Λιάνα Τσιρίδου, Μην τη φοβάσαι τη νύχτα, σύμμαχος είναι
Φλαγγίνειο 22.09.2021
Εισήγηση της Μαρίας Καμονάχου
Δρ Ιστορίας -συγγραφέας
Καλησπέρα σας,
Παρουσιάζουμε απόψε το βιβλίο της Λιάνας, που, όπως ξέρετε, έχει τον τίτλο «Μην τη φοβάσαι τη νύχτα, σύμμαχος είναι…». Είναι μια φράση από ένα κείμενό της που βρίσκεται στο βιβλίο με τον αριθμό 15 και έχει τίτλο Η αγκαλιά της νύχτας.
Στην αρχή νόμισα ότι αναφέρεται στη νύχτα-νύχτα, την άυπνη και εφιαλτική νύχτα ή ακόμη και τη μεταφυσική νύχτα, που συνήθως μας επισκέπτονται τα ατομικά μας δαιμόνια. Είναι έτσι, αλλά και δεν είναι. Η νύχτα η δική της είναι λιγάκι μετατοπισμένη νωρίτερα. Αναφέρεται στην απογευματο-βραδινή μας απόσυρση, την αναδίπλωση του εαυτού στο καταφύγιό του, και στις επουλωτικές της ιδιότητες. Πώς γίνεται αυτό; με τις ανθρωπολογικού τύπου συνταγές: ένα ποτήρι κρασί, μουσική ένα χάδι, αυτά, εν ολίγοις τα μίνι-οπιούχα στοιχεία καθημερινής περιποίησης και εξαγνισμού που εφηύραν οι άνθρωποι για την απαλλαγή τους από το ρύπο της ημέρας. Αλλά και για να αντέξουν την αυριανή επανάληψη. Σημειωτέον ότι οι αρχαίες αυτές συνταγές δεν αφήνουν κανένα από τα τρία συμβατικά στοιχεία του ανθρώπου (την ψυχή, το πνεύμα αλλά και το σώμα) ανεπούλωτο, αδιακόνητο. Και αυτό αφορά όχι μόνο τις εφήμερες πληγές ή τα καθημερινά απορρίμματα που έρχονται και κάθονται πάνω μας και μας βεβηλώνουν, αλλά και πράγματα παλιά, ξεχασμένα-«αξέχαστα» –όπως τα ονομάζει και η ίδια χαρακτηριστικά, πράγματα που χάσκουν ανοιχτά σε χρόνο πολύ περασμένο και που χρειάζονται κι αυτά τη φροντίδα μας. Το εσπερινό treatment. Γι’ αυτά, κυρίως γι’ αυτά, χρειάζεται ένα τέταρτο επουλωτικό στοιχείο, που η Λιάνα δεν το αναφέρει –και δεν το αναφέρει, επειδή το κάνει. Και το στοιχείο αυτό είναι η αφήγηση. Οι μικροί ή μεγάλοι δαίμονες του παρελθόντος, για να ησυχάσουν, χρειάζονται την κατευναστική ιδιότητα του εκπεφρασμένου λόγου, της αφήγησης. Ξένα και δικά μας «ανομήματα» ξεπλένονται στα λουτρά του λόγου. Δεν είναι κάτι καινούριο. Είναι ένα αρχαίο στοιχείο της ανθρώπινης ιστορίας –μάλιστα ίσως και αυτό που ονομάζουμε Ιστορία (με γιώτα κεφαλαίο), γραπτή Ιστορία, αλλά και προφορική, βεβαίως, να ανήκει εν μέρει στις συλλογικές ιατρικές συνταγές. Μάλιστα, στις παρωχημένες εποχές, η συνταγή ήταν πιο πλήρης, πιο αποτελεσματική και πιο απομνημονεύσιμη. Γιατί η αφήγηση ήταν έμμετρη ή ακόμη και τραγούδι. Έτσι, με το ρυθμό και τη μελωδία τα περιστατικά αυτά όχι μόνο γινόταν κοινό κτήμα –όπως, καλή ώρα, γίνεται τώρα με το βιβλίο, αλλά αυτονομούνταν ευκολότερα κιόλας. Έτσι, στο εξής, ο κάθε άνθρωπος ελευθερωνόταν απ’ αυτά και είχε μερτικό, δηλαδή, προσωπική εμπλοκή στην ιστορία, σχεδόν όσο και οι υπόλοιποι .
