Η δημοσιογράφος και συγγραφέας Τίνα Βαρουχάκη γράφει στο μουσικό περιοδικό TaR για το βιβλίο "Ο Ηχοπλάστης Στέλιος Γιαννακόπουλος"

Τετάρτη, 15 Ιουνίου 2022

Ο ΗΧΟΠΛΑΣΤΗΣ ΣΤΕΛΙΟΣ ΓΙΑΝΝΑΚΟΠΟΥΛΟΣ

Τίνα Βαρουχάκη 
[email protected]
Aπρίλιος  2022

«Ο Στέλιος Γιαννακόπουλος, είναι μια εμβληματική φυσιογνωμία για την ελληνική δισκογραφία, αυτό εν πολλοίς είναι γνωστό. Ωστόσο, χαίρει σεβασμού και εκτίμησης και από τη διεθνή «ηχοληπτική κοινότητα» και δισκογραφική βιομηχανία, αφού οι συνομήλικοι, κυρίως, συνάδελφοι του των θρυλικών στούντιο Άμπεϊ Ρόουντ της ΕΜΙ στο
Λονδίνο, μιλούν με τα θερμότερα λόγια για τον ίδιο και το έργο του. Αυτό όμως που ξεχωρίζει πρωτίστως τον Στέλιο Γιαννακόπουλο ως ηχολήπτη, αλλά και ως άνθρωπο, δεν είναι η ποσότητα, αλλά η ποιότητα. Στο άκουσμα των ηχογραφημάτων όπου φέρουν την υπογραφή του, γίνεται εύκολα αντιληπτή η γνώση και η λεπταισθησία που τον χαρακτηρίζουν ως ηχολήπτη, όπως και ο σεβασμός απέναντι στους καλλιτέχνες και το έργο τους[1]» 
γράφει ο συγγραφέας, Νίκος Πατηνιώτης, προλογίζοντας το βιβλίο, με τίτλο: «Ο ΗΧΟΠΛΑΣΤΗΣ ΣΤΕΛΙΟΣ ΓΙΑΝΝΑΚΟΠΟΥΛΟΣ».

Γεννημένος, στο Ναύπλιο, ο Στέλιος Γιαννακόπουλος θα έλθει «εξ απαλών ονύχων» σε επαφή με τη μουσική, ψάλλοντας στην Εκκλησία, μαζί με τον πατέρα του. Το παρακάτω απόσπασμα είναι χαρακτηριστικό: «Και εγώ είμαι ακόμη γυμνασιόπαιδο στ΄ Ανάπλι. Εδώ, κάθε Μεγάλη Παρασκευή, στην κεντρική πλατεία λαμβάνει χώρα η συνάντηση τριών Επιταφίων. Τον έναν, της Παναγίας συνοδεύει η δική μας χορωδία, όμως και οι άλλοι δυο εκτός από τους ψαλτάδες, συνοδεύονται, λόγω της ημέρας και από ευάριθμες ερασιτεχνικές ομάδες πιστών».[2]

Του δρόμου της ηχοληψίας, προηγήθηκαν πολλοί διαφορετικοί δρόμοι με κοινή, όμως συνισταμένη, τη μουσική. Σε άλλο σημείο του βιβλίου αναφέρει: «….  Και μια μέρα, πέφτει στα χέρια μου μια σελίδα από κάποιο τεχνικό περιοδικό. Το απόκομμα δίνει οδηγίες και σχεδιάγραμμα για την κατασκευή ενός πρωτόλειου ραδιοφωνικού δέκτη μ΄ένα ορυκτό που λέγεται γαληνίτης, μια μπαταρία 4,5 βολτ και ακουστικά. (…) Με αυτό το “κατασκεύασμα”, ακούγαμε Ιταλία, Σόφια, ή κάποιον αραβικό σταθμό»…[3]

Αργότερα με αφορμή και τα ενδιαφέροντά του γύρω από τεχνικά θέματα, αφού αποφοίτησε από το Λύκειο, κατετάγη εθελοντής υπαξιωματικός για πέντε χρόνια. Αφού υπηρέτησε σε διάφορες πόλεις (Κοζάνη, Λάρισα) έγινε επιλοχίας του 3ου Λόχου στο 487 Τάγμα Διαβιβάσεων του Γενικού Επιτελείου Στρατού. Αρχές της δεκαετίας του ΄50, επηρεασμένος από τον στενό του φίλο (και αργότερα κουμπάρο του) Κώστα Νόνη, ο οποίος σπούδαζε στο Εθνικό Ωδείο, εγγράφεται και ο ίδιος. Μαθητεύει για τρία χρόνια στη Χορωδία που διευθύνει ο Καθηγητής Αλέκος Κόντης και μετά από τις απαραίτητες μουσικές σπουδές στο Εθνικό Ωδείο, αξιώνεται Πτυχίου Ωδικής.

