Ο Λευτέρης Γιαννακουδάκης μιλάει για το βιβλίο "Ράουλο" της Μαρίας Γρηγοριάδη

Παρασκευή, 9 Δεκεμβρίου 2022

ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ "ΡΑΟΥΛΟ" ΤΗΣ ΜΑΡΙΑΣ ΓΡΗΓΟΡΙΑΔΗ
Πολύκεντρο Δήμου Ηρακλείου Κρήτης - 21 Νοεμβρίου 2022

Λευτέρης Γιαννακουδάκης
Συγγραφέας-σκηνοθέτης

Τη Μαρία την γνώρισα κάποτε, κάπου παλιά πάει να πει, σχεδόν με το που ξεκίνησα σχεδόν τα εργαστήρια δημιουργικής γραφής στο Ηράκλειο. Νιώθω επομένως λίγο υπεύθυνος για όλο αυτό που συμβαίνει τώρα, γιατί έπρεπε να το περιμένω ότι κάποια μέρα θα συνέβαινε, αλλά δεν προνόησα, έτσι είναι η τέχνη, μη προνοητική και αμετανόητη. Όμως κι εκείνη δεν προνόησε, μου ζήτησε να μιλήσω και γι’ αυτό την καθιστώ υπεύθυνη για ό,τι συμβεί από εδώ και πέρα, χωρίς να παραγνωρίζω τη δική μου ευθύνη να υπάρξω συμπαίκτης και συνωμότης σ’ αυτό το παιχνίδι που είναι η λογοτεχνία, ένα παιχνίδι άγριο μα συνάμα διασκεδαστικό, ένα παιχνίδι που πασχίζει να δώσει μία άλλη οπτική στη ζήση.

Να μαι λοιπόν, χρόνια μετά από εκείνη τη γνωριμία να παλεύω ή να παίζω σαν άτεχνος ζογκλέρ με μία αδόκιμη λέξη, μια λέξη που έχει μόνο πληθυντικό και τώρα βρέθηκε απέναντί μου στον ενικό. Ράουλο η λέξη, ψάχνω και δεν βρίσκω, εικάζω λοιπόν: ενικός του Ράουλα, Ρουλεμάν δηλαδή, ρουλεμάν σε χωνευτή βάση ή όχι, δηλαδή χωνεμένα ή βαριά για το στομάχι, αλλά ένα, σαν μια μοναδική επιλογή. Για συρόμενες πόρτες ή όχι. Για σιδηρόδρομους πάντως ή ράγες, σίγουρα. Έπρεπε να το περιμένω ότι θα ήμουν υποχρεωμένος σε μία διαδρομή, ειδικά όταν αναφέρεται επί λέξη -και κρατήστε αυτό που θα πω τώρα για το τέλος- στη σελίδα 103: “Ένα κείμενο έχει κίνηση. Μπορεί σαν τρακτέρ να σκαρφαλώνει απόκρημνους λόφους, να πατά σε βράχια μυτερά, σε απάτητους δρόμους να περνά μέσα από βαλτότοπους και λασπωμένους βόλους. Ή να γλιστρά στην ξινήθρα και στο γρασίδι ή να βουλιάζει αντίθετα στη λάσπη ασθμαίνοντας ή να κατρακυλάει παρασύροντάς σε ή να καλπάζει σαν άτι ή να σέρνεται σα φίδι ή να αγκομαχάει σαν άρρωστος φλεγματικός ή να πηδάει σα βατράχι”. Κι αλήθεια είναι ότι στο βιβλίο έχουμε και ρέοντα λόγο, κίνηση λεκτική πάει να πει, αλλά και άρρωστους φλεγματικούς και βατράχια και βράχια και λόφους, αλλά πάνω απ’ όλα έχουμε κείμενα κι όταν λέω κείμενα δεν εννοώ απλά για να γεμίζουν οι σελίδες, δηλαδή σημαδάκια στο χαρτί, λέξεις, λεξήματα ή οτιδήποτε άλλο δομικό στοιχείο της γλώσσας ορίζει η γλωσσολογία, αλλά λόγο, εν αρχή των πάντων, και ιστορία, πάει να πει πράγματα να συμβαίνουν και ατμόσφαιρα, λόγο που πάλλεται και παλεύει, μα πάνω απ’ όλα ασθμαίνει, όχι γιατί ο δρόμος τον δυσκολεύει, αλλά από την ίδια την αγωνία της ύπαρξής του που δημιουργεί εκ του μηδενός τα πάντα, το λογοτεχνικό σύμπαν της Μαρίας, γιατί αν είναι κάτι χαρακτηριστικό στον κειμενικό λόγο της Μαρίας είναι αυτή η ασθματική γραφή η οποία είναι παρούσα ανεξαρτήτως στίξης, είναι παρούσα και στο διήγημα “Ή μια σακούλα ναύλον” με τις πολύ μικρές προτάσεις και στο “Ξανά ζωή” της μιας και μοναχικής τελείας που βρίσκεται για να σηματοδοτήσει το φινάλε του κειμένου, είναι παντού κι αποτυπώνει ένα προσωπικό ίσως ύφος ακολουθούμενο και από μία “σπασμένη” σύνταξη, προτάσεις που μένουν μετέωρες ή ολοκληρώνονται εκεί που δεν το περιμένεις, αλλά πάνω απ’ όλα αποτυπώνει την ίδια την αγωνία της Μαρίας για τη ζήση, την αγωνία και την απορία της, απορία που η καλλιτέχνης – μικρό παιδί βιώνει εις το διηνεκές της μικρής του ύπαρξης, γι’ αυτό και δεν σταματά ποτέ να παίζει.

