Η κειμενογράφος και συγγραφέας Αλίκη Κατσαρού μιλάει για το βιβλίο "Μην τη φοβάσαι τη νύχτα, σύμμαχος είναι" της Λιάνας Τσιρίδου

Δευτέρα, 27 Σεπτεμβρίου 2021

ΟΜΙΛΙΑ ΤΗΣ ΚΕΙΜΕΝΟΓΡΑΦΟΥ & ΣΥΓΓΡΑΦΕΩΣ ΑΛΙΚΗΣ ΚΑΤΣΑΡΟΥ ΣΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ "ΜΗΝ ΤΗ ΦΟΒΑΣΑΙ ΤΗ ΝΥΧΤΑ, ΣΥΜΜΑΧΟΣ ΕΙΝΑΙ" ΤΗΣ ΛΙΑΝΑΣ ΤΣΙΡΙΔΟΥ

 

Καλησπέρα σε όλους.

Ανήκω σε μια γενιά που τα κορίτσια ακόμη μάθαιναν κέντημα, όχι πολύ φεμινιστικό, το αναγνωρίζω. Όχι επειδή μάθαιναν κέντημα αλλά επειδή τα αγόρια δε μάθαιναν… Αλλά ακόμη και αν δε μάθαιναν, στο σπίτι υπήρχε συνήθως ένα κέντημα.


Γιατί ξεκινάω έτσι;


Γιατί το βιβλίο της Λιάνας «Μην τη φοβάσαι τη Νύχτα, σύμμαχος είναι» πρόκειται για ένα κέντημα. Δεν το εννοώ με την πολυφορεμένη του έννοια, που σημαίνει πόσο όμορφο και καλογραμμένο είναι. Αν και είναι! Το εννοώ με την σημασία των πολλών βελονιών. Αυτό ακριβώς σκέφτηκα φτάνοντας περίπου στη μέση. Κάθε ιστορία, μια βελονιά. Όλες οι ιστορίες ένα σύνολο, ένα αποτέλεσμα: ο άνθρωπος.


Ο άνθρωπος ως λογικό και πολιτικό ον και ως μέρος της πόλης η οποία είναι μια φυσική κοινότητα κατά τον Αριστοτέλη. Ο άνθρωπος ως Εκείνο, Εγώ και Υπερεγώ κατά τον Φρόυντ. Ο άνθρωπος ως μια συνέχεια της ύπαρξης που αισθάνεται, σκέφτεται και βιώνει τις ημέρες και τις νύχτες του στον χρόνο και τον τόπο που ανήκει.


Οι βελονιές της Λιάνας, συνθέτουν ένα ολοκληρωμένο κέντημα, ένα συνολικό αποτέλεσμα, μια εικόνα με όλες τις αποχρώσεις των ανθρώπινων συναισθημάτων, τις πιο εξυψωτικές και τις πιο ταπεινές. Με όλες τις αποχρώσεις των ανθρώπινων γεγονότων, τις πιο θριαμβευτικές και τις πιο εξευτελιστικές. Όλο το κέντημα, όπως κάθε έργο προκαλεί συναισθήματα |από τα όποια συνήθως ένα κυριαρχεί, σαν επίγευση.


Σε εμένα κυριάρχησε η ανακούφιση. Ανακούφιση γιατί με έναν αισθαντικό αλλά όχι μελό τρόπο το βιβλίο χώρεσε εμένα, τις φίλες μου, τους φίλους μου, τους εχθρούς μου, τρόπος του λέγειν εχθρούς, |τον άνθρωπο, τα ανθρώπινα τελικά. Και η συγγραφέας με έναν ρεαλισμό που έχει και ρομαντισμό στη σωστή μετρημένη του δόση, ενέταξε εμάς, το παρελθόν μας και το μέλλον μας στο σύνολο του έργου, κάνοντάς μας να νιώθουμε άνετα για όσα έχουμε νιώσει και βιώσει και όσα νιώθουμε και βιώνουμε αυτή τη στιγμή.


Όλες οι ιστορίες του βιβλίου μοιάζουν πηγαίες, αυθόρμητες. Όλες βγάζουν μιαν αλήθεια, κάτι που μας έχει συμβεί ή που συνέβη στον διπλανό μας. Και όλες έχουν νόημα. Είτε το λένε ξεκάθαρα το νόημα είτε το υπαινίσσονται.


Κάποιες έχουν πολύ δυνατά λογοτεχνικά στοιχεία, άλλες είναι απλές και περιγραφικές, άλλες δεν θες να τελειώσουν ή εύχεσαι να τις πάρει η συγγραφέας και να τις μεγαλώσει, να τις κάνει ένα βιβλίο την καθεμιά.


Από την πιο μικρή ιστορία του πρώτου μέρους ως τις ιστορίες του τρίτου μέρους που αποτελούν μικρά διηγήματα, όλες εισάγουν τον αναγνώστη σε μια ατμόσφαιρα που είτε περιγράφει η συγγραφέας με σαφείς λέξεις, είτε δημιουργείται μόνη της με τη φαντασία μέσα από τα πάθη του ήρωα. Το μικρό αυτό βιβλίο, σε όποια σελίδα και αν το ανοίξει κανείς, θα βρεθεί κάπου,| κάποτε | θα νιώσει κάτι.


Όπως την αφέλεια της νυχτοπεταλούδας ή τη δυσπιστία που φέρνει η ωριμότητα στην Θωμαή που η πείρα την έκανε πάνοπλη προκειμένου να προστατευθεί.