Τον Μάϊο του 1953, μετά από εξετάσεις -και το απαραίτητο, δυστυχώς την εποχή εκείνη, πιστοποιητικό κοινωνικών φρονημάτων- εισήχθη στη Σχολή του ΕΙΡ (Εθνικού Ιδρύματος Ραδιοφωνίας) και εξειδικεύτηκε στο Τμήμα Τεχνολογίας Ραδιοθαλάμων. Τον Ιούλιο του 1955, διορίζεται στο τεχνικό προσωπικό του ΕΙΡ. Λίγο αργότερα, εργάζεται στο υπόγειο στούντιο ΕΡΑ της στοάς Νικολούδη. Για αυτή την περίοδο της ζωής του, ο συγγραφέας παρατηρεί, μεταξύ άλλων, τα εξής: «Εκεί μου δόθηκε η ευκαιρία να παρακολουθήσω τον Μίμη Πλέσσα με τον κονφερασιέ, και όχι μονο, Γιώργο Οικονομίδη (1916-1985) να αναζητούν ταλέντα, όπως και τον τρόπο με τον οποίο ο πρώτος συνόδευε την κάθε φωνή όταν έκαναν ακροάσεις. Εισέπραξα, τότε την αίσθηση ότι ο Μίμης ήταν ένας «μάγος». Όχι μόνο γιατί έβρισκε αμέσως τον τόνο, μα ιδιαίτερα για τον τρόπο με τον οποίο «ρυμουλκούσε» τη φωνή σ΄ένα υπαρκτό τόνο, αφού πολλοί από τους υποψήφιους τραγουδιστές άρχιζαν με μια φωνή που θα έλεγε κανείς ότι έβγαινε από τη χαραμάδα που σχηματίζουν δυο διπλανά πλήκτρα στο πιάνο»[4]Η δίψα του κ. Γιαννακόπουλου για μάθηση, ήταν πέρα και πάνω από τα όποια τυπικά προσόντα. Απευθυνόμενος στον Μίμη Πλέσσα, ζήτησε κατευθυντήριες οδηγίες για το πώς θα μπορούσε να διαβάζει και να παρακολουθεί την παρτιτούρα του μαέστρου. Εκείνος τον παρέπεμψε στις εκδόσεις της  «Ντόϊτσε Γκράμοφον», όπου  βινύλια προκλασικής μουσικής, συνοδεύονταν από την παρτιτούρα του μαέστρου, το οποίο όντως έπραξε, ακούγοντας βινύλια στο πικάπ και παρακολουθώντας την παρτιτούρα: «Και όλα αυτά διότι πίστευα ότι κάποιες στοιχειώδεις γνώσεις πρώτον θα διευκόλυναν στη γνώση της δομής του έργου  και δεύτερον θα ήταν μία βάση συνεννόησης όχι μόνο με τους δημιουργούς, αλλά και τους μουσικούς επιμελητές που έντυναν τις εκπομπές λόγου και τέχνης. Ο στόχος ήταν το αναγκαίο μοντάζ να είναι πάντα κομψό και στο μικρότερο δυνατόν χρόνο[5]».

Αργότερα, το ΕΙΡ αποφάσισε να τον μεταθέσει στη Ρόδο. Όμως καθυστέρησε τη μετάθεσή του,  μέχρι να ολοκληρώσει τις μουσικές του σπουδές και τo 1961 να λάβει Πτυχίο Ωδικής: «Η ευεργεσία του Αλέκου Κόντη, καθώς και ο ρόλος του ολοκληρώθηκαν»[6] παρατηρεί ο ίδιος. Με τη λήψη του Πτυχίου, το ΕΙΡ θέτει σε εφαρμογή τη μετάθεσή του για τη Ρόδο. Εκείνος την αρνείται και έτσι το 1961 αναγκάζεται σε παραίτηση. Αυτή η «σοφή» κίνηση, που στάθηκε η αφορμή για να συνεργαστεί με την Κολούμπια, δημιούργησε τις προϋποθέσεις για να εξελιχθεί στη σπουδαία προσωπικότητα που είναι σήμεραΤην ίδια χρονιά, ο κουμπάρος του Κώστα Νόνης μεταβαίνει στη Γερμανία για μετεκπαίδευση. Έτσι ο Στέλιος Γιαννακόπουλος τον αντικαθιστά ως καθηγητής μουσικής. Αργότερα θα συνεργαστεί με τον Θίασο του σκηνοθέτη Δημήτρη Μυράτ (1908-1991), την οποία θα παινέψουν όλες οι στήλες του τύπου» (σ.σ. και παραθέτει στο βιβλίο αποσπάσματα από εφημερίδες της εποχής). Ο  κ. Στέλιος Γιαννακόπουλος, εξήρε τα γνωστικά οφέλη  από αυτή τη συνεργασία: «Εκτιμώ ότι η συμμετοχή μου στις πρόβες συνέτεινε στην ολοκλήρωση μιας εμπειρίας στην ορθή εκφορά του λόγου στην οποία η μύησή μου είχε αρχίσει από το στιλ των εξειδικευμένων εκφωνητών του ΕΙΡ και τις αμέτρητες ώρες εργασίας στο κοντρόλ του στούντιο Ι στο Ζάππειο, όπου δόκιμοι ραδιοσκηνοθέτες κατάφερναν να αποσπάσουν από τους ηθοποιούς τον πρέποντα ήχο, γιατί στο ραδιόφωνο η φωνή είναι η “ατμομηχανή” που κινεί τη φαντασία του ακροατή[7]

Το 1962 αρχίζει η συνεργασία του κ. Γιαννακόπουλου με τον Κεντρικό Ραδιοφωνικό Σταθμό Ενόπλων Δυνάμεων Ελλάδας, τη μετέπειτα ΥΕΝΕΔ(Υπηρεσία Ενημερώσεων Ενόπλων Δυνάμεων), κάνοντας μοντάζ και βοηθώντας τις ηχογραφήσεις μουσικοθεατρικών προγραμμάτων που γινόντουσαν στο μικρό αμφιθέατρο.

Το 1962 θα είναι μια χρονιά σημαντική και για έναν ακόμη λόγο: θα σηματοδοτήσει τη λαμπρή συνεργασία του με την δισκογραφική εταιρεία Columbia. Όπως εξηγεί, από το 1931 που εγκαινιάζεται το Ελληνικό Εργοστάσιο Παραγωγής Δίσκων, υπήρχαν 4 ετικέτες “labels”: “Columbia”, (που μεταβιβάστηκε από τον τότε υπεύθυνο πωλήσεων Δ. Κισσόπουλο στους αδελφούς Λαμπροπουλου, που αντιπροσώπευαν επισήμως την Columpia), “His Master Voice”, “Odeon”, “Parlophone”.   Στο βιβλίο του, ο κ. Γιαννακόπουλος μοιράζεται με τους αναγνώστες πολύ ενδιαφέρουσες πληροφορίες αναφορικά με την ιστορία της Columpia, μέσα από την οποία ζούμε και ένα σημαντικό μέρος της ιστορίας της Ελληνικής Δισκογραφίας.