Αυτά που λέω εγώ (ή θα πω) με τόση φλυαρία, η ίδια η Λιάνα τα λέει συνοπτικά –εδώ, θέλω να χρησιμοποιήσω τα ίδια της τα λόγια. Λέει ότι πρόκειται «για μικρές και πολύ μικρές ιστορίες για την αγάπη, την οδύνη, τη μοναξιά, τη συμφιλίωση. Πρόκειται για μικρά και πολύ μικρά βήματα στο μέσα μας, στα γελαστά, στα δακρυσμένα, στα ανομολόγητα. Μικρές και πολύ μικρές ματιές, στα κοινά μας, στα γνώριμα και στα ξεχασμένα. Σε όσα ψάχνουν χαραμάδα στο φως».
Τα μικρά κείμενα της Λιάνας, στο «Μην τη φοβάσαι τη νύχτα…» είναι ποικίλα. Στο πρώτο μέρος του βιβλίου, στην ομάδα που ονομάζεται «Μικρές σαββατιάτικες ιστορίες», υπάρχουν πολλά κείμενα που θα τα κατατάσσαμε στην κατηγορία «ερωτικά». Άλλα, σ’ αυτήν την ομάδα, αλλά και στις ομάδες κειμένων που ονομάζονται «ιστορίες του λοκ ντάουν» αλλά και «ιστορίες μιας χρονιάς» θα τα χαρακτηρίζαμε «κοινωνικά» -στα «κοινωνικά θα βάζαμε και τα αποκλειστικά «γυναικεία», τα «φεμινιστικά» και τα «προσφυγικά». Άλλα, είναι εντελώς «προσωπικά». Άλλα, πάλι «νοσταλγικά». Και το ερώτημα που προκύπτει είναι το εξής:
Είναι αυτά τα κείμενα διηγήματα;
Όχι όλα, αλλά αρκετά, θα μπορούσαν να καταταγούν στην κατηγορία των mini διηγημάτων, που, κυρίως την τελευταία δεκαετία, έχουν γίνει πολύ της μόδας. Διηγήματα του metro, τα λένε και κάποιοι. Μικρά, εύληπτα, εύστοχα, ευανάγνωστα. Το βιβλίο θα μπορούσαμε να το πούμε και pocket book, βιβλίο τσέπης, όχι μόνο, επειδή είναι μικρό και χωράει υποτίθεται στην τσέπη μας, αλλά με την έννοια ότι το ίδιο είναι μια «τσέπη». σαν εκείνες τις βαθιές, μαγικές τσέπες των παλιών γιαγιάδων –τα μικρά φαρμακεία, που ήταν γεμάτα με υλικά φροντίδας: ζαχαρωτά, φρούτα, καραμέλες, φυλαχτά, παραμάνες και κλωστές, αμύγδαλα. Είναι μικρά, στρωτά, εύληπτα και αναφέρονται, επαναλαμβάνω , στην αγάπη, την οδύνη, τη μοναξιά, τη συμφιλίωση κι εγώ θα πρόσθετα, στην κατάθλιψη, τη φιλία, τα αδελφικά συμπλέγματα, τις συμβάσεις, την ασχημοσύνη της νεότητας, στο κατοικείν, την αρρώστια, τη βιολογική φθορά και το γήρας. Και ποιος δεν έχει μια χαμένη αγάπη, ένα μικρό ή μεγάλο κρίμα, ποιος δεν βλέπει να μεγαλώνει και να γερνάει ή την αδυναμία του να συντροφεύσει, όπως πρέπει, τους γονείς του στο γήρας, δεν έχει ανεκπλήρωτες επιθυμίες (όπως π.χ. εκείνος «ο αταξίδευτος» του βιβλίου), ελπίδες, μικρούς ή μεγάλους αγώνες, οι οποίοι, σημειωτέον, στο βιβλίο εκφράζονται όλοι με τα παπούτσια (τα φθαρμένα παπούτσια του μετανάστη που φθάνουν στην ανυποδησία, το χαμένο παπούτσι της ηλικιωμένης πριν χρόνια σε κάποια διαδήλωση, στη Σταδίου, τις δανεικές κόκκινες γόβες της νεαρής που βγαίνει στο πρώτο της ραντεβού.
Το πιο μικρό της κείμενο καταλαμβάνει μιάμιση γραμμή. Είναι όμως σπαρακτικό. Σας το διαβάζω:
«Καταλαβαίνω. Ασφαλώς. Ασφαλώς και καταλαβαίνω. Μόνο που εξακολουθεί να πονάει».
