ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ "ΚΡΥΜΜΕΝΗ" ΤΗΣ ΟΛΓΑΣ ΤΣΙΛΙΜΠΑΡΗ
Τετάρτη 5 Απριλίου 2023
Καλησπέρα σας!
Είναι μεγάλη τιμή και χαρά για εμένα να βρίσκομαι ανάμεσα σε αυτούς που παρουσιάζουν το πρώτο βιβλίο της αγαπημένης μας συντρόφισσας Όλγας.
Το βιβλίο της Όλγας, η «κρυμμένη» είναι τα στιγμιότυπα ζωών και ιστορίας που διατρέχουν το χρόνο μέσα από ανυπότακτες φωνές που μάχονται και αναζητούν. Είναι μια ιστορία πολλών γυναικών σε μια γυναίκα… «κρυμμένη» αλλά όχι απούσα…σε αναμονή μιας συνολικής ανταρσίας… χωρίς ευκολίες για το παρελθόν… για μια ζωή που να αξίζει στο παρόν και το μέλλον… νικώντας στον πόλεμο σε όλες του τις εκδοχές… διασώζοντας τη μνήμη, κάνοντάς τη όπλο στα χέρια της νεολαίας… Όλα αυτά είναι η «κρυμμένη». Η ανυπότακτη πλευρά της ιστορίας μέσα από τις ζωές των ανθρώπων, που νικούν ενώ ηττώνται..
Η «κρυμμένη» είναι μια αφήγηση, μια αναζήτηση και βιώματα μιας ζωής που διασχίζουν συνταρακτικά ιστορικά γεγονότα, από τη σκοπιά κυρίως της γυναίκας που πρωταγωνιστεί σε αυτά.
Από την Καισαριανή του μεσοπολέμου, την κατοχή, το ΕΑΜ-ΕΛΑΣ, την ΟΠΛΑ και το Δεκέμβρη, το Δημοκρατικό Στρατό, την πολιτική προσφυγιά, την Τασκένδη, την Ελλάδα της δεκαετίας του 1980 μέχρι και σήμερα εξιστορούνται στιγμές, γεγονότα, μάχες, άνθρωποι, θάνατοι, προσδοκίες, αισθήματα, έρωτες, αναζητήσεις. Ερωτήματα και γιατί …
για την πραγματικότητα και το όνειρο…
για το φασισμό και πώς πατά στις ρημαγμένες ζωές…
για τη συλλογικότητα, το κόμμα και τις αρχές της δημοκρατίας, της συζήτησης αλλά και της αποτελεσματικότητας στη σκληρή μάχη με τον αντίπαλο…
για τη συνείδηση και τον κόσμο και τη συνείδηση του κόσμου…
για τη ζωή και τα πάθη της…
για λάθη που δεν κρίθηκαν και δικαιολογίες που τα σκέπασαν…
για τη μεταπολεμική γραμμή της εθνικής συμφιλίωσης…
για τη βία του αδικημένου και τη βία του αδικητή…
Πρόκειται για μια περίοδο που οι πρωταγωνιστές της βέβαια ήταν πολλοί και αφανείς, σύμβολα αλλά και καθημερινοί άνθρωποι όπως συμβαίνει στο προσκήνιο όλων των επαναστατικών γεγονότων. Η πραγματικότητα διχαζόταν από συγκρούσεις και οι άνθρωποι αργά ή γρήγορα διάλεγαν στρατόπεδο και οπτική ζωής, ανάσαιναν τον αέρα της χειραφετητικής προσπάθειας την ίδια στιγμή που βυθίζονταν στην καθημερινή δυστοπία του φασιστικού εσμού. Οι διηγήσεις και από τα δύο στρατόπεδα φωτίζουν αυτή την ανειρήνευτη, καθημερινή, βίαια σύγκρουση.
«Από το κελί κατάχαμα που βρωμάει Άδη» της κόλασης της πλατείας Κυριακού στο πρώτο κεφάλαιο του βιβλίου περνάμε στη διαδήλωση ενάντια στην «επιστράτεψη» που νίκησε με δεκατρείς νεκρούς και 134 τραυματίες. Ανασταίνονται μέσα στις σελίδες του βιβλίου ηρωικές, γήινες μορφές όπως της Παναγιώτας Σταθοπούλου και της Ηλέκτρας και ένας «γίγαντας λαός που σε έκανε να αισθάνεσαι ότι όταν πολεμάς είσαι στο σπίτι σου», πιτσιρικάδες, γιαγιάδες, γυναίκες, μαγαζάτορες που σε φυγάδευαν ή σου έδιναν άσυλο παρά την τρομοκρατία. Περιγράφεται η εκδίκηση-τιμωρία μέσω της ΟΠΛΑ απέναντι στους βασανιστές και τους προδότες με συνείδηση «είμαι ένα όπλο που χτυπάει μόνο του χωρίς κανένα δάκτυλο να πατάει τη σκανδάλη». Αλλά και η πίκρα αντιμετώπισης των «διαφωνούντων με το κόμμα», χωρίς διάθεση όμως ούτε ισοπέδωσης ούτε υπεκφυγής από την ανάληψη της ευθύνης. Γίνεται φανερή η προσπάθεια αναστοχασμού όλων των γεγονότων και των αποφάσεων με έντονη διάθεση αυτοκριτικής όχι σαν απόπειρα επιβεβαίωσης του περιρρέοντος «τίποτε δε γίνεται» της εποχής μας αλλά σαν ανίχνευση του «πως θα γίνει και η ιστορία θα πάει αλλιώς».