Την 1η Μαρτίου του 1962, ο Στέλιος Γιαννακόπουλος προσλαμβάνεται επισήμως ως ηχολήπτης στην Ελληνική ΕΜΙ. Στο βιβλίο αναφέρεται και σε σημαντικές προσωπικότητες της εταιρείας,   τον Νίκο Κανελόπουλο, το πρώτο πρόσωπο που γνώρισε στην Κολούμπια, τον παραγωγό Νίκανδρο Μηλιόπουλο και αργότερα τον Διονύση Μηλιόπουλο και βεβαίως τον Διευθυντή Παραγωγής Ευάγγελο Αρεταίο, (μηχανολόγο-ηλεκτρολόγο από το ΕΜΠ και ο οποίος το 1935 πήγε για μετεκπαίδευση στο Λονδίνο και ήταν «μοναδικός Έλληνας εξειδικευμένος φωνολήπτης και χαράκτης δίσκων στο κερί»[8].

Στο βιβλίο, ο αναγνώστης βρίσκει ενδιαφέρουσες πληροφορίες γύρω από την τεχνολογία της ηχογράφησης. Ενδεικτικά αναφέρουμε: «το 1954 που ουσιαστικά σταμάτησε η χάραξη σε κερί, εγκαταστάθηκε στο κοντρόλ του στούντιο 36 το πρώτο μονοφωνικό μαγνητόφωνο τύπου BTR-2 (British Tape Recorders)»(…) Mεταξύ του 1955-56, αντικαταστάθηκε και ο παλαιότερος επιτραπέζιος  μίκτης  τεσσάρων εισόδων με περιστροφικούς διακόπτες (rotary switches) ελέγχου της στάθμης εισόδου, από έναν επίσης επιτραπέζιο και νεότερης τεχνολογίας RS70, που κατασκεύαζε εκείνη την εποχή η EMI[9]».

Σε αυτό το στούντιο 36, «γράφεται και παίζεται το μεγαλύτερο έργο της ελληνικής δισκογραφικής παραγωγής, ο “Επιτάφιος”, σε ποίηση Γιάννη Ρίτσου (1909-1990) και μουσική Μίκη Θεοδωράκη (1925-2021[10])». Ο συγγραφέας, αφού δίνει ορισμένες πληροφορίες για το κλασικό αυτό ηχογράφημα, προβαίνει σε μια σημαντική παρατήρηση: «από τότε άρχισε σταδιακά η ποίηση να κατρακυλάει και να κατεβαίνει στον λαό, όπως και η ζωγραφική, διότι πολλά εξώφυλλα δίσκων από εκείνη την εποχή και μετά, κοσμούνται με έργα σπουδαίων ζωγράφων την ίδιας εποχής»[11]Στην ηχογράφηση συμμετείχε και ο συνθέτης και κιθαριστής, Νότης Μαυρουδής. Στο βιβλίο φιλοξενείται ένα ενδιαφέρον και συγκινητικό απόσπασμα από συνέντευξή του, όπου καταλήγει ως εξής: «Ήταν συγκλονιστικό, δεν μπορώ να περιγράψω τη στιγμή αυτή, ούτε υπάρχει μέτρο να ορίσει πώς ένιωσα, εγώ όμως την κρατώ ως λάφυρο στη ζωή μου.[12]»

Tον Μάϊο του 1964 εγκαινιάζονται οι νέες εγκαταστάσεις του Εργοστασίου της Columbia, το οποίο διέθετε «δυο κύρια στούντιο με ανεξάρτητες αίθουσες ηχοληψίας, τρία δωμάτια τράνσφερ για μοντάζ, χάραξη και τελειοποίηση LP, ενώ από το 1970 και μετά, οργανώνεται σε άλλο ανεξάρτητο κτίριο και τμήμα μάστερινγκ (mastering) για 4 κανάλια  (four track) για παραγωγή κασέτας[13]». Με την πάροδο του χρόνου, η τεχνολογία εξελισσόταν.  «Από το 1964 έως και τα τέλη της δεκαετίας του 1970, ο αριθμός των εισόδων (καναλιών) στις κονσόλες ανέβηκε σταδιακά από 8 σε 16 και 24, αυξάνοντας αντίστοιχα τα κανάλια εγγραφής στα μαγνητόφωνα και τον μέγιστο αριθμό μικροφώνων για την ηχοληψία[14]».  Εκείνη η δεύτερη περίοδος, σημαδεύτηκε από επίσης εμβληματικά ηχογραφήματα.

Χαρακτηριστικό ως προς αυτό είναι το ακόλουθο απόσπασμα: «Ένας από τους πρώτους δίσκους που ολοκληρώθηκαν στις νέες εγκαταστάσεις και μάλιστα σε στέρεο, ήταν οι «Δεκαπέντε Εσπερινοί», του Μάνου Χατζιδάκι. Η ηχογράφησηέλαβε χώρα στο στούντιο Ι με τη REDD.17, υπό την επίβλεψη και ευθύνη του Νίκου Κανελλόπουλου. Στο πιάνο ήταν ο ίδιος ο Χατζιδάκις, στις κιθάρες ο Δημήτρης Φάμπας (1921-1996) και ο Γεράσιμος Μηλιαρέσης (1918-2005), στην άρπα η Αλίκη Κρίθαρη (1928-2020) και στο κοντραμπάσο ο Ανδρεας Ροδουσάκης[15]».  Επισημαίνεται, ότι οι παραπάνω μουσικοί, ήταν «κοινοί παρονομαστές» στις ηχογραφήσεις βινυλίων του Μάνου Χατζιδάκι.