Έτσι, λοιπόν, με την απορία και την αγωνία της δημιουργού η Μαρία κινείται από ιστορία σε ιστορία, από μικροδιήγημα, σε σουρεαλιστικό παραμύθι, σε διήγημα με πλοκή ανεπτυγμένη και πάλι πίσω σε πειραματικές, παιγνιώδης μορφές, σε μια διαδρομή όπου τα ράουλα χαράζουν τον δρόμο όπως χαράζονται συχνά και ανεπίστρεπτα οι ψυχές των χαρακτήρων που αποτελούν τα πρόσωπα πάνω στα οποία υφαίνεται το δράμα. Γιατί αν περιμένετε ιστορίες χαρούμενες, τότε αλλού πρέπει να στήσετε τις ράγες σας, εδώ, ακόμα και στα “παραμύθια” δεν έχουμε χάπι έντ, ο βάτραχος δεν γίνεται πρίγκιπας, αντίθετα μπορεί να δείτε ένα μυαλό να γίνεται βάτραχος και να κοάζει από απονενοημένη ευτυχία που έχει έστω μία υπόσταση, ένα σώμα να το υποστηρίξει, αντί του κενού της μη σωματοποιημένης σκέψης. Διηγήματα λοιπόν ή ψήγματα διηγημάτων, ακόμα και σχεδόν αποφθεγματικά, όμως εγώ θα μείνω περισσότερα σε αυτά που είναι λίγο περισσότερο ανεπτυγμένα, καθώς οφείλω να ομολογήσω ότι δεν είμαι φίλος των μικροδιηγημάτων, όχι του συγκεκριμένου βιβλίου, γενικά. Μου βγάζουν μία ευκολία, ενώ δεν θα έπρεπε, όχι να μου τη βγάλουν, δεν θα έπρεπε να υπάρχει η υποψία της. Σαν ο συγγραφέας να βαρέθηκε να δουλέψει, να είχε μια ιδέα από την οποία μαγεύτηκε τόσο που την άφησε να τη θαυμάζει, χωρίς να την ποτίσει, να την ταΐσει, να τη θρέψει, σαν να την έβαλε σε παπουτσάκια σαν εκείνη που έβαζαν στις γκέισες για να μην μεγαλώσουν τα πόδια τους κι αυτά μένουν ατροφικά. Αντίθετα μαγεύομαι από τα κείμενα που παίρνουν την ανάπτυξη που τους πρέπει, τόσο όσο. Ούτε πολύ λίπασμα ούτε ξηρασία, εκείνα που δίνουν τον μεστωμένο καρπό που λιώνει σαν γλυκό που δεν λιγώνει στο στόμα κείμενα που ταιριάζουν αρμονικά με τα ράουλά τους και έτσι η κίνηση γίνεται όπως πρέπει, η πόρτα ανοίγει και κλείνει ομαλά, κείμενα “Μακαράδες”, δηλαδή τροχαλίες, λέξη ο μακαράς που αγαπήσαμε από τον Καββαδία χωρίς να την γνωρίζουμε όταν σιγοτραγουδούσαμε “στα κόντρα σκούζει ο μακαράς καθώς τεζάρει”, κείμενο ομώνυμο εδώ, διήγημα πλήρες οι “Μακαράδες” ταιριαστοί στα ράουλα, με κινήσεις στους βαλτότοπους του έρωτα, της απέλπιδας αναζήτησής του και του ψευδεπίγραφου γαντζώματος πάνω του, όχι σαν μία αφορμή