Εξ άλλου η Όλγα μέσα σε αυτό το βιβλίο κάνει αυτό που πιστεύει για την Ιστορία. Όπως γράφει, στο κείμενό της 10+2 σημειώσεις για την ιστορία (τεύχος 8, περιοδικό Σελιδοδείκτης, σημείωση 11), ως δράση κοινωνικών υποκειμένων, δρώντων σε συγκεκριμένη οικονομική – ιστορική περίοδο:
«Όσοι στοχεύουν σε μια ανάγνωση της ιστορίας καθ’ υπέρβαση της υπάρχουσας κοινωνικής πραγματικότητας με στόχο να υπηρετήσουν την υπόθεση της κοινωνικής χειραφέτησης, ασκούνται στην «ανάγνωση μέσα από τις γραμμές», στην ενασχόληση με τις αποσιωπήσεις, τα παραλειπόμενα, τις σημειώσεις στα περιθώρια της «επίσημης» ιστορίας, ψηλαφούν την ιστορία των ηττημένων, των άσημων, των ανώνυμων, των μαζών, την ιστορία των καταπιεσμένων».
Η «κρυμμένη» αναλογίζεται ότι «τα μεγάλα γεγονότα τελέψανε το ‘50. Μετά ήρθαν οι σκιές» αλλά επιθυμεί να αναμετρηθεί μαζί τους αναζητώντας την αλήθεια γιατί πιστεύει ότι «τον αδικούν τον αγώνα μας οι ευκολίες». Έτσι αναμετριέται και με όλα τα ανθρώπινα. Την ερωτική έλξη και τη γυναικεία απελευθέρωση, τα φύλα και τις σχέσεις τους μέσα στο απελευθερωτικό πλαίσιο απέναντι στον κοινωνικό συντηρητισμό. Τη ζωή που είναι «δανεική από τους συντρόφους, που φύγανε» Τη μνήμη που «αντί να τη σκονίζει ο χρόνος την καθαρίζει». Τα τραγούδια που έγιναν σημαίες και νίκησαν όχι μόνο ή κυρίως γιατί ακούστηκαν στις πλατιές λεωφόρους των παρελάσεων αλλά γιατί «Μες στα στρατόπεδα εκείνοι μας τυραννούσανε και εμείς τραγουδούσαμε. Αυτό είναι νίκη». Μέσα σε όλη την αφήγηση δε σταματά να πάλλεται η ανυπότακτη φωνή της ιστορίας με δύναμη ανάλογη με το μπόι κάθε εποχής.
Δεν πρόκειται για μια προσπάθεια ηρωποίησης γιατί όλα τα ανθρώπινα αναγνωρίζονται και δεν απωθούνται. Η ανυπότακτη φωνή βγαίνει μέσα από τις ήττες της επαναστατικής απόπειρας κι όχι από μια ωραιοποίηση των γεγονότων. Με πολλά στοιχεία προφορικού και βιωματικού λόγου περιγράφονται οι εποχές, με την πεποίθηση ότι τίποτε δεν πάει χαμένο.
Είναι μια μάχη με το στρατόπεδο της λήθης
μια προσπάθεια αναδόμησης της μνήμης μέσα από τα ερωτήματα του σήμερα, ως προϋπόθεση της ανθρώπινης σκέψης που οφείλει να συνομιλεί με το παρελθόν για να στέκεται στο παρόν για να ανοίγει δρόμο προς το μέλλον
ενάντια στη συστηματική αναθεώρηση της ιστορίας από την κυρίαρχη εξουσία αλλά και μιας αριστεράς που με τον κυβερνητισμό της την αρνείται.
