Όταν πήρα στα χέρια μου το βιβλίο “Σταγόνες μνήμης” του Χρήστου Τρικαλινού (Εκδόσεις Άπαρσις, 2021) και το ξεφύλλισα, το μάτι μου καρφώθηκε σε ένα από τα αφηγήματα που έχει τον τίτλο “Έκτακτο δελτίο” ξυπνώντας μου μνήμες από την παιδική και νεανική μου ηλικία. Γνωρίζοντας ότι ο συγγραφέας στα χρόνια των μεταπτυχιακών του σπουδών στη Μόσχα δούλευε παράλληλα ως εκφωνητής στο τμήμα των ελληνικών εκπομπών του ραδιοφωνικού σταθμού της σοβιετικής πρωτεύουσας, ήταν φυσικό να το διαβάσω αμέσως και να μάθω αρκετές λεπτομέρειες για ένα θέμα που πάντα με ενδιέφερε. Το “Έκτακτο δελτίο” αφορά την είδηση που εκφώνησε ο ίδιος τα μεσάνυχτα της 27/12/1979 και ενημέρωσε το ελληνικό κοινό για την επέμβαση των σοβιετικών δυνάμεων στο Αφγανιστάν. Η ανάγνωση αυτού του αφηγήματος συνδέεται εφέτος και με μια “έκτακτη” επικαιρότητα με τα όσα δραματικά συμβαίνουν στη χώρα αυτή από τον περασμένο Αύγουστο.
Εδώ -με την άδεια του συγγραφέα- θα μεταφέρω το τμήμα που αναφέρεται καθαρά στον ραδιοφωνικό σταθμό και στους ανθρώπους του και παραλείπω το καθ’ αυτό ειδησεογραφικό απόσπασμα για το Αφγανιστάν, που μπορεί να το διαβάσει κανείς στο δημοσίευμα του Σταύρου Τζίμα στην Καθημερινή της 29/12/2021 https://www.kathimerini.gr/society/561647155/sovietiki-eisvoli-sto-afganistan-itan-katanoito-enas-polemos-archize/
…………………………………………………….
Τα περισσότερα πρωινά τα περνούσα στο πανεπιστήμιο. Εκεί, σκάλιζα επιστημονικά περιοδικά, προσπαθώντας να βρω απαντήσεις σε διάφορα ερωτήματα και τις καλύτερες διατυπώσεις που θα μπορούσα να συμπεριλάβω στη διατριβή, και συζητούσα διάφορα προβλήματα με τον επιστημονικό υπεύθυνο της διατριβής ή με τα μέλη της ομάδας μας.
Έκανα παράλληλα και ακόμη κάποιους υπολογισμούς, χρησιμοποιώντας τον μεγάλο υπολογιστή του Πανεπιστημίου. Το πρόγραμμα μπορούσε να «τρέξει» το μέγιστο για 30 λεπτά. Πολλές φορές, ο χρόνος αυτός δεν ήταν αρκετός για την πλήρη επίλυση του προβλήματος και έπρεπε να βρω τρόπους να το σπάσω σε επιμέρους ενότητες.
Η επιστημονική ομάδα δούλευε πυρετωδώς. Μπροστά μας είχαμε κάποια συνέδρια, στα οποία έπρεπε να παρουσιάσουμε την εργασία μας, πού όπως φαινόταν τότε. βρισκόταν στην κορυφή της Φυσικής και προκαλούσε ενδιαφέρον όχι μόνο τοπικό, αλλά παγκόσμιο και όχι μόνο των επιστημόνων.
Υπήρχε βέβαια, και η δουλειά. Σ’ αυτήν αφιέρωνα τα μισά απογεύματα μου. Όχι, δεν ήταν δύσκολη, ούτε απαιτούσε ιδιαίτερα πολύ χρόνο, όμως, είχε τους δικούς της κανόνες και όρους, που φυσικά έβαζαν εμπόδια στην πιο γρήγορη ολοκλήρωση της επιστημονικής εργασίας. Δούλευα εκφωνητής στην ελληνική εκπομπή του Ραδιοφωνικού σταθμού της Μόσχας.