για να βελτιώσει τη ζωή του κανείς, να διασκεδάσει ας πούμε ένα πράγμα, αλλά ως καταλυτική δύναμη που αλλάζει τη ζωή, τη διαλύει καθώς δύο πλάσματα, εξ ορισμού διαφορετικά όπως όλα τα πλάσματα, άρα και ασύμβατα πασχίζουν να συνυπάρξουν χωρίς να αποδέχονται ίσως τις διαφορετικότητές τους. Και η αλήθεια είναι ότι ο δυισμός, το ζεύγος, η πάλη ανάμεσα στο ζεύγος για να υπάρξει ως ένα, αν και ξέρει ότι δεν είναι παρά πολλαπλά θραύσματα, είναι πανταχού παρούσα είτε αυτό το ζεύγος συναντιέται τυχαία σε έναν τόπο παραθερισμού πλουσίων, όπως στους “μακαράδες” που προανέφερα είτε στη Νέα Υόρκη, όπως στο “Παλάγκα” από το οποίο ακούσατε απόσπασμα, είτε σε ένα ερημονήσι όπως στο “SU”. Ο δυισμός, αυτό το καταραμένο να εκδιωχθεί από το προπατορικό αμάρτημα ζεύγος, όχι με την έννοια των δύο φύλων, αλλά με την έννοια που προαναφέραμε, εκείνη της υποχρεωτικής πρόσθεσης του ένα συν ένα ίσον ένα που αψηφά τους νόμους της αριθμητικής και γι’ αυτό βγαίνει χαμένη. Κι αν μετά απ’ όλα αυτά που μόλις είπα νομίζετε ότι πρόκειται για ένα ερωτικό βιβλίο, σαν τις δεν ξέρω πόσες αποχρώσεις του γκρι, τότε έχετε γελαστεί ξανά. Εδώ ο έρωτας -το είπαμε και πριν- δεν είναι απελευθερωτικός, δεν επιφέρει γάμο, κουτσούβελα συζυγικό ή ψευδο-κίνκυ σεξ και οικογενειακά στα πλαίσια πάντα του μέτρου ευτυχία, αλλά επιφέρει χάσιμο, γυναικοκτονία -πόσο επίκαιρο δυστυχώς- ή χάσιμο του μυαλού, που είτε γίνεται βατράχι ή αυτοφυλακίζεται στην εμμονή του, ένα είδος Πολυδουρικού έρωτα που οδηγεί στην φθίση και δεν ξορκίζεται ούτε με αντιβιοτικό, ούτε με κανενός είδος θεραπεία, ψυχοθεραπεία ας πούμε ή λασπόλουρα, αν και η λάσπη, το νερό το οποίο μουλιάζει το χωμάτινο σαρκίο των ηρώων είναι συχνά παρόν, αναπόσπαστο μέρος του σκηνικού, σαν να είναι οι χαρακτήρες σε έναν υδάτινο κόσμο ο οποίος λειτουργεί και σαν κοινός καμβάς αλλά και σαν μέσο πνιγμού, τιμωρίας ή και εξιλέωσης, επανέρχομαι στο “SU” και στους “Μακαράδες”, κρατάω ένα “Ρόπαλο στο μέρος της καρδιάς” αλλά κάνω και μία στάση αναφορά σε ένα από τα διηγήματα που είχα τη χαρά να ζήσω τη δημιουργία τους από κοντά, στο “Ο Παππούς μου ο Άργος”, ίσως το πιο αισιόδοξο διήγημα της συλλογής, ευκαιρία να σας