Τα ερωτήματα, οι διαφωνίες, η τυραννία της αμφιβολίας συνοδεύουν και ενισχύουν αυτή τη μάχη. Γιατί όπως λέει η «κρυμμένη» «έχουμε ανοικτούς λογαριασμούς με την ιστορία, δε θα ξεφύγουμε με ευκολίες και σιωπές»…
Η συγγραφέας δεν αποφεύγει να αναφερθεί και στα γεγονότα της πολύ πρόσφατης ελληνικής πολιτικής και ιστορίας. Η αναζήτηση της «κρυμμένης» διασχίζει την κρίση, τους «αγανακτισμένους» και τις πλατείες, την εποχή του Τεμπονέρα, του Παύλου Φύσσα και της Ηριάννας, το Πασοκ του 1981 αλλά και την κωλοτούμπα του ΣΥΡΙΖΑ και πολλά άλλα. Αναζητάει τις αιτίες που μας «αφήνουνε μισούς» κι όχι την επιβεβαίωση της στις επαναστατικές δάφνες του παρελθόντος. Προσπαθεί να δώσει χώρο στη νεολαία της σημερινής εποχής, αναζητώντας τα νήματα για μια νέα χειραφετητική, απελευθερωτική προσπάθεια της ανθρωπότητας, με τις δικές της μουσικές και τραγούδια. Δεν αρκείται να μηρυκάζει τις ήττες και τις διαψεύσεις. Αναγνωρίζει το κουβάρι των ερωτημάτων αλλά δε συμβιβάζεται με την αποτυχία απάντησης που «ρημάζει τις ζωές και φτάνουν να νιώθουν οι άνθρωποι σκουλήκια».
Επιμένει ότι η εποχή μας «έχει πολύ πόνο αλλά και κρυφές ανάσες» και πολύ ανάγκη «για το όνειρο». Γιατί «το μεγαλύτερο έγκλημα είναι η δολοφονία του ονείρου .. έτσι που να σηκώνεσαι το πρωί από το κρεβάτι και να μη μπορείς να πάρεις τα πόδια σου, να μη μπορείς να ζήσεις. Τι μας έδινε εμάς τη δύναμη να ροβολάμε κάθε πρωί, σε επαφές, αποστολές, μες τη βαθιά παρανομία, συχνά πυκνά χωρίς ούτε μια μπουκιά ψωμί; Το όνειρο. Αυτό είναι το καύσιμο. Με αυτό τρέχει η ζωή στις ράγες. Άμα λείψει αυτό, χάνεται και το νόημα, έτσι που να μη νιώθεις το δώρο της ζωής…»
Στα εικοσιπέντε κείμενα του «ιστορικο-πολιτικού της αφηγήματος» η συγγραφέας εναλλάσσει τα πρόσωπα που διηγούνται, την ιδεολογική τους οπτική, το στρατόπεδο που πολεμούν. Ωστόσο η «κρυμμένη» παραμένει στο κέντρο, παίζει πρωταγωνιστικό ρόλο στα γεγονότα φανερώνοντας όλες τις σκέψεις, τους αναστοχασμούς και τις αγωνίες της. Γιατί δεν είναι κρυμμένη από ντροπή, απογοήτευση ή επειδή παραιτήθηκε από το μεγάλο στόχο «των ταπεινών ο πόνος και η θλίψη -του σκλάβου η βαθιά η οιμωγή- από τη γη μας να λείψει- για να γενεί πιο όμορφη η ζωή». Πικραίνεται από τη Βάρκιζα, τον ηττημένο Δεκέμβρη, την κομματική, μεταπολεμική γραμμή της «εθνικής» συμφιλίωσης, «που δεν άφηνε να βγεις θαρρετά και να υποστηρίξεις αυτό που ήσουν γιατί είχε μέσα του πόλεμο», από την μεταπολιτευτική γραμμή συναίνεσης με την κυρίαρχη εξουσία. Ωστόσο δεν μένει «κρυμμένη» από παραίτηση αλλά προσμένοντας να δώσει την τελευταία της μάχη, όταν θα γράφει πάλι την ιστορία ο «ποιητής λαός».
«Μ΄αυτά και μ αυτά πέρασε ο καιρός. Έμενα κρυμμένη…»
«Αν θα το ξανάκανα; Μέχρι την τελευταία σφαίρα, ούτε από αγριάδα ούτε επειδή καβάλησα το καλάμι. Όχι επειδή μισώ ή φοβάμαι. Επειδή έχουμε πόλεμο. Με βαθιά επίγνωση της φρίκης και της αναγκαιότητας. Όχι σβήνοντας το φανάρι της συνείδησης και προχωρώντας στα τυφλά. Στα σκοτεινά ναι, στα τυφλά όχι»….
Η «κρυμμένη» μας καλεί να πολεμήσουμε τώρα. Στο σήμερα. Αυτό θεωρεί το μεγαλύτερο καθήκον και το ιερότερο δικαίωμα. «Η τελευταία μάχη δε δόθηκε ακόμη». Έτσι που η ανθρωπότητα να δημιουργήσει μια κοινωνία όπου η ομορφιά των λέξεων θα συναντά τη δικαιοσύνη των πράξεων…
Όλγα ευχαριστούμε!