Οι επαφές μου με τον ραδιοσταθμό άρχισαν από τα φοιτητικά μου χρόνια. Οι υπεύθυνοι του ελληνικού τμήματος, ελληνομαθείς και λάτρεις της Ελλάδας, αναζητούσαν διαρκώς φρέσκιες φωνές που θα πλαισίωναν τους μόνιμους εκφωνητές, βασικά πολιτικούς πρόσφυγες, αλλά όχι μόνο.
Επικεφαλής της ελληνικής σύνταξης ήταν ο Στεπάν Γιάκοβλεβιτς Καλμικόφ, ένας από του ντόπιους Έλληνες, άνθρωπος αφοσιωμένος στη δουλειά και στις κομμουνιστικές ιδέες. Λάτρευε την ιστορική του πατρίδα και διατηρούσε άριστες σχέσεις με τη μητέρα μου. Έτσι, απευθύνθηκε σε μένα και όταν διαπίστωσε την καταλληλότητα της φωνής μου, άρχισε να με καλεί για συμμετοχή σε κάποιες εκπομπές, έναντι μικρής αμοιβής. Τότε, ήταν, που για πρώτη φορά βρέθηκα στο κτίριο του σταθμού, στην οδό Πιάτνιτσκαγια, δίπλα στον σταθμό του μετρό Νοβοκουζνιέτσκαγια.
Παρά το γεγονός ότι το κτίριο ήταν τεράστιο και δίπλα σε κεντρικό δρόμο, χωμένο ανάμεσα στα δέντρα, δεν τραβούσε την προσοχή. Όταν όμως, έφτανες στην είσοδο, διαπίστωνες την εξαιρετική ποιότητα κατασκευής του, για να εντυπωσιασθείς δρασκελίζοντας το κατώφλι. Όχι, μην νομίσει ο αναγνώστης πως κυριαρχούσε πολυτέλεια και λάμψη. Εντυπωσίαζε απλά, η στιβαρότητα της κατασκευής και η άπλα των χώρων που διακρίνονταν πίσω από τις τεράστιες δρύινες πόρτες με τα μεγάλα τζάμια. Ήταν το τεράστιο χολ με εμφανές το μεγάλο βεστιάριο, η είσοδος του εστιατορίου, και οι πόρτες των 8 ασανσέρ που όλη την ώρα ανοιγόκλειναν. Άνθρωποι πηγαινοέρχονταν διαρκώς, σαν σε ένα αέναο χορευτικό. Έμπαιναν, έβγαιναν και συνωστίζονταν στο βεστιάριο, άλλοι για να αφήσουν τα πανωφόρια τους και άλλοι για να τα πάρουν. Έμπαιναν στα ασανσέρ, κουβαλώντας φακέλους, χαρτιά και μαγνητοταινίες, έβγαιναν από αυτά, χαιρετιόντουσαν, προχωρούσαν στο βάθος του δια-δρόμου όπου χάνονταν και έρχονταν από εκεί… Οι γυναίκες, τον χειμώνα, μπαίνοντας στο κτίριο άλλαζαν υποδήματα. Έβγαζαν τις ζεστές μπότες και φιλάρεσκα φορούσαν τα κομψά γοβάκια τους. Εκεί, ανάμεσα τους τριγύριζαν και οι καθαρίστριες, η δουλειά των οποίων αυξανόταν κατακόρυφα τον χειμώνα, όταν μαζί με τους εισερχόμενους, έμπαινε στο πεντακάθαρο πάτωμα και το λασπωμένο χιόνι των παπουτσιών. Κατά την έξοδο των γυναικών, παρατηρούσες την αντίστροφη εικόνα. Τα γοβάκια τα αντικαθιστούσαν με ζεστές μπότες και πάνω από τα φορέματα έμπαιναν τα ζεστά παλτό, τα περισσότερα με γούνινους γιακάδες.
