτή την κατεύθυνση. Η δε ιδεολογική διαφωνία του γράφοντος, θιασώτη μιας «μαχητικής ουδετερότητας», με την οπτική του καλλιτέχνη ως προς το συγκεκριμένο γεωπολιτικό ζήτημα καθιστά κατά την κρίση μας την ανάγνωση της συλλογής ακόμα πιο ενδιαφέρουσα.

Η συλλογή δεν κρύβει ούτε τη σατιρική της χροιά ούτε τον ανοιχτά επικαιρικό της χαρακτήρα (χαρακτήρα που ενδυνάμωσε στην ποίηση του σήμερα και το κίνημα της νεότερης έμμετρης ποίησης), επιδιώκει, ωστόσο, συνειδητά ορισμένες φορές να τον υπερβεί και να τοποθετήσει τα τεκταινόμενα στην αζοφική σ’ έναν άξονα ευρύτερο και σε μια εν γένει διαμάχη ανατολής-δύσης («Τι δε σας συγχωρούν; Δεν είναι οι βόμβες […] Τέτοια, και πιο φριχτά έχουν κάνει κι άλλοι. / Είναι που όλος ο κόσμος τους φοβόταν / και μόνοι εσείς ριχτήκατε στην πάλη»). Παίρνοντας τη σκυτάλη (κι ένα σημαντικό τμήμα του λεκτικού) από τα Σατιρικά Γυμνάσματα του Κωστή Παλαμά κι από επιγονικές σ’ αυτά προσπάθειες τύπου Βαφόπουλου, ο Κακριδής εισβάλλει μέσα στα γεγονότα της πολεμικής επικαιρότητας και στη μονομέρεια με τα οποία ο δυτικός κόσμος τα προσλαμβάνει («πονόψυχη πουτάνα κι η συμπόνια / της καλοαναθρεμμένης Εσπερίας, / της λεβεντιάς αδέρφι η καταφρόνια / κι ο χτεσινός ραγιάς τώρα – παρίας;».) Από τους στίχους του παρελαύνουν αδίκως καταδικασμένοι πολεμιστές, επαγγελματίες άμαχοι, υποκριτές πρόεδροι, σατανικοί ρασοφόροι, παραγωγοί fake news, αποχαυνωμένοι δυτικοί, ενώ η όλη σάτιρά του επενδύεται με αρχαίους μύθους και αλληγορίες, σε μια θλιβερή επανάληψη της Ιστορίας προς όφελος εφήμερων σκοπιμοτήτων και πάντοτε εις βάρος της αλήθειας («σ’ επίχρυσο, σε σμαλτωμένο πιάτο / να μας σερβίρουν λιγδερά αποφάγια / της τρέλας την τροφή και της απάτης»). Φυσικά περιττό να προσθέσουμε πως από τη συλλογή λείπει σχεδόν εξολοκλήρου η κριτική στην άλλη πλευρά αυτής της διαμάχης, ο ποιητής, όμως, είναι τουλάχιστον ειλικρινής ως προς τη στάση του αυτή, εν αντιθέσει με τους απανταχού κινούντες τα νήματα της δυτικής ενημέρωσης που προβάλλουν τη μονομέρεια ως αντικειμενική αλήθεια προς όφελος πολεμοχαρών σκοπιμοτήτων.

Μια ιδεολογική γραμμή όπως η προαναφερθείσα κάλλιστα θα μπορούσε να έχει οδηγήσει αισθητικά το ποιητικό έργο στο επίπεδο μιας στρατευμένης μπροσούρας δίχως την παραμικρή καλλιτεχνική βλέψη, με τον κίνδυνο που ελλοχεύει σε τέτοιου είδους προσπάθειες πάντα παρόντα. Εδώ έρχεται ο ποιητής Κακριδής που έχει ασκηθεί και βελτιωθεί σημαντικά κατά τα τελευταία δημιουργικά του έτη και δίνει την πιο δυνατή έως τώρα καταγραφή του. Ο ενδεκασύλλαβος των δύο βασικών τμημάτων της συλλογής ρέει αβίαστα, με τις τερτσίνες να ριμάρουν ενίοτε πολύ πετυχημένα και τη χρήση ξένων τύπων ή λογοπαιγνίων να καθιστά την ειρωνεία ακόμα πιο έντονη («Στολίζουν την πλατεία, φέρνουν την μπάντα, με πάθος ανεμίζουν τις σημαίες, / κι αν τους ρωτήσεις: “Πόλεμος για πάντα;” / πετάγονται ψηλά κι ουρλιάζουν: “γιέες!”»). Σε ορισμένα, μάλιστα, τμήματα, όπου ο ποιητής αφήνει πίσω τα επικαιρικά γεγονότα κι αντικρύζει τον πόλεμο, την ύπαρξη και το ρόλο του καλλιτέχνη στο σύνολό τους, παράγονται στιγμές βαθύτατου λυρισμού, ικανές να σταθούν αυτόνομα από την ιστορική μήτρα που τις γεννά και να μείνουν στο χρόνο («Στην άγρια στέρφα γη, στο ξερονήσι / κάποιο πρωί –και να ’ταν αύριο, Θε μου!– / τραγουδιστό κελάρυσμα θα σβήσει / και τις στερνές πια φλόγες του πολέμου»). Στο ιδιότυπο ιντερμέδιο της συλλογής, βέβαια, όπου ο δημιουργός στρέφει ονομαστικά τα βέλη του εναντίον του προέδρου της Ουκρανίας Βολοντίμιρ Ζελένσκι («Κι όμως δε  μοιάζει για χασάπης – μάλλον για τζουτζές. / Χασάπηδες είναι όλοι του οι πελάτες»), συναντάμε εκ νέου τον πιο πειραματικό Κακριδή των περασμένων συλλογών, με την αμεσότητα της γραφής αλλά και το ατυχές κάποιες στιγμές μπατάρισμα των στίχων να επανέρχονται ευκρινώς. Στη γενική της, όμως, θεώρηση, η Ειδική Ποιητική Επιχείρηση στέφεται ποιητικά από επιτυχία κι εκπληρώνει την αποστολή της, καθώς κερδίζει τα στοιχήματα της σαφούς διατύπωσης, της στόχευσης σε συγκεκριμένο αποδέκτη και της αισθητικής τέρψης ως αυτούσιο έργο τέχνης, ανεξαρτήτως της ιδεολογικής θέασης του αναγνώστη (θα εξαιρούσα, φυσικά, εδώ το δυτικόφιλο τμήμα του διχασμένου ουκρανικού λαού, στο οποίο, εξάλλου, αποκλείεται να φτάσει και η συλλογή).

