Η Ευαγγελία Λ. Κοκκίνου - Παναρίτη μιλάει για το βιβλίο "Τυφλή Δικαιοσύνη" του Εμμανουήλ Στυλ. Λυκούδη

Πέμπτη, 8 Σεπτεμβρίου 2022

ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ «ΤΥΦΛΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ» 10/8/2022
ΣΚΑΡΙΜΠΕΙΑ 2022

Ευαγγελία Λ. Κοκκίνου - Παναρίτη 
Καθηγήτρια Πληροφορικής, απ' τους Φίλους της Δημοτικής Βιβλιοθήκης Άμφισσας

Εκ μέρους των φίλων της Δημοτικής Βιβλιοθήκης Άμφισσας θα ήθελα να σας καλωσορίσω στην αποψινή παρουσίαση της 2ης έκδοσης του βιβλίου του Εμμανουήλ Λυκούδη με τίτλο «Τυφλή Δικαιοσύνη». Οι φίλοι της Δημοτικής βιβλιοθήκης Άμφισσας συνεργάζονται για την ανάδειξη λογοτεχνικών έργων και ιστορικών κειμένων που αφορούν την ευρύτερη περιοχή της Άμφισσας. Έτσι πριν δύο χρόνια μας δόθηκε από έναν εξαίρετο φίλο το βιβλίο με τίτλο «Νέα Διηγήματα» και εκεί ανακαλύψαμε τη νουβέλα «Τυφλή Δικαιοσύνη». Η πρώτη έκδοση αυτής της νουβέλας ήταν το 1924 από το Σύλλογο προς Διάδοσιν Ωφέλιμων βιβλίων που ιδρύθηκε το 1899 από τον Δημήτριο Βικέλα και εξακολουθεί να δραστηριοποιείται ως τις μέρες μας. Από το 1924 μέχρι και το 1990 τα έργα του δεν είχαν επανεκδοθεί αλλά τα τελευταία χρόνια το έργο του μελετάται ξανά.

Η δική μου εργασία ήταν να πάρω το κείμενο του βιβλίου που δημοσιεύτηκε πριν 100 περίπου χρόνια και να το μετατρέψω σε ψηφιακή μορφή για να μπορεί να εκδοθεί εκ νέου. Όταν είδα τη μορφή του κειμένου με έπιασε μαύρη απελπισία. Είχα να διαβάσω κείμενο με οξείες, δασείες, περισπωμένες και άλλα τέτοια σύμβολα εδώ και 40 χρόνια. Ξύπνησαν θύμησες από το Δημοτικό και τις ξυλιές που είχαν πέσει στα δικά μου αλλά και στα χέρια συμμαθητών μου όταν ξεχνούσαμε πότε μπαίνει δασεία, πότε ψιλή, πότε περισπωμένη. Το χέρι μας είχε μάθει, με επώδυνους τρόπους, να βάζει πνεύματα και τόνους για πολλά χρόνια. Ώσπου ήρθε μια μέρα, το 1982, που πρώτα βγάλαμε τις ποδιές και μετά μας ανακοίνωσαν ότι από εδώ και πέρα θα γράφαμε χωρίς πνεύματα, περισπωμένες, υπογεγραμμένες και άλλα σύμβολα. Τότε ήμουν μαθήτρια στην Α’ Λυκείου. Είχαμε χαρεί απίστευτα. Πιστεύαμε ότι ελευθερωθήκαμε. Έλα όμως που το χέρι είχε συνηθίσει να βάζει πνεύματα και περισπωμένες. Θυμάμαι ακόμα τους καθηγητές μας να δίνουν μάχες για να μας πείσουν να μην γράψουμε με τόνους και πνεύματα στις πανελλήνιες. Φανταστείτε λοιπόν την έκπληξή μου όταν κλήθηκα να επεξεργαστώ ένα τόσο μεγάλο κείμενο με τόσα σύμβολα. Στην αρχή μου φάνηκε βουνό και σκεφτόμουν πως θα μπορούσα γρήγορα να γράψω περίπου 80 σελίδες βιβλίου στο πολυτονικό.