Στο τέταρτο κεφάλαιο του εν λόγω βιβλίου, «Πέντε άλμπουμ και ένα σάουντρακ», ο Στέλιος Γιαννακόπουλος αναφέρεται διεξοδικά σε κάποια ηχογραφήματα που, όπως και τα προηγούμενα, έμειναν στην ιστορία της ελληνικής δισκογραφίας ως «κλασικά».

Για το άλμπουμ «Ο Δρόμος» (σε μουσική Μίμη Πλέσσα και στίχους Λευτέρη Παπαδόπουλου) ο Στέλιος Γιαννακόπουλος αναφέρει, μεταξύ άλλων τα εξής: «Αποτελεί έναν από τους σπουδαιότερους και πιο δροσερούς δίσκους στην ελληνική δισκογραφία, όχι γιατί έχει πουλήσει πάνω από 2 εκατ. αντίτυπα έως σήμερα, αλλά κυρίως γιατί τα τραγούδια αυτά, που γράφηκαν πριν από μισό αιώνα και βάλε, ήταν για να γίνουν κατανοητά πολύ αργότερα και να κρατάνε τη σκέψη μας ορθή».[16]

Στο βιβλίο φιλοξενείται και ένα κείμενο του συνθέτη, Μίμη Πλέσσα για το πώς δημιουργήθηκε ο δίσκος. Αναφερόμενος ειδικώς στη μεγάλη συμβολή του Στέλιου Γιαννακόπουλου, o σπουδαίος συνθέτης, Μίμης Πλέσσας, αναφέρει τα εξής: «…μια επίσης πολύ μεγάλη ευλογία για αυτόν τον δίσκο, ήταν ότι εκτός του ότι ηχογραφήσαμε στα στούντιο της Κολούμπια, στα κουμπιά είχα την τύχη να πέσω επάνω στον Στέλιο Γιαννακόπουλο. Ο Στέλιος με την πείρα και την ευαισθησία του, κατάφερε όχι μόνο να αφήσει απείραχτη τη δύναμη και τη φρεσκάδα των ενορχηστρώσεων, αλλά να ολοκληρώσει τις ηχογραφήσεις σε δέκα ώρες παρά ένα τέταρτο. Λες και οι μουσικοί που ήρθαν για να παίξουν γνώριζαν από πριν το έργο. Δυο μέρες μετά, οι τραγουδιστές έγραψαν μια κι έξω τα τραγούδια. Έτσι αποκτήσαμε το μάστερ του Δρόμου και ένα δίσκο που για μας ήταν ακριβή στιγμή κατάθεσης ψυχής και που έγινε ορόσημο στην ελληνική δισκογραφία[17]».

Για το ηχογράφημα «Ο Σκληρός Απρίλης του ΄45» ο Στέλιος Γιαννακόπουλος, εξηγεί πώς συνδύασε τεχνικά τον αυτοσχεδιασμό του Θανάση Πολυκανδριώτη συνοδεία μιας μικρής ορχήστρας και τον δεύτερο αυτοσχεδιασμό του ιδίου, σε χωριστό κανάλι, χωρίς συνοδεία ορχήστρας. «Ο “χορός" των οργάνων οκτώ και επτά, παρακινεί τον ηχολήπτη να ακούσει μόνος του, μονάχα τα κανάλια επτά και οκτώ και μια άλλη μέρα να παρουσιάσει στο συνθέτη μια μίξη με δυο σολίστες αριστερά-δεξιά». Ο συνθέτης που συνηθίζει να βλέπει σαν συνεργάτη, σαν συνεργάτες όσους παίρνουν μέρος στη δουλειά του και όχι μόνο σαν εκτελεστές, ακούει με ενδιαφέρον, κάνει κάποιες διορθώσεις, επηρεάζεται από το αριστερά-δεξιά και το ονοματίζει “ο καθρέφτης”». (….) «Με αφορμή το τελικό αποτέλεσμα και την τεχνική του «καθρέφτη» αρκετές εφημερίδες και περιοδικά έκαναν τότε αρκετά αφιερώματα γύρω από τις τεχνολογικές δυνατότητες και το ρόλο του ηχολήπτη στο ηχογράφημα[18]» παρατηρεί ο κ. Στέλιος Γιαννακόπουλος.

Για ένα από τα σπουδαιότερα ηχογραφήματα της ελληνικής δισκογραφίας όλων των εποχών «O Μεγάλος Ερωτικός», ο Στέλιος Γιαννακόπουλος κάνει στο βιβλίο του πολύ εκτενέστερη αναφορά εν συγκρίσει με τα υπόλοιπα ηχογραφήματα, τα οποία παρουσιάζονται στο βιβλίο του. Το παρακάτω απόσπασμα είναι ενδεικτικό του κλίματος που επικρατούσε κατά την ηχογράφηση: «….Εντούτοις κατά τη διάρκεια των ηχογραφήσεων, το κλίμα που επικρατούσε στο στούντιο ήταν πολύ καλό, μπορώ να πω ότι γίναμε όλοι ένα με το πνευματικό αυτό δημιούργημα. Είχαμε μετουσιωθεί, ενώ η σύμπνοια που υπήρχε ειδικά μεταξύ των μουσικών ήταν τόσο ιδιαίτερη και μοναδική, που δεν περιγράφεται με λέξεις και αυτό, πρωτίστως, οφείλεται στην ικανότητά του να οργανώνει ομαδική εργασία. Ο Μάνος είχε το χάρισμα να οδηγεί την ομαδική δράση σε απόδραση προς το όνειρο…[19]»  Σε κάποιες από τις ηχογραφήσεις ήταν παρόν και ο συνθέτης Νίκος Κυπουργός. Στο βιβλίο, φιλοξενείται ένα απόσπασμα, το οποίο ο Νίκος Κυπουργός απευθύνει στον Στέλιο Γιαννακόπουλο: «…όμως δεν θα ξεχάσω ότι είχα έρθει την ημέρα της 26ης Σεπτεμβρίου του 1972, όπου ηχογραφούσατε το “Κέλομαι σε Γογγύλα”. Είχα εντυπωσιαστεί   φοβερά που άκουσα αυτό το τραγούδι. Ήταν ανήκουστο! Αυτή η λιτότητα της ενορχήστρωσης και η καθαρότητα του ήχου και όλα αυτά, με συγκλόνισαν. Φεύγοντας, με είδε ο Μάνος ότι είχα μείνει άφωνος και μου χάρισε τη χειρόγραφη παρτιτούρα με μια αφιέρωση που ήταν πολύ σημαντική για μένα»[20] σημειώνει, συγκινημένος, ο Στέλιος Γιαννακόπουλος.