Στον χώρο αυτό δεν ήταν και τόσο εύκολο να περάσεις. Όλες οι πόρτες της εισόδου ήταν κλειστές, εκτός από μία. Πίσω απ’ αυτήν στεκόταν ο αστυνομικός, που με ύφος βλοσυρό και κινήσεις αργές, επιβλητικές και σίγουρες, έλεγχε τις ειδικές ταυτότητες που είχαν οι υπάλληλοι. Τότε, στην αρχή, δεν είχα, φυσικά, τέτοια ταυτότητα. Έπρεπε, λοιπόν, να περάσω στον ειδικά διαμορφωμένο χώρο των επισκεπτών, αριστερά, μετά την πρώτη, την εξωτερική είσοδο και πριν τον αστυνομικό. Εκεί, με την επίδειξη του διαβατηρίου μου έπαιρνα την ειδική άδεια εισόδου που είχε φροντίσει να εξασφαλίσει η ελληνική σύνταξη ή αν είχαν αμελήσει να τη στείλουν, επικοινωνούσα με τα εσωτερικά τηλέφωνα που υπήρχαν στον χώρο και περίμενα να έλθει.
Κάπως έτσι, άρχισε η γνωριμία μου με τον σταθμό. Πάντα με την ελληνική εκπομπή. Όταν. πια, άρχισα να ασχολούμαι με την εκπόνηση της διδακτορικής μου διατριβής, αφού είχα υπηρετήσει τη θητεία μου στην πατρίδα, δεν δυσκολεύτηκα ν’ αποδεχτώ την πρόταση για μόνιμη θέση εκφωνητή, εγκαταλείποντας την υποτροφία, που ήταν μεν ικανοποιητική, αλλά όχι τόσο όσο αυτή του εκφωνητή, που θα μου εξασφάλιζε την πιο άνετη διαβίωση της οικογένειας μου, συμπεριλαμβανόμενου και του τετράχρονου γιου μου. Ήξερα εξάλλου, πως οι ώρες και το είδος της απασχόλησης δεν θα έθεταν σοβαρά εμπόδια στην εκπλήρωση του βασικού στόχου μου, τη διδακτορική διατριβή. Τότε, ήταν, που απέκτησα την ειδική ταυτότητα και μπορούσα να μπαινοβγαίνω στο κτίριο όποτε ήθελα.
Η μόνιμη εργασία μού έδωσε τη δυνατότητα ν’ ανακαλύψω πολλές ακόμη πτυχές της ζωής, αυτού του μεγάλου οργανισμού του ραδιοφώνου.
Μόσχα -Το κτίριο της σοβιετικής ραδιοφωνίας
Πέρασα από πολλούς ορόφους. Σε άλλον όροφο βρισκόταν η σύνταξη και σε άλλον το στούντιο. Σε διάφορους ορόφους υπήρχαν καντίνες. Οι εκφωνητές και οι ηχολήπτες της ελληνικής εκπομπής, έμπαιναν στο στούντιο στις 4 το απόγευμα και έμεναν εκεί, περίπου, ως τα μεσάνυχτα. Τις πρώτες ώρες το κτίριο ήταν γεμάτο. Σιγά σιγά οι πολλοί έφευγαν και έμεναν μόνο οι απογευματινές και νυχτερινές βάρδιες.
Στα προγράμματα των εκπομπών, τον βασικότερο ρόλο έπαιζαν οι ειδήσεις. Αυτές, όπως και τα κείμενα διάφορων σχολίων, έφταναν στη σύνταξη γραμμένες στα ρωσικά και με την ειδική σφραγίδα έγκρισης. Τα κείμενα αυτά αφορούσαν γενικά ζητήματα. Κάποια άλλα αναφέρονταν στην Ελλάδα. Ήταν γραμμένα είτε στα ρωσικά από συνεργάτες της σύνταξης ή στα ελληνικά από Έλληνες συνεργάτες. Μεταφράζονταν τα ρωσικά στα ελληνικά και τα ελληνικά στα ρωσικά, από ειδική ομάδα μεταφραστών, και έρχονταν σε εμάς τους εκφωνητές, που βάζαμε τις τελευταίες γλωσσικές πινελιές. Φυσικά, από τις εκπομπές δεν έλειπαν και θέματα πολιτιστικά και άλλα.