ελαφρύνω λίγο, μία ιστορία όπου ένας σκύλος ονόματα Όμηρος πηγαίνει στην Ιθάκη διασχίζοντας τη θάλασσα δίχως άλλο, το νερό δηλαδή οδηγεί τα βήματά του, παρέα με μία γάτα κι έναν σπούργο, όχι για διακοπές ή χάριν έρωτος αυτή τη φορά, αλλά για να βρει τα ίχνη του Άργου, του σκύλου που περίμενε για 20 χρόνια τον Οδυσσέα και πέθανε ακριβώς μόλις τον αντίκρισε, του σκύλου που ενσάρκωσε τον ορισμό της πιστότητας έως και πέρα από τον θάνατο, μιας οικείας από την αρχαιότητα έως τα σήμερα εικόνας, και ίσως της πιο σημαντικής του ομηρικού δράματος, καθώς στον Άργο η επιστροφή του Οδυσσέα δίνει πραγματικό νόημα και τη δυνατότητα να ολοκληρώσει τον βίο του με ένα ονειρικό φινάλε, μια επίτευξη σκοπού που πιθανότατα εμείς δεν θα γνωρίσουμε και που για την Πηνελόπη αγνοούμε αν πράγματι συνέβη, καθώς δεν ξέρουμε τι επακριβώς ακολούθησε την μνηστηροκτονία, ίσως κρεβατομουρμούρα και διαζύγιο, μόνο υποθέσεις μπορούμε να κάνουμε, όπως η “Υπόθεση Χάμιλτον” ή η “Υπόθεση Μίλτον”, υποθέσεις μονολεκτικές ή όχι, σε κάθε περίπτωση ανεξιχνίαστες όπως η εξαφάνιση μίας Μυρτώς ή η περίπτωση να πέφτει “Χιόνι στην Έρημο”, αλλά τι τα θέτε, έτσι είναι τα βιβλία, δεν υπόσχονται κι ούτε δίνουν εξιλέωση και απαντήσεις, ξεκινάνε από κείμενα που κινούνται, αφήνουν ίχνη, πάνω στα ίχνη χαράζονται δρόμοι, στους δρόμους μπαίνει το νερό και με οχήματα τις ιστορίες κινούνται πλάσματα, αναγνωρίσιμα ή όχι, γίνονται απρόσμενες μα αναπόφευκτες συνδέσεις στις ζωές των πλασμάτων και σχηματίζεται ένα τεράστιο δίκτυο με ατσάλινες υδάτινες ράγες, ράγες στέρεες που συγκρατούν τον κόσμο και για να μπορέσεις να κινηθείς απάνω τους χρειάζεται απαραιτήτως Ράουλα.

Έτσι είναι τα βιβλία και, για να επανέλθω σ’ εκείνο το κείμενο από το οποίο ξεκίνησα, εκείνο στις σελίδες 103-104, έχω να πω στη Μαρία και σε όλα σας πως αν ισχύει αυτό που επί λέξει αναφέρεται στη συνέχεια ακριβώς του αρχικού εκείνου κειμένου της σελίδας 103, δηλαδή επακριβώς στη σελίδα 104, ότι “ Η Δευτέρα Παρουσία των βιβλίων είναι η ανάγνωση”, τότε θα πρέπει να γνωρίζετε ότι η εκδίωξη από τον παράδεισο είναι η έκδοση και ο Γολγοθάς και η σταύρωσή τους είναι η παρουσίαση τους.

Αφήστε το σχόλιό σας