Στον  δίσκο «Τα Παράλογα» συμμετείχαν ο Μίκης Θεοδωράκης, καθώς και ο Διονύσης Σαββόπουλος. «Ευλογώ τη θεά Τύχη, εάν υπάρχει, διότι με καταξίωσε να βλέπω τον Χατζιδάκι στο πιάνο να καθοδηγεί και να διδάσκει τον Μίκη, πώς θέλει να τραγουδήσει στην “Ελλαδογραφία” που ήταν ένα είδος παρλάτας με κάποια ενδιάμεσα μικρά τραγουδιστικά μέρη. Φαντάζομαι αυτή ήταν, ίσως, η μοναδική φορά, αλλά σίγουρη είναι η μια από τις πολύ λίγες φορές, που ο Θεοδωράκης, έδωσε παράσταση μπροστά σε πέντε άτομα, τους θεατές του, Χατζιδάκι, Γκάτσο, Μακράκη, τον βοηθό του στούντιο και εμένα»  σημειώνει ο Στέλιος Γιαννακόπουλος.

Πολύ συγκινητικές οι αναμνήσεις του Στέλιου Γιαννακόπουλου και από τις ηχογραφήσεις του βινυλίου «Η Εποχή της Μελισσάνθης.» Ο Μάνος Χατζιδάκις του χάρισε ιδιόχειρη αφιέρωση, που δημοσιεύεται στο βιβλίο: «Πατριάρχης στη ιεροτελεστία της καλλιτεχνικής δημιουργίας» και «σύντροφος ξενυχτιών και μουσικής.»

 

Για το επίσης εμβληματικό ηχογράφημα που αποτέλεσε την υπέροχη μουσική της ταινίας “Sweet Movie” σε σκηνοθεσία: Ντούσαν Μακαβέγιεφ (Dusan Makavejev, 1932-2019) στο βιβλίο υπάρχουν ενδιαφέρουσες διηγήσεις. «Θυμάμαι αρχίσαμε το ριμίξιγκ της νυχτερινής “εσοδείας” γύρω στις δυο τα ξημερώματα και μετά δίναμε σ΄ έναν οδηγό που περίμενε στην είσοδο ένα λίαν επαγγελματικό αντίγραφο. Ο οδηγός έσπευδε στο αεροδρόμιο και το έδινε στον κατάλληλο πρωινό – πρωινό πιλότο που πέταγε για Παρίσι. Έτσι και με τη διαφορά της ώρας, το προϊόν έφθανε το ίδιο πρωί στο εργαστήριο που γινόταν η επεξεργασία του φιλμ. Την επόμενη μέρα, άλλη μια δόση κ.λ.π.»[22]   Πολύ ενδιαφέρον είναι και το απόσπασμα για το πώς ο Στέλιος Γιαννακόπουλος κατάφερε να ηχογραφήσει την παιδική χορωδία στο τραγούδι «Τα παιδιά κάτω στον κάμπο», ξεπερνώντας την φυσική δυσκολία των μικρών παιδιών να συντονιστούν ρυθμικά με την ορχήστρα. Αναφορικά με το πολύ γνωστό αυτό τραγούδι του Μάνου Χατζιδάκι, ο Στέλιος Γιαννακόπουλος παρατηρεί σχετικά: «Αυτή η μελωδική γραμμή που αρχικά γεννήθηκε το 1945 για το θεατρικό έργο του Αλέξη Δαμιανού “Το Καλοκαίρι που θερίσαμε” στο σάουντρακ ηχογραφήθηκε σε τρεις εκδοχές: Έτσι στις δυο όψεις του LP θα το βρούμε ως οργανικό (A1), ως τραγούδι με την Μαρία Κάτηρα (Β1) και τέλος με την παιδική χορωδία (β5)»[23].

Στο τέλος του βιβλίου, δημοσιεύονται κείμενα που έγραψαν για τον Στέλιο Γιαννακόπουλο, προσωπικότητες της μουσικής[24], που είχαν την τύχη να συνεργαστούν μαζί του. Για ευνόητους λόγους, δεν δημοσιεύουμε αυτούσια τα κείμενα. Αξίζει όμως, να παραθέσουμε ορισμένα σύντομα αποσπάσματα, ενδεικτικά του σεβασμού που τρέφουν για την προσωπικότητα και το έργο του Στέλιου Γιαννακόπουλου, όσοι συνεργάστηκαν μαζί του.  