Το στούντιο της ελληνικής εκπομπής, όπως και πολλά άλλα που ετοίμαζαν εκπομπές για διάφορες χώρες, βρισκόταν στον έκτο όροφο. Στις δυο πλευρές ενός μεγάλου διαδρόμου, που ήταν αριστερά από τα ασανσέρ και υπήρχαν πολλά, μεγάλα χολ. Σε καθένα απ’ αυτά έβλεπες δυο στούντιο, που τα μοιράζονταν διάφορες χώρες. Στα διπλανά στούντιο εργάζονταν Κινέζοι, Αλβανοί. Γιουγκοσλάβοι, Τούρκοι και άλλοι. Στούντιο, βέβαια, υπήρχαν και σε άλλα χολ και στον δεξιό διάδρομο, αλλά και σε άλλους ορόφους.
Εκεί, γνώρισα διάφορους ανθρώπους. Οι περισσότεροι αποδιωγμένοι από τις πατρίδες τους. Τούρκοι κομμουνιστές. Γιουγκοσλάβοι, Κινέζοι και Αλβανοί αντιφρονούντες, και τόσοι άλλοι.
Όλες οι εκπομπές μαγνητοφωνούνταν και οι μαγνητοταινίες πήγαιναν σε ένα άλλο σημείο του κτιρίου, από όπου γινόταν η εκπομπή. Υπήρχαν και οι πολύ σπάνιες περιπτώσεις που, προς το τέλος της βάρδιας, έφτανε μια έκτακτη είδηση. Τότε η εκπομπή ήταν ζωντανή. Αυτό όμως, το ήξερα μόνο από αφηγήσεις, μιας και στα τέσσερα σχεδόν χρόνια που δούλεψα εγώ, δεν έτυχε ποτέ κάτι τέτοιο.
Η βάρδια μου ήταν μέρα παρά μέρα, από τις 4 το απόγευμα, μέχρι αργά το βράδυ, συνήθως ως τις 11, αλλά υπήρχαν και φορές που έπρεπε να παραμείνουμε μέχρι τις 12 τα μεσάνυχτα ή και αργότερα, μέχρι το τέλος της μετάδοσης της τελευταίας εκπομπής. Αν καθυστερούσαμε και κινδυνεύαμε να χάσουμε τον τελευταίο συρμό του μετρό -οι πύλες του οποίου έκλειναν στη 1 μετά τα μεσάνυχτα- υπήρχε ειδική υπηρεσία που διέθετε για όλους τους υπαλλήλους αυτοκίνητα, που τους πήγαιναν μέχρι το σπίτι τους. Δεν υπήρχαν Κυριακές ή αργίες. Οι εκπομπές έπρεπε να βγουν στον αιθέρα, έτσι η βάρδια, πολλές φορές συνέπιπτε με γιορτές, όταν ο υπόλοιπος κόσμος βρισκόταν σε αργία. Όμως, η ελεύθερη ημέρα που δεν εργαζόμουν, ήταν για μένα και την ενασχόληση μου με τη διατριβή, σαν μάννα εξ ουρανού.
Το στούντιο αποτελούνταν από δυο χώρους. Από τον χώρο με τα μηχανήματα του ηχολήπτη, την κονσόλα, τα μαγνητοφώνα και άλλα. καθώς και με τα απαραίτητα υλικά. Ο δεύτερος χώρος ήταν αυτό καθ’ αυτό το στούντιο με τα μικρόφωνα, την τέλεια ηχομόνωση, το τραπέζι για τα κείμενα και τις καρέκλες για τους εκφωνητές. Οι δυο χώροι επικοινωνούσαν από ένα άνοιγμα, καλυμμένο με διπλό τζάμι, από το οποίο οι εκφωνητές έβλεπαν τον ηχολήπτη και αυτός τους εκφωνητές. Οι επαφές μεταξύ ηχολήπτη και εκφωνητών γίνονταν με σύστημα ενδοεπικοινωνίας, ενώ αν χρειαζόταν κατά τη διάρκεια της ηχογράφησης των εκπομπών, οι συνεννοήσεις γίνονταν με χειρονομίες.