Και μόνο γι’ αυτή τη μιάμιση γραμμή θα μπορούσαμε να μιλάμε όλο το βράδυ. Θα μπορούσε, κάλλιστα, να αναφέρεται σε μια ερωτικά απιστία. Ή μια απιστία-προδοσία εν γένει. Θα μπορούσε όμως ν’ αναφέρεται και σ’ έναν θάνατο. Ή, απλούστατα, στη εκδορές του παιδιού στο παιγνίδι. Σε κάθε περίπτωση, όμως, σ’ ένα ακούσιο ή εκούσιο τραύμα που φέρουμε και που οδήγησε στο σπάσιμο ενός δεσμού, μιας ιδιαίτερης ακεραιότητας και που όση κατανόηση κι αν επιδείξουμε, ακόμη-ακόμη και συγχώρηση, ο πόνος, ο σοφός πόνος, είναι ακόμη εκεί. Παραμένει. Και παραμένει, γιατί έχει το δικό του χρόνο θεραπείας. Για να καταλήξουμε στο τέλος ότι και ο πόνος, η διάρκεια, δηλαδή, του πόνου, είναι κι αυτός σύμμαχος. Κι ότι ποτέ δεν φεύγει, αν δεν αφήσει εκεί τη σοφία του. Τότε ακριβώς ολοκληρώνεται και η κατανόηση και η συγχώρηση. Τα υπόλοιπα είναι κοινωνικά comme il fau ή συνδρομή από ψυχολογικά πρωθύστερα ή επιχειρήσεις κατευνασμού από ορθολογιστικά στρατόπεδα συμμαχικά ή φιλικά, που, όσο εμείς πονάμε, τα βλέπουμε σαν στρατόπεδα, δεν θέλω να πω εχθρικά, αλλά τουλάχιστον, ουδετέρων.
Ο χρόνος, αν και δεν φαίνεται με τη πρώτη ματιά, είναι κυρίαρχος στο βιβλίο. Εγώ επέλεξα τρεις χρόνους:
1. «η αχρονία των ερώτων»
Έτσι, από τα ερωτικά κείμενα της Λιάνας, ξεχώρισα ένα μικρό κείμενο στη σελίδα 14, που έχει τον τίτλο «Τολμάς;» και που, εν ολίγοις, εκείνη θα του έλεγε, «αν της επιτρεπόταν», θα του έλεγε, λοιπόν, «πάμε να φύγουμε από δω…, πάρε με όπου νάναι…», κλπ. και θυμήθηκα αυτό που μου είχε εμπιστευθεί κάποτε μια φίλη μου, αρκετά αποκαρδιωμένη, όταν γύρισε από ένα μικρό ταξιδάκι που είχε πάει με τον εραστή της στην Ιταλία (στη Ρώμη), όπου εκεί, σαν ερωτικό ζευγάρι, πέρασαν καλά και περίκαλα, αλλά…, αλλά…, εκεί, της είχε πει εκείνο το αμίμητο «αχ, πόσο θα σ’ αγαπούσα στην Ιταλία!». Και που, όπως καταλαβαίνετε, τότε, το χλευάσαμε όσο δεν έπαιρνε. Όμως τώρα καταλαβαίνουμε ότι η φράση αυτή στο κέντρο της έχει μια τρομερή αλήθεια:
Ότι οι ρόλοι που κουβαλά ο καθένας μας, τόσο οι οικογενειακοί-συγγενικοί, όσο και οι κοινωνικοί, πολλές φορές, δεν επιτρέπουν στον έρωτα να βιωθεί στην ολότητά του και μάλιστα «εν ελευθερία». Κάθε ερωτικό ζευγάρι είναι ένα ζευγάρι «πρωτόπλαστο» πάνω στη γη με τα πλάσματά της και όπου δεν υπάρχει καμία διαμεσολάβηση. «θα σε πάρω να φύγουμε, σ’ άλλη γη, σ’ άλλα μέρη, που κανένα δεν ξέρουμε και κανείς δεν μας ξέρει». Το «πρωτόπλαστο» ζευγάρι