«Ο Στέλιος Γιαννακόπουλος αποτελεί μέρος της ιστορίας του μουσικού πολιτισμού μας και θα μείνει στους αιώνες των αιώνων» σημειώνει, μεταξύ άλλων,  ο τραγουδοποιός, κ. Θανάσης Γκαϊφύλλιας[25]

«…Όμως το πιο σταθερό στοιχείο στις ηχογραφήσεις Στέλιο, ήσουν εσύ, ο οποίος ήσουν πάντα εξαιρετικά ψύχραιμος και βοηθούσε στις δύσκολες καταστάσεις το θαυμάσιο χιούμορ σου, το οποίο ξαφνιάζει κάποιον που δεν σε γνωρίζει γιατί είσαι πολύ σοβαρός, παρά πολύ μετρημένος και ξαφνικά σε μια στιγμή ενός χάους, μπορεί να πεις ένα αστείο και να φέρεις τα πράγματα στα ίσια τους» αναφέρει σε συνέντευξή του ο παραγωγός δίσκων, δημοσιογράφος και συγγραφέας, κ. Στέλιος Ελληνιάδης[26]

«Ο Στέλιος Γιαννακόπουλος είναι ένας άνθρωπος ήσυχος που μέσα από την ησυχία ξεπηδούσε ο ρυθμός, η διαφορετικότητα του ήχου των οργάνων, που τα λάμβανε μέσα από την κονσόλα του και τα μαγικά του χέρια και που σεβόταν πάντα τη διαφορετικότητα των ανθρώπων» γράφει ο μουσικός, συνθέτης, ηθοποιός και παρουσιαστής, κ. Γιάννης Ζουγανέλης[27].

«Οι ηχογραφήσεις που άρεσαν περισσότερο σε μένα ήταν αυτές που διάβασα μετά πίσω από το κουτί της ταινίας το όνομα Στέλιος Γιαννακόπουλος» αναφέρει, μεταξύ άλλων, ο μηχανικός ήχου, τρανσφερ-μάστερινγκ, κ. Γιάννης Ιωαννίδης[1]

Ο Συνθέτης και ενορχηστρωτής, κ. Τάσος Καρακατσάνης, θυμάται: «Ήρθα με την Αρλέτα και ηχογράφησα ένα μικρό σύνολο. Εγώ της έκανα ενορχήστρωση, σε στίχους της Παυλίνας Παμπούδη, ήταν οι “Έξι Μέρες”. Ήταν ένα σύνολο μουσικής δωματίου, αν θυμάμαι καλά, με βιμπράφωνο, κιθάρα, κλαρινέτο κ.ά. και τότε σε γνώρισα.  Ήταν μια από τις πιο ευχάριστες στιγμές της ζωής μου, ακόμα τη θυμάμαι[29]».

«….Γιώργο κράτα την κιθάρα σφιχτά πάνω σου! Εγώ δεν κατάλαβα γιατί μου είπε αυτό το πράγμα, ωστόσο την κράτησα. Ο Στέλιος το είπε αυτό διότι κατάφερε να ηχογραφήσει τον χτύπο της καρδιάς μέσα από το όργανο, το οποίο ακούμπαγε στην περιοχή της καρδιάς μου και έτσι ενισχύονταν. Μετά μου είπε ανέβα πάνω στο κοντρόλ ν΄ακούσεις κάτι. Ανέβηκα πάνω στο στούντιο και δεν πίστευα στα αυτιά μου σε αυτό που άκουσα» (…) Έπειτα ξανασυναντηθήκαμε στην Κολούμπια και το κάναμε ξανά το πείραμα αυτό, με τη βοήθεια του Στέλιου, ξαναέγινε η ηχογράφηση και αργότερα τον Φεβρουάριο του 1983, αυτό έγινε γνωστό και στην Μούζικ Μέσσε της Φρανκφούρτης στη Γερμανία και ήταν ένα γεγονός, το οποίο και στον τομέα της ακουστικής, αλλά και στον τομέα της κατασκευής οργάνων μπορώ να πω ότι άφησε εποχή για τους ανθρώπους που γνώριζαν το αντικείμενο», παρατηρεί ο κιθαριστής, ερευνητής, κατασκευαστής μουσικών οργάνων, κ. Γιώργος Κερτσόπουλος [30]

«Ήταν σεμνός και ταπεινός ηχολήπτης, ο οποίος ακούγοντας τις εκατέρωθεν απόψεις για το τι πρέπει να γίνει, αυτός ενεργοποιούσε την εμπειρία του για να φθάσουμε σε ένα αποτέλεσμα που θα ήταν καλό και αποδοτικό» επισημαίνει ο μουσικολόγος, ερευνητής λαϊκής μουσικής παράδοσης, κ. Παναγιώτης Κουνάδης.[31]

«…Για αυτό το λόγο αισθάνθηκα μεγάλη χαρά όταν ξεκίνησα με τον Στέλιο, γιατί τον θεωρούσα πάντα ντόμπρο, γνήσιο άνθρωπο και καλό ηχολήπτη, γιατί ήξερες τι έκανε και προπάντως ήξερες πού βρισκόσουν πάντα μαζί του, Είχαμε μια υπέροχη συνεργασία» σημειώνει, μεταξύ άλλων, ο Παραγωγός δίσκων, κ. Μάκης Μάτσας[1]

«Ο Στέλιος μου έλεγε ότι αυτή η διαφορά, δηλαδή πού θα χτυπήσεις τη χορδή, πιο κοντά στον καβαλάρη ή το μάνικο, είναι που κάνει τη διαφορά. Όταν ο ήχος της κιθάρας γίνεται σκληρότερος και γενικά κάθε χορδή τη χτυπάς δυνατότερα και προς την άκρη της, τότε αυξάνονται οι αρμονικές. Και αυτά είναι πράγματα που εγώ δεν τα γνώριζα, γιατί αυτά είναι έξω από τα ωδεία και τα μουσικά βιβλία και γιατί δεν έχουν καμία σχέση με το περιεχόμενο της μουσικής μελέτης. Και εγώ, όπως και άλλοι, βρίσκαμε τότε έναν άνθρωπο, οποίος δεν ήταν απλώς για να πατάει τα κουμπιά και να ηχογραφεί, αλλά μας βοηθούσε και προς αυτή την κατεύθυνση. Δεν ξέρω αν ο Στέλιος το έκανε για να βοηθήσεις εμάς, το έκανε προφανώς για να ηχογραφηθεί καλύτερο το υλικό, παρ΄όλα αυτά εμείς επωφελούμασταν από αυτή την ιστορία.