Για καλή μας τύχη το έντυπο του 1924 βρέθηκε σκαναρισμένο στην Ψηφιακή Βιβλιοθήκη Νεοελληνικών Σπουδών Ανέμη του Πανεπιστημίου Κρήτης. Αυτή η ψηφιακή βιβλιοθήκη δημιουργήθηκε το 2006 από το Πρόγραμμα Κοινωνία της Πληροφορίας και διαθέτει πάνω από 2.000.000 ψηφιοποιημένες σελίδες σπάνιων βιβλίων τα οποία διατίθενται ελεύθερα στο επισκέπτη της ψηφιακής βιβλιοθήκης. Η δική μου εργασία πλέον μου φάνηκε ευκολότερη αφού δεν θα χρειαζόταν να το δακτυλογραφήσω ολόκληρο αλλά να κάνω μόνο τις απαραίτητες διορθώσεις. Κατέβασα το αρχείο στον υπολογιστή μου και ξεκίνησα χωρίς πολύ κέφι. Σκέφτηκα «εντάξει τι θα είναι τώρα αυτό το κείμενο; Σιγά μην είναι κάτι σημαντικό! Εξάλλου γράφτηκε 150 χρόνια πριν!». Προχωρώντας τις διορθώσεις το κείμενο αυτό με καθήλωσε και κάθε μέρα ξέκλεβα χρόνο για να συνεχίζω την επεξεργασία του. Ήταν έκπληξη για μένα η εξέλιξη της ιστορίας γιατί ασυναίσθητα φαντάστηκα το συγγραφέα, με ενδυμασία της εποχής, να κατεβαίνει τα σκαλοπάτια του Δικαστικού Μεγάρου Άμφισσας, να γυρνά στους δρόμους της Άμφισσας, της Ιτέας, του Γαλαξιδίου, να επισκέπτεται νεοκλασικά σπίτια της περιοχής, να συναναστρέφεται με τους κατοίκους ίσως και να συνομιλεί με τους προγόνους μου.


Η διόρθωση των σελίδων κύλισε γρήγορα. Με εντυπωσίασε ο τρόπος γραφής του και η εξέλιξη της υπόθεσης αλλά και το απρόσμενο τέλος. Ο φόνος, η άδικη ετυμηγορία, ο εγκλεισμός ενός αθώου στη φυλακή και τελικά, μετά θάνατο, η δικαίωση και αποκατάσταση των συγγενών του. Η τελική μου εντύπωση ήταν ότι για να είναι τόσο έντονη η περιγραφή και παραστατική η διήγηση του Λυκούδη πρέπει να είχε ζήσει ο ίδιος από κοντά αυτή την ιστορία. Να είχε συμμετάσχει αυτός στις ανακρίσεις; Να το είχε κάνει κάποιος συνάδελφός του; Δεν θα το μάθουμε ποτέ.


Στο συγκεκριμένο έντυπο που τυπώθηκε και κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις ΑΠΑΡΣΙΣ περιέχονται 2 ακόμα σύντομες ιστορίες που συνέγραψε ο Εμμανουήλ Λυκούδης κατά τη θητεία του ως δικαστής στο Πρωτοδικείο Άμφισσας. Στην πρώτη με τίτλο «Πως εγλύτωσα από το θάνατο του πρωτομάρτυρος του Χριστιανισμού» διηγείται την περιπέτειά του σε ένα ορεινό μέρος της Γκιώνας όπου ενώ, μάζευε πεταλούδες για την προσωπική του συλλογή, μια ομάδα παιδιών άρχισε να τον λιθοβολεί επειδή τον πέρασε για τρελό. Τα παιδιά αυτά συλλαμβάνονται από τον αστυνόμο της περιοχής για “άδικη επίθεση μετά βιαιοπραγιών κατά προσώπου” και οδηγούνται στον Εισαγγελέα. Ο Λυκούδης τελικά πείθει τον εισαγγελέα να μην τους τιμωρήσει. Σε συνομιλία του με αυτά τα παιδιά προσπαθεί να τα πείσει να μην επαναλάβουν την πράξη τους όμως αντιλαμβάνεται ότι το ένστικτο του αμόρφωτου ανθρώπου για κάθε ανυπεράσπιστο υπερισχύει και θα υπερισχύει σε κάθε περίπτωση. Στη δεύτερη ιστορία με τίτλο «Μαρασμός» διηγείται τις περιπέτειες ενός σκυλιού στο λιμάνι της Βιτρινίτσας (σημερινής Ερατεινής) που βασανίζεται από τους κατοίκους της περιοχής επειδή περιμένει το αφεντικό του στο μουράγιο και ουρλιάζει από τον καημό του. Το πλάσμα αυτό τελικά δολοφονείται από τους κατοίκους της περιοχής αφού ήταν καλόπιστο και «…δεν έβανε με το νου του κακό άνθρωπο…», όπως γράφει ο Λυκούδης.


Και στα τρία έργα που περιέχονται στην παρούσα έκδοση διαφαίνεται η ατμόσφαιρα της εποχής, αναδεικνύονται οι νοοτροπίες και οι ιδέες ανθρώπων που ζούσαν στην περιοχή της Φωκίδας. Και στα τρία έργα φανερώνεται η ανθρώπινη κακία και η αδικία και ο συγγραφέας προσμένει την απονομή δικαιοσύνης, έστω και αργά. Στο έργο του Μαρασμός κλείνει με τη φράση « Κι εγώ, ως εκείνη τη στιγμή, είχα τη γελασμένη ιδέα ότι μονάχα ανθρώπους σβήνει και βουλιάζει σ’ αυτό τον κόσμο η καλοσύνη!».

Αφήστε το σχόλιό σας