όμως, αφού έζησε την ένωσή του σ’ ένα χρόνο άχρονο, ακούει ξαφνικά από ψηλά τη βροντερή φωνή του Θεού που σπάει την ερωτική φυσαλίδα με το προδιαγεγραμμένο τέλος. Πώς τη σπάει; Ρίχνοντας ρόλους. Από τον ουρανό πέφτουν οι ρόλοι. Κατ’ αρχήν λέει : «Αδάμ, πού εί;». Βγες από κεί που κρύβεσαι. Τέλος! Στο εξής θα είσαι πατέρας και σκληρά εργαζόμενος. Θα γνωρίσεις τον κόπο! Και σύ, Εύα, θα γίνεις μητέρα και θα γνωρίσεις τον πόνο. Έτσι, από τη μία στιγμή στην άλλη, το ζευγάρι φορτώνεται τους βασικούς ρόλους του βίου. Αυτή η επιδίωξη, η επιθυμία του ερωτικού ζευγαριού για την ετεροτοπία, στην πραγματικότητα είναι επιθυμία για «α-χρονία». Θέλω να μπω σ’ έναν άχρονο χρόνο, γυμνός από συνθήκες (σαν πρωτόπλαστος) έχοντας απλώς τη γνώση ότι είμαι μέρος της πλάσης, η οποία πλάση, όπως κι εγώ, είναι απασχολημένη μόνο με τις ζωτικές της διεργασίες. Τους Ρομάνους, ο εραστής της ιστορίας μας, τους βλέπει σαν απλά πλάσματα της γης, κάτι σαν ελάφια που είτε κάθονται στις σκιές είτε μετακινούνται για βοσκή. Και τη Ρώμη σαν το φυσικό τους περιβάλλον, το βοσκοτόπι και την κοίτη τους. Βέβαια, όλο αυτό είναι τόσο εύθραυστο που αρκεί η παραμικρή, η πιο αμελητέα, θεσμική επαφή ή γνωριμία –η γνωριμία, ας πούμε με το γκρουμ του ξενοδοχείου ή μια ματιά στα εισιτήρια επιστροφής, για να σπάσει. Ωστόσο, η ανθρώπινη επιθυμία για την αποτίναξη των ρόλων, υπάρχει. Κι όχι μόνο στον έρωτα. Γι’ αυτό, οι νεότεροι παρόντες ούτε να κακοκαρδίσετε ούτε να χλευάσετε αν κάποιος σας δηλώσει ότι θα σας αγαπούσε πολύ στην Ιταλία και μην πείτε «αγάπα με εδώ, στην Ελλάδα, γιατί, δηλαδή, δεν μπορείς να μ’ αγαπήσεις εδώ;» Η ερωτική ένωση είναι μια φυσική τελετουργία που γίνεται πάνω στη γη και που όσο μεγαλύτερη είναι η πραγματική και συμβολική της γυμνότητα, τόσο πιο ολοκληρωμένη εν ελευθερία είναι. Αυτό φαίνεται καλύτερα στους λεγόμενους «παράνομους εραστές». Που η α-χρονία της συνεύρεσής τους είναι πνιγμένη, περιορισμένη. Δεν είναι κυρίαρχη. Κυρίαρχη σ’ αυτούς είναι η α-τοπία. Το «παράνομο ζευγάρι» είναι καταδικασμένο σε α-τοπία. Ο κόσμος σμικρύνεται στα όρια ενός δωματίου ή ενός κρεβατιού. Εκεί, ζουν μια προσποίηση ανυπαρξίας ρόλων, μια προσομοίωση της εν ελευθερία ερωτικής σχέσης, που, επειδή «γλώσσα λανθάνουσα την αλήθεια λέγει», πολλές φορές, την ονομάζουν «πάθος». Και η λέξη «πάθος» - που βγαίνει από το πάσχω, σημαίνει αρρώστια, πάθημα της ψυχής.