Όλοι όσοι εμπλέκονταν άμεσα στην εγγραφή των εκπομπών, εργάζονταν σε δυο βάρδιες. Κάθε μία αποτελούνταν από δύο εκφωνητές, τον ηχολήπτη και τον βοηθό του. Οι εκφωνητές ήταν πάντα άντρας και γυναίκα, ενώ οι ηχολήπτες και οι βοηθοί τους και στις δυο βάρδιες, ήταν συμπτωματικά γυναίκες. OL πολιτικοί πρόσφυγες είχαν πλέον συνταξιοδοτηθεί και οι περισσότεροι είχαν επιστρέψει στην Ελλάδα. Έτσι, στη δική μου βάρδια, όλοι οι άλλοι ήταν Σοβιετικοί. Εκφωνήτρια ήταν η Ίννα, που ήξερε πολύ καλά τα ελληνικά, ενώ ηχολήπτρια ήταν η Νατάσα, που ήξερε κάπως ελληνικά, ικανοποιητικά για να μπορεί να καταλαβαίνει αν αυτό που διαβάζαμε στα ελληνικά συνέπιπτε με το πρωτότυπο ρωσικό κείμενο που είχε μπροστά της. Όσο για τη βοηθό της, την Ιρίνα, αυτή δεν είχε ούτε ελάχιστη γνώση ελληνικών, μιας και η δουλειά της ήταν καθαρά τεχνική.
Στην άλλη βάρδια εκφωνητές ήταν η Ασχέν με τον Οβανές. δυο ελληνοαρμένιοι, αδέλφια. Ηχολήπτρια δούλευε η Βέρα. Ρωσίδα χήρα Έλληνα πολιτικού πρόσφυγα, που δούλεψε πολλά χρόνια και αυτός στον ραδιοφωνικό σταθμό. Υπήρχαν και άλλοι εφεδρικοί ηχολήπτες, που αντικαθιστούσαν τους μόνιμους όταν υπήρχα ανάγκη. Ήταν η Σόφα, Πόντια από τον Καύκασο και η Γκάλια που ήταν Ρωσίδα. Όσο για τους μεταφραστές, αυτοί ήταν Έλληνες πρόσφυγες, ένας Κύπριος και μια Ρωσίδα παντρεμένη με Έλληνα, που ήξερε καλά τα ελληνικά. Στη σύνταξη δούλευαν ο Αλεξέι, που είχε κάνει κάμποσα χρόνια στη Σοβιετική πρεσβεία στην Αθήνα και είχε μάθει κάτι λίγα ελληνικά, η Γκάλια, ελληνομαθής Ρωσίδα, ο Κόστια, Πόντιος από τον Καύκασο, η Νατάσα, που ήξερε αρκετά καλά τα ελληνικά και αργότερα εμφανίστηκε ακόμη ένας νέος Σοβιετικός ελληνικής καταγωγής, ο Μίσα, υποκοριστικό του Μιχαήλ.
Ήταν αρκετά μεγάλη η ομάδα, παρά το γεγονός ότι οι εκπομπές διαρκούσαν συνολικά 4,5 ώρες το 24ωρο. Εκτός από τους μόνιμους, υπήρχαν και έκτακτοι συνεργάτες. Ο Βίκτορ. Ουκρανικής καταγωγής, άριστος γνώστης της ελληνικής, που συχνά εκφωνούσε εκπομπές ή ο Άρης, ένας Έλληνας προπτυχιακός φοιτητής. Ήταν και ο Σλάβα, Σοβιετικός σκηνοθέτης, ο οποίος δεν είχε καμία σχέση με την Ελλάδα, και εμφανιζόταν όταν ηχογραφούσαμε εκπομπές τέχνης, λογοτεχνικά κείμενα, θεατρικά και άλλα.