Δεν είναι τυχαίο, και το γνωρίζω αυτό, ότι ο Μάνος Χατζιδάκις, δεν ηχογραφούσε αν δεν ήταν ο Στέλιος στην κονσόλα», υπογραμμίζει, μεταξύ άλλων, ο κιθαριστής και συνθέτης, κ. Νότης Μαυρουδής.

«Ο Στέλιος είναι ένας μάγος και το αποδεικνύει συνεχώς. Είναι μια ιστορική και εμβληματική προσωπικότητα της ηχογραφημένης ιστορίας στη χώρα μας. Μπορεί να το διαπιστώσει οποιοσδήποτε ανιχνεύοντας την ελληνική δισκογραφία, γιατί εκεί φαίνονται πραγματικά και διαχρονικά οι ικανότητές του, η δουλειά του» παρατηρεί ο ραδιοφωνικός παραγωγός, κριτικός -ιστορικός της μουσικής, κ. Γιώργος Β. Μονεμβασίτης.

«Λίγο καιρό αργότερα, είχα την τύχη να γνωρίσω και να έχω καθηγητή τον Στέλιο Γιαννακόπουλο στην ιδιωτική σχολή ηχοληψίας Παπαντωνοπούλου, η οποία δεν υπάρχει πια. Θυμάμαι, τότε ότι με είχε εντυπωσιάσει η ευγένεια του χαρακτήρα του, η ευρύτερη παιδεία και το πάθος του για την ηχοληψία και ιδιαίτερα για τη μουσική. Αυτός ο σπουδαίος δάσκαλος είχε ένα μοναδικό τρόπο να αντιμετωπίζει την ηχοληψία περισσότερο μουσικά παρά τεχνικά. Όταν έπειτα από χρόνια βρέθηκα να κάνω κάποια ριμάστεριγκ (σ.σ.νέα επεξεργασία των οργάνων)  πάνω σε παλιές ηχογραφήσεις της Κολούμπια για έκδοση CD, είχα την ευκαιρία να ακούσω αναλυτικά τις μίξεις του Στέλιου Γιαννακόπουλου και να αντιληφθώ την ποιότητα και τη μουσικότητα της δουλειάς του» γράφει ο μηχανικός ήχου, κ.  Γιάννης Παξεβάνης[1].

«Η ηχογράφηση στην Κολούμπια για το άλμπουμ Έργα για Δυο Πιάνα ήταν μια πραγματικά πολύ συγκινητική στιγμή. Κουβαλάμε με τον Γιάννη (σ.σ. κ. Γιάννη Παπαδόπουλο)  αυτή την εικόνα μέχρι τώρα, γιατί ήταν μια μεγάλη και σημαντική εμπειρία», αναφέρει, μεταξύ άλλων η κυρία Ανθούλα Παπαδοπούλου, πιανίστα, δασκάλα και συγγραφέας.

«Ο Στέλιος Γιαννακόπουλος ήταν αυστηρός στη δουλειά του και περνούσε ατέλειωτες ώρες για να βγάλει το καλύτερο αποτέλεσμα. Εγώ τον αγάπησα πάρα πολύ, όχι μόνο γιατί συνέβη να ηχογραφήσει μερικά από τα ωραιότερά μου τραγούδια, αλλά κυρίως για τον τρόπο με τον οποίο καθόταν στην κονσόλα του ήχου και περνούσε ατέλειωτες ώρες με μεγάλη υπομονή, διότι αυτό είναι το μεγάλο, κατά την άποψή μου, στοιχείο που έχει ένα σπουδαίος ηχολήπτης σαν τον Γιαννακόπουλο», σημειώνει ο δημοσιογράφος, στιχουργός και ποιητής, κ. Λευτέρης Παπαδόπουλος.

«Θυμάμαι πώς γράψαμε πρώτη φορά το όργανο Χάμοντ (Hammond). Γράφτηκε καταπληκτικά ο ήχος ήταν μοναδικός». (…) Η πρώτη μου συνθετική δουλειά μετά τις σπουδές στο Παρίσι, ήταν το 1980 που κάναμε το δίσκο «Έλα να σταθούμε Αντίκρυ με ποιήματα του Ραμπιντρανάθ Ταγκόρ, τραγουδισμένα από τον Κώστα Καράλη  και ηχολήπτη τον Στέλιο Γιαννακόπουλο! Από εκείνον το δίσκο και μετά, ένιωσα ότι δεν μπορούσα να γράψω πλέον με άλλον ηχολήπτη εκτός από τον Στέλιο, είχα αυτό το πρόβλημα..» παρατηρεί ο τραγουδοποιός, κ. Γιώργος Στεφανάκης.

«Το 1982 ως διευθυντής του Τρίτου Προγράμματος, αναζήτησα συνεργάτες ηχολήπτες, οπότε και εισηγήθηκα σχετικά για την ανάθεση συνεργασίας στον Στέλιο Γιαννακόπουλο. Η πρωτοβουλία μου αυτή, πήγαζε από την ανάγκη μου να έχω σωστές και καλές ηχογραφήσεις και μάλιστα από τη στιγμή που προσκαλούσα στο στούντιο πολύ σπουδαίους Έλληνες και ξένους μουσικούς -ερμηνευτές (…) Έχοντας ηχογραφήσει επανειλημμένα μαζί του στην Κολούμπια, ήμουν σίγουρος ότι το τελικό προϊόν που θα έπαιρνα στα χέρια μου θα ήταν ισάξιο με εκείνο, το καλλιτεχνικό που μου έδινε ο κάθε μουσικός- ερμηνευτής. Ευχαριστώ πάρα πολύ τον Στέλιο, διότι με την παρουσία του τότε είχα κι εγώ σωστά από τεχνικής και καλλιτεχνικής άποψη αποτελέσματα», γράφει, μεταξύ άλλων, ο μουσικός, συνθέτης και τέως Διευθυντής του Τρίτου Προγράμματος, κ. Κυριάκος Σφέτσας. Επισημαίνεται, ότι  η ΕΡΤ και ειδικότερα το Τρίτο Πρόγραμμα, αποτέλεσε έναν λαμπρό επίλογο στην καριέρα του Στέλιου Γιαννακόπουλου.