Λίγο πριν το τέλος της συλλογής, ο Κακριδής οραματίζεται μια μέρα που οι πόλεμοι θα εκλείψουν (για να το πάρει αμέσως μετά πίσω), ενώ αλλού εμφανίζεται βέβαιος για την εκ νέου ομόνοια των σλαβικών λαών ρωσικής προέλευσης σ’ ένα επόμενο χρονικό διάστημα («και θα τους δεις να σχηματίζουν πάλι / –Ρώσοι, Ουκρανοί και Λευκορώσοι– μία / μεγάλη συντροφιά. Ποιος αμφιβάλλει;»). Εμείς, τώρα, από την πλευρά μας δεν είμαστε σε θέση να διακρίνουμε το πόσα αιματοβαμμένα κεφάλαια ακόμα θα ανοιχτούν και το πού θα καταλήξει η «μπίλια» σε μια θλιβερή διαπάλη ιμπεριαλισμών που υπερβαίνει σαφέστατα την περιοχή της αζοφικής κι εντάσσεται σε μια ευρύτερη διαμάχη «παραδειγμάτων» Ρωσίας και νατοϊκής Δύσης. Απ’ την πλευρά του αρθρογράφου πολλές ιδεολογικές διαφωνίες με το ψευδεπίγραφο του απολυταρχικού νεοπαραδοσιακού προτάγματος της πουτινικής Ρωσίας ως πειστικού αντίβαρου στην –δεδομένη και πολυεπίπεδη- παρακμή της Δύσης θα μπορούσαν να αρθρωθούν, διαφωνίες, ωστόσο, που δεν είναι της παρούσης. Αυτή που αξίζει, στην περίπτωσή μας, να επικροτηθεί είναι η γραφή του ποιητή Γιάννη Κακριδή, ο οποίος και βγαίνει δημόσια με θέσεις εν πολλοίς αντικαθεστωτικές κι αντιδημοφιλείς, χωρίς, ωστόσο, να υποστείλει ούτε στιγμή την ποιητική φλέβα, την οξύτητα, ακόμα και την επιθετικότητα που εγγενώς η σάτιρα εμπεριέχει, ακόμα κι όταν αφορά ζητήματα τόσο λεπτά – ή μάλλον ιδίως σε τέτοιες οριακές περιπτώσεις. Η επόμενη μέρα μετά το συγκεκριμένο πόλεμο μπορεί να έχει καταστήσει τις απόψεις του ξεπερασμένες από τα γεγονότα ή ακόμα και παντελώς ηττημένες από μια νέα αφήγηση που θα διαβάζει στο δικό της όνομα αναδρομικά όλη την Ιστορία και θα διαγράφει μονοκονδυλιά Λογοτέχνες του αναστήματος του Ντοστογιέφσκι και του Τολστόι. Αυτό, όμως δεν έχει σημασία: ο ποιητής ήταν παρών στο κάλεσμα του καιρού, μίλησε τη στιγμή της κρίσης για εκείνα τα οποία πίστευε και διέκρινε πίσω από την επιφάνεια να λαμβάνουν χώρα και –κυρίως– δεν υπέστειλε ούτε στιγμή τη σημαία της έμμετρης ποίησης που μιλά ανοιχτά για το σήμερα και το αύριο και δίνει τη δική της μάχη, παλεύοντας να επανακτήσει τη χαμένη της επικράτεια και να διαμορφώσει καθοριστικά τη γραφή του καιρού της. Και σ’ αυτήν την «ποιητική επιχείρηση» κρίνουμε πως ο Γιάννης Κακριδής έχει να προσφέρει πολλά ακόμη.

ΘΑΝΟΣ ΓΙΑΝΝΟΥΔΗΣ

Αφήστε το σχόλιό σας