Γενικά, ο κόσμος του ραδιοφώνου ήταν ένας κόσμος που διέφερε από το γενικό περιβάλλον. Όσοι εργάζονταν εκεί, θεωρούνταν σχετικά προνομιούχοι και ήταν. Οι μισθοί ήταν συγκριτικά μεγαλύτεροι από τους μέσους μισθούς των άλλων υπαλλήλων. Οι συνθήκες εργασίας άνετες. Εκτός αυτού, είχαν και άλλα προνόμια, τα οποία δύσκολα έβρισκες σε πολλές άλλες υπηρεσίες. Για παράδειγμα οι καντίνες, με άριστη εξυπηρέτηση και ποιοτικά προϊόντα και οι πωλήσεις προϊόντων, δυσεύρετων για το ευρύ κοινό, που γίνονταν σποραδικά. Δεν ήταν τίποτε ήδη πολυτελείας, ήταν κυρίως είδη διατροφής, που μπορούσες ν’ αγοράσεις με την άνεση σου από τις καντίνες, τη στιγμή που όταν εμφανίζονταν στα καταστήματα έπρεπε να στηθείς για πολύ ώρα -αν όχι και για ώρες- στην ουρά για να τα αποκτήσεις. Ήταν, βέβαια, και το εξαιρετικό εστιατόριο που λειτουργούσε στο εσωτερικό του κτιρίου, και στο οποίο μπορούσαν να φάνε. από το ωραίο μενού του, OL εργαζόμενοι στο ραδιόφωνο, αλλά και εργαζόμενοι παρακείμενων υπηρεσιών, στους οποίους χορηγούνταν ειδικές άδειες εισόδου.
Ιδιαίτερη εντύπωση προκαλούσε και η εξωτερική εμφάνιση των εργαζομένων, που ήταν πολύ περισσότερο περιποιημένοι από τον μέσο όρο. Ένα ακόμη χαρακτηριστικό, ήταν ότι κυριαρχούσε το γυναικείο στοιχείο κάθε ηλικίας. Ειδικά στους χώρους ηχογράφησης και εκπομπής. Αυτό, βέβαια, είχε και σαν αποτέλεσμα να δημιουργούντα διάφορα ειδύλλια, νόμιμα και μη.
Γρήγορα βρήκα κοινή γλώσσα με πολλούς από τους ανθρώπους της Ελληνικής Σύνταξης και όχι μόνο. Κάναμε διάφορα γλέντια σε σπίτια και εκεί, κυρίαρχο ήταν το ελληνικό στοιχείο, όσον αφορά τα εδέσματα και τη μουσική. Κράτησα για πολλά χρόνια, μετά την αποχώρηση μου, σχέσεις μαζί τους, αλλά δυστυχώς η ζωή συχνά βάζει τους δικούς της όρους.
Για δυο ανθρώπους θέλω να μιλήσω εδώ, εκτός από τον Στεπάν, που ανέφερα πιο πάνω. Κατ’ αρχήν για τον Κόστια. Ήταν γύρω στα 50, μετρίου αναστήματος, περπατούσε μαζεμένος και η όλη εμφάνιση του σε έκανε να νιώθεις ότι πάντα κάτι φοβάται, ότι από κάπου περιμένει κάτι κακό… Μιλούσε πάντα χαμηλόφωνα, αλλά ακόμη και στον λόγο του, είτε στα ελληνικά, είτε στα ρωσικά, ένιωθες την αβεβαιότητα και τον φόβο. Ο ίδιος, ποτέ δεν μιλούσε για τον εαυτό του, ούτε για την οικογένεια του. Όλοι, όμως, ήξεραν, ότι στα νιάτα του είχε πέσει θύμα σταλινικών διώξεων και είχε περάσει κάμποσα χρόνια σε στρατόπεδο συγκέντρωσης. Δούλευε στη Σύνταξη και έκανε και ρεπορτάζ για θέματα ελληνικού ενδιαφέροντος. Μερικές φορές, τον χρησιμοποιούσαν και σαν διερμηνέα. Δεν θα ξεχάσω μια εκπομπή της Σοβιετικής τηλεόρασης, στην οποία παρουσιαζόταν ζωντανά η συνέντευξη μιας Ελληνίδας σκηνοθέτριας, ένα ντοκιμαντέρ επιστημονικού ενδιαφέροντος της οποίας, μόλις είχε προβληθεί. Ο Κόστια είχε τόσο πανικοβληθεί, που άλλα άκουγε και τελείως άλλα μετέφραζε. Μέσα στον πανικό του, όμως, κατάφερε να μην καταλάβουν τίποτε ούτε η σκηνοθέτρια, ούτε ο παρουσιαστής, ούτε το ευρύ κοινό, εκτός από εκείνους που ήξεραν ελληνικά. Μετά τη συνταξιοδότηση του, πριν περίπου 30 χρόνια, μέσα στη θύελλα της περεστρόικα και των αλλαγών που συντελέστηκαν στη χώρα, τα ίχνη του χάθηκαν. Δεν ξέρω αν πρόφτασε να επισκεφθεί την πατρίδα των προγόνων του, και θέλω να ελπίζω ότι έζησε ήρεμα τα τελευταία χρόνια της ζωής του, έχοντας αποβάλλει τους φόβους που τον κυνηγούσαν.