«Ο Στέλιος είχε επίπεδο και είχε και υπομονή. Έχει επίσης το ελάττωμα της ειλικρίνειας, το οποίο δεν είναι καλό…» Είχαμε κάνει και συναυλίες με τον Στέλιο»  (…) Τελικά ήταν καλά τα αποτελέσματα, παρά τα όποια προβλήματα» σημειώνει, μεταξύ άλλων, ο συνθέτης κ. Διονύσης Σαββόπουλος, αναφερόμενος σε τεχνικές δυσκολίες που αντιμετώπισαν  στο πλαίσιο της συνεργασίας τους σε συναυλίες.

Τα παραπάνω αποσπάσματα αποτελούν ένα μικρό δείγμα των συγκινητικών τοποθετήσεων. Διαβάζοντας το βιβλίο, ο αναγνώστης έχει την ευκαιρία να  απολαύσει ολόκληρα τα κείμενα που αφιερώνουν στον Στέλιο Γιαννακόπουλο όσοι συνεργάστηκαν μαζί του,  να πληροφορηθεί ενδιαφέρουσες ιστορίες, αλλά και να αφουγκραστεί το κλίμα που επικρατούσε στο πλαίσιο ηχογραφήσεων- στοιχεία, τα οποία εκ των πραγμάτων δεν είναι δυνατόν να μεταφερθούν στο πλαίσιο ενός άρθρου.

Το βιβλίο ολοκληρώνεται με έναν κατάλογο τίτλων ηχογραφημάτων βινυλίου,  στα οποία συμμετείχε ο Στέλιος Γιαννακόπουλος  από το 1959 στο ΕΙΡ και αργότερα στην ΕΡΤ και από το 1963 στην Κολούμπια.

Μετά τη βιβλιογραφία, ακολουθούν δυο Παραρτήματα. Στο Παράρτημα Ι, δημοσιεύονται ιδιωτικές ετικέτες δισκογραφικών εταιρειών  δίσκων 45 στροφών, που παραχωρήθηκαν από τον συλλέκτη,  κ. Μιχάλη Παπαδόπουλο. Στο Παράρτημα ΙΙ, δημοσιεύεται φωτογραφικό υλικό του κ. Στέλιου Γιαννακόπουλου, με μέλη της οικογένειάς του. Στις επόμενες σελίδες του παραρτήματος, παρατίθενται  δημοσιεύματα από  εφημερίδες παλαιότερων εποχών και δελτία τύπου. Ακολουθεί κατάλογος από ετικέτες (Labels) εταιριών – πελατών του εργοστασίου της Columbia. Tα ονόματα των ιδιοκτητών, παραχώρησε ο συλλέκτης κ. Μ. Παπαδόπουλος. Ακολουθούν προσωπικά έγγραφα και φωτογραφίες από τις επαγγελματικές συνεργασίες του κ. Στέλιου Γιαννακόπουλου, με σπουδαίες προσωπικότητες της μουσικής.

Το βιβλίο αυτό, δεν αποτελεί απλώς μια βιογραφία του καταξιωμένου ηχολήπτη,  Στέλιου Γιαννακόπουλου. Αποτελεί συγχρόνως και μια ιστορία της Ελληνικής Δισκογραφίας. Από όποια οπτική και να το δει κανείς,  ενδιαφέρει ένα ευρύ, πολυσυλλεκτικό κοινό,  για -αντιστοίχως-  διαφορετικούς λόγους. Θα συγκινήσει ανθρώπους, οι οποίοι συνεργάστηκαν με τον κ. Στέλιο Γιαννακόπουλο και θυμούνται αυτή την εποχή με νοσταλγία. Θα επιμορφώσει μελετητές του ελληνικού τραγουδιού, οι οποίοι επιζητούν στοιχεία για την ιστορία του, καθώς και την ιστορία της ελληνικής δισκογραφίας. Θα εμπνεύσει  επίδοξους ηχολήπτες, οι οποίοι θα διαβάσουν ενδιαφέροντα τεχνικά στοιχεία, τα οποία δεν δημοσιεύονται στο παρόν αφιέρωμα.  

Όποιο και να είναι το κίνητρο που θα κεντρίσει το ενδιαφέρον του αναγνώστη, το βιβλίο δεν πείθει μόνο για το γεγονός ότι στις ηχογραφήσεις που ανέλαβε ο Στέλιος Γιαννακόπουλος, εξασφαλίστηκε ένας άρτιος, επαγγελματικός ήχος που σπανίζει. Όλες οι διηγήσεις συγκλίνουν στο συμπέρασμα ότι η επαγγελματική του ζωή, σημαδεύτηκε από σκληρή δουλειά, τελειομανία, ανιδιοτέλεια, συνέπεια, σεμνότητα, καλή προαίρεση και αγαστή συνεργασία, δηλαδή από όλα εκείνα τα στοιχεία που συγκροτούν ένα σπάνιο επαγγελματικό ήθος. Αυτό πρωτίστως, ας εμπνεύσει τους νεότερους επαγγελματίες και τους μελλοντικούς επίδοξους «ηχοπλάστες».

 

πηγή: TaR - Μουσικό περιοδικό για την κιθάρα

Αφήστε το σχόλιό σας