2. Ο χρόνος της καραντίνας
Τα κείμενα 81-96, δεκαπέντε, δηλαδή, κείμενα γράφτηκαν την περίοδο του σφραγίσματος, του κλειδώματος ή, όπως θα μείνει στη φρασεολογία του συρμού, την περίοδο του λοκ-ντάουν. Παραδόξως όμως, δεν αναφέρονται σ’ αυτό, αλλά μόνο ένα. Κι αυτό, θα έλεγε κανείς δυνητικά. Γιατί, θα μπορούσε η ηρωίδα, σαν ηλικιωμένη, απλά να ξεχνά ή να συγχέει κάπως τις ημερομηνίες. Έτσι, η κυρία Ιωάννα νόμιζε ότι έχει τη γιορτή της σήμερα, εφτά του μηνός [Ιανουαρίου, φαντάζομαι], αλλά δυστυχώς, περίμενε όλη την ημέρα και δεν της ευχήθηκε κανείς. Ούτε και κανείς της τηλεφώνησε, συμπεριλαμβανομένης και της κόρης της, αφού ο μήνας είχε έξι χάνοντας [προφανώς η κυρία Ιωάννα ξέχασε και τα Θεοφάνεια]. Μ’ αυτή, λοιπόν, τη μικρή ιστορία η Λιάνα έθεσε το ζήτημα της από-ημερολογιοποίησης του χρόνου την περίοδο της καραντίνας. Ξαφνικά, όλοι το νοιώσαμε αυτό, μπήκαμε σε μια μεγάλη, αργόσυρτη μέρα χάνοντας «αυγά και πασχάλια». Ακόμα και η φράση αυτή σήμαινε κάποτε την αδυναμία ή τη σύγχυση που προκάλεσε η περί το Πάσχα προσπάθεια διευθέτησης του εκκλησιαστικού ή, καλύτερα, ιεροπρακτικού χρόνου. Το ίδιο περίπου έπαθαν οι άνθρωποι και στις αρχές του 19ου αι. με τις ιταλικές και τις γαλλικές ώρες, κάτι ανάλογο συνέβη και το 1923 με την εισαγωγή του γρηγοριανού ημερολογίου (που η 1η Μαίου ονομάστηκε 13η ), αλλά που ο κόσμος της υπαίθρου υπολόγιζε τις γεωργικές του εργασίες σύμφωνα με το ιουλιανό ημερολόγιο –τουλάχιστον μέχρι το 1960. Μ’ αυτά θέλω να πω ότι η ακολουθία με τις πολιτικές ημέρες (όπου πολιτική= κοσμική, αστική, κοινωνική= εργασία, σχολείο, αγορά μετακινήσεις, γιορτές) έσπασε όπως την ξέραμε και νοιώσαμε ότι μπήκαμε σε μια μεγάλη αργία, εν μέρει κοινωνικού τύπου και εν μέρει θρησκευτικού, αλλά χωρίς θρησκεία και πίστη. Γιατί μόνο τις μεγάλες γιορτές (Χριστούγεννα, Πάσχα) δεν μετακινούμαστε παραμένοντας εδραίοι. Η ηρωίδα μας, η κυρία Ιωάννα, έχασε το μέτρημα. Την επανέφερε σ’ αυτό η κόρη της την επόμενη, «εφτά του μήνα, μητέρα, και χρόνια πολλά». Έτσι μ’ αυτό το διήγημα η Λιάνα μας έβαλε στο χρόνο της καραντίνας που κυλούσε αδιαφοροποίητος. Και γιατί από-ημερολογιοποιήθηκε εκ των πραγμάτων, αλλά και γιατί περιέπεσε σε ανωνυμία. Ιανουάριος, Φεβρουάριος, Δευτέρα, Τρίτη, Τετάρτη… δεν μας έλεγαν τίποτα πιά. Από πολιτικός ο χρόνος έτεινε να γίνει απλά φυσικός: ημέρα – νύχτα.
Στην ελληνική μυθολογία οι όψεις του χρόνου φαίνονται στην υφαντική. Στην Καλυψώ π.χ. που είναι νύμφη, ο χρόνος είναι συμπαντικός. Η Καλυψώ διαρκώς υφαίνει. Αλλά δεν υφαίνει τίποτε το συγκεκριμένο. Υφαίνει σχοινοτενή υφάσματα, ουρανομήκη πανιά, βηλάρια. Η Πηνελόπη υφαίνει κι αυτή, αλλά υφαίνει συγκεκριμένο υφαντό (το σάβανο του Λαέρτη). Τη μέρα όμως το υφαίνει και το βράδυ το ξηλώνει. Η ύφανση δεν προχωρά. Τι σημαίνει αυτό; ότι ο κοινωνικός της χρόνος, αλλά και ο ιστορικός χρόνος του βασιλείου, όσο λείπει ο βασιλιάς είναι παγωμένος. Μόνο ο φυσικός χρόνος έμεινε στην Ιθάκη. Ημέρα – νύχτα. Υφαίνω-ξηλώνω. Η πανδημία μας έκανε να καταλάβουμε ότι η μεγάλη, ατελείωτη μέρα που ζήσαμε δεν ήταν και η μοναδική. Και ότι ο κόσμος πολλές φορές –αρώστειες, τρομερά φυσικά φαινόμενα μεγάλης διάρκειας, εξόκειλε από τον πολιτικό-κοσμικό χρόνο, στο χρόνο τον αδιαφοροποίητο. Μας το είχαν ψιθυρίσει στ’ αυτί μύθοι και παραμύθια μιλώντας μας για μαγεμένα και παγωμένα βασίλεια, αλλά δεν είχαμε την εμπειρία του. Τώρα, σαν την κυρία Ιωάννα του μικρού διηγήματος της Λιάνας, αυτή την εμπειρία την λίγο-πολύ έχουμε όλοι.