Ήταν και η Ίννα, Ιννέσα ολόκληρο το όνομα της. Ρωσίδα που είχε σπουδάσει τα ελληνικά και τα μίλαγε άνετα, με μια ελαφριά προφορά. Είχε ξεκινήσει από γραπτές μεταφράσεις και σιγά σιγά εξελίχθηκε σε εκφωνήτρια, ενώ εξακολουθούσε να συμπληρώνει το εισόδημά της με μεταφράσεις και αναλαμβάνοντας διερμηνείες σε κάποιες περιπτώσεις, όπως για παράδειγμα στη Διεθνή Έκθεση Θεσσαλονίκης, στο Σοβιετικό περίπτερο. Όταν τη γνώρισα εγώ, ήταν πάνω από τα σαράντα και ήταν ανύπαντρη. Ήταν χαρακτήρας εξαιρετικός, η προσωποποίηση της καλοσύνης. Μέχρι σήμερα, δεν μπορώ να καταλάβω πώς έμεινε ανύπαντρη. Είχε αφιερώσει όλη της τη ζωή στη δουλειά, στο σκι -που της άρεσε να πηγαίνει στην άδεια της, την οποία έπαιρνε συνήθως τον χειμώνα- και στον αδερφό της και την οικογένεια του. Συμπαθούσε εύκολα τους ανθρώπους και ήταν πάντα πρόθυμη να τους βοηθήσει όταν είχαν την ανάγκη της. ακόμη κι αν δεν της το ζητούσαν. Αυτή η πλευρά της και η αδυναμία της να πει «όχι» σε κάθε παράκληση, συχνά την καθιστούσαν αντικείμενο εκμετάλλευσης. Η ίδια το καταλάβαινε, της το λέγαμε και οι υπόλοιποι φίλοι της. αλλά και πάλι δεν μπορούσε να αρνηθεί. Δεθήκαμε με μια δυνατή φιλία, που κράτησε χρόνια πολλά μετά την επιστροφή μου στην Ελλάδα. Στα ταξίδια μου στη Μόσχα πάντα συναντιόμασταν. Δούλευε στον σταθμό μέχρι που σταμάτησαν οι ελληνικές εκπομπές. Ύστερα, όταν τη θέση τους πήραν οι ειδήσεις στην ιστοσελίδα του ραδιοφώνου, ασχολιόταν με μεταφράσεις, παρότι ήταν συνταξιούχοι. Άλλωστε, οι μίζερες συντάξεις δεν έφταναν για να επιβιώσεις. Κάποια στιγμή, εγκατέστησε το skype και αρχίσαμε να επικοινωνούμε. Ήταν τόση η χαρά μας, μετά την πρώτη συνομιλία. Λίγες μέρες αργότερα, άφησε την τελευταία της πνοή σε Νοσοκομείο της Μόσχας. Πάντα θα τη θυμάμαι.
……………………………………………………………………
Ευχαριστώ τον Χρήστο Τρικαλινό για την παραχώρηση άδειας για την αναδημοσίευση.
Γιώργος Γούσιας
Σχετικά θέματα:
Μνήμες ραδιοφώνου http://www.gousias.eu/?p=33
Ξένα ραδιόφωνα και αντιδικτατορικός αγώνας http://www.gousias.eu/?p=597
Κώστας Βάρναλης (διήγημα του από τον ραδιοφωνικό σταθμό της Μόσχας) http://www.gousias.eu/?p=853
“Εδώ ραδιοφωνικός σταθμός Βουδαπέστης…” http://www.gousias.eu/?p=950
Κάλαντα του 1971 (από τον ραδιοφωνικό σταθμό Βουδαπέστης) http://www.gousias.eu/?p=1046