3. Η συγχρονία
Αντιθέτως, το ζήτημα του βιολογικού χρόνου και κατά συνέπεια του γήρατος η συγγραφέας το θέτει σε δύο-τρία διηγήματα (46. Σώμα προδότης, 47. Άχρηστη σοφία). Θέλω να παρατηρήσω ότι το ζήτημα αυτό η συγγραφέας δεν το αντιμετωπίζει με καρτερία. Αντιθέτως δυσανασχετεί, επαναστατεί. Νομίζει κανείς ότι την ιδέα της φθοράς και του γήρατος θέλει να τη χαστουκίσει. Εκεί που διαφοροποιούνται κάπως τα πράγματα είναι στο κείμενο 106 (που έχει τον τίτλο Οκτώβριος) που φοράει το κασμιρένιο παλτό της νεκρής της μητέρας κι αρχίζει ν’ αποκτάει τα χούγια της: μιλάει σε αγνώστους, δίνει συμβουλές, ρίχνει τον οβολό της στο καπέλο του επαίτη, αγκομαχάει και ξεφυσάει στις ανηφόρες, μιλάει περισσότερο για τα περασμένα κλπ. μέχρι που νομίζει εν τέλει ότι όλ’ αυτά τα προκαλεί το παλτό. Έτσι, το διώχνει μακριά φορώντας και πάλι τα φαρδιά σπορ μπουφάν της, γιατί, όπως λέει η ίδια «έχει ανάγκη να ξαναενδυθεί τον εαυτό της».
Το κείμενο αυτό ίσως θα έπρεπε να φέρει τον τίτλο «Το παλτό». Μια ανάλυση του κειμένου –πραγματικά πρόκειται για πολύ ωραίο κείμενο, θα ήταν από την πλευρά του καθρέφτη και των ειδώλων, μια άλλη θα ήταν από την πλευρά της στολής και μια τρίτη από την πλευρά, θα λέγαμε της «συγχρονίας». Ας πάρουμε αυτήν:
Το νεογέννητο, όντας ο άρτι επόμενος του κόσμου, δεν είναι φορέας ιστορίας. Ούτε πολιτικής ούτε κοινωνικής. Μεγαλώνοντας όμως γίνεται όλο και περισσότερο. Αλλά μεγαλώνοντας γίνεται και κάτι άλλο: γίνεται προηγούμενος. Προηγούμενος όμως που πηγαίνει χέρι-χέρι με την Ιστορία. Στην ηλικιακή αλυσίδα των ζώντων είμαστε όλοι προηγούμενοι σε σχέση με το νεογνό και τους νεότερους και μάλιστα προηγούμενοι κατά πλάτη. Και επόμενοι κατά πρόσωπο των δικών μας προηγουμένων. Οι έσχατοι επόμενοι είναι όσοι αυτή τη στιγμή βρίσκονται στα μαιευτήρια και οι άμεσα προηγούμενοι είναι οι γονείς μας. Γι’ αυτό λέμε ότι οι γονείς μας είναι το τείχος προστασίας μας απέναντι στο θάνατο. Μόλις πέσει αυτό το τείχος –που συνήθως σημαίνει ότι έχουν πέσει κι όλα τα προηγούμενα, ανοίγει ο δρόμος για μας. Φορώντας το παλτό της νεκρής της μητέρας η ηρωίδα είναι σαν να επισπεύδει αυτό τον ήδη ανοικτό δρόμο αποκτώντας μάλιστα και τα ψευδοσυμπτώματα. Αντιποιείται το ρόλο της νεκρής. Ξαναφοράει, λοιπόν, τα σπορ μπουφάν της καταλαβαίνοντας όχι ότι βιάστηκε, αλλά ότι δεν ανήκει σ’ αυτό το ιστορικό πάτημα. Λέει ότι «έχει ανάγκη να ξαναενδυθεί τον εαυτό της», λέει, δηλαδή, ότι δεν μπορεί να ξεφύγει από τη συγχρονία της.
Το βιβλίο της Λιάνας μου άρεσε. Είναι βάλσαμο για τα κοινά, καθημερινά, ανθρώπινα πάθη. Δεν είναι απλά pocket book. Είναι pocket!