Όπως την πρωτόγονη ερωτική επιθυμία που ακυρώνει τα comme il faut ή την λαχτάρα για αγάπη «που λιώνει το εγώ στο ζαχαρόνερο του έρωτα» -και αυτό ακριβώς εννοούσα πριν πολύ δυνατά λογοτεχνικά στοιχεία: φράσεις όπως το ζαχαρόνερο του έρωτα.


Όπως τη διάθλαση της εικόνας που επιτυγχάνει ο χρόνος ή το συναίσθημα της απόρριψης που οδηγεί σε χειριστικές συμπεριφορές.


Όπως η αυτολύπηση,| το πένθος, |η ελπίδα| η ματαιότητα.


Όπως ο χρόνος και ο θάνατος.


Το μικρό αυτό βιβλίο αγγίζει όλα ή σχεδόν όλα τα ανθρώπινα.


Δεν αφήνει απ’ έξω ούτε τον ναρκισσισμό ούτε την επίγνωση του θανάτου, ούτε την αξία της προσωπικής επιλογής. Ακόμα κι όταν επιλογή σημαίνει να ξεδιαλέγεις ανάμεσα από το ερπετό που όλοι κρύβουμε μέσα μας και τα χρωματιστά μπαλόνια που σημαίνουν ζωή.


Καταπιάνεται με την μοναξιά και τη μοναχικότητα, με την επισφάλεια και την ασφάλεια και ακόμα πιο εύστοχα θα έλεγα με την επισφάλεια της ασφάλειας. Γράφει χαρακτηριστικά ότι ακόμα και έξω από τις κατάκλειστες πόρτες, «η απειλή γελάει σαρκαστικά. Τρυπώνει από την αφύλαχτη χαραμάδα».


Θίγει την άγνοια κινδύνου που μας μετατρέπει σε θύματα, τις κοινωνικές προφάσεις που καλύπτουν τη γύμνια και την ασχήμια, τον στριφνό χαρακτήρα που η μοναχικότητα μπορεί να διαμορφώσει. Ασχολείται με τη μνήμη, με την εμμονή, και ακόμα με τον γάμο ως κοινωνικό οχυρό ανίκανο όμως να είναι οχυρό απέναντι στη δυστυχία. Ασχολείται με την ανυπαρξία του άστεγου, του ανθρώπου δηλαδή που υπάρχει μόνο ως εμπόδιο.

Καταπιάνεται με την ύλη που διεγείρει το συναίσθημα όπως παραδείγματος χάριν τα σπίτια που με την ανάμνησή τους προκαλούν νοσταλγία.

Μας κάνει να αναρωτηθούμε τι είναι ο άνθρωπος χωρίς ιστορία και ακόμα αναφέρεται στο συναίσθημα ως μαγιά πολιτικής στάσης.


Δεν αφήνει απ’ έξω το σώμα, την εικόνα του, την αντίληψη της εικόνας του και τη φθορά του. Ούτε την έξωθεν καλή μαρτυρία, τη βιτρίνα ως εργαλείο ικανό να χτίζει επιμελώς μια ψευδαίσθηση ευτυχίας.


Μιλά για την καθημερινότητα, για τη ρευστότητα των πραγμάτων, για τη δίψα για αγάπη. Για τη σχέση μάνας- κόρης. Για τον άκαρδο πατέρα που έφτιαξε νέα οικογένεια. Για τη φιλία, για την κατάθλιψη.


Μέσα σε όλα αυτά η συγγραφέας αγγίζει και μείζονα πολιτικά και κοινωνικά ζητήματα, όπως η συλλογική ευθύνη, αναφερόμενη σε ένα παράδειγμα συλλογικής ανευθυνότητας, η πατριαρχία, η κυριαρχία του αρσενικού στο θηλυκό, η παθολογία της ελληνικής οικογένειας, οι γυναικοκτονίες, ο φεμινισμός και ακόμη ξεμπροστιάζει πολύ γλαφυρά έναν νοικοκυραίο – παιδεραστή.


Πώς θα ήταν άλλωστε δυνατόν η Λιάνα να μην μιλήσει αιχμηρά για όλα αυτά και να μην μας τα επισημάνει με φράσεις όπως


«Ποιοι παιδικοί φόβοι, ποιες ρίζες ενοχής την κρατούσαν κλειδωμένη» –αναφερόμενη στην οικογενειακή παθολογία

ή
«Το χρυσό μηδενικό» για την αντικειμενοποίηση της γυναίκας από τον σύζυγο
ή
«Το σημαντικό ήταν να γραφτεί ξανά μια Ιστορία (το ι με κεφαλαίο) που να τις περιλαμβάνει» για τις γυναίκες και τον φεμινισμό. Αυτή είναι και μια από τις κορυφαίες φράσεις στο βιβλίο και απόλυτα ταυτισμένη με την πορεία της συγγραφέως στη ζωή.

Η συγγραφέας δε διστάζει πάντως να αναφερθεί και σε ζητήματα ταμπού όπως ο φετιχισμός, η λαγνεία και το προχωρημένο ερωτικό παιχνίδι των ενηλίκων.


Είναι απελευθερωτικό όταν συμβαίνει αυτό γιατί μπορεί τα βιβλία της Λιάνας να πωλούνται και να διαβάζονται και σε άλλες πόλεις, όμως η πρώτη ανάγνωση συμβαίνει εδώ στη μικρή μας πόλη που όλοι γνωριζόμαστε. Και όλοι ξέρουμε πόσο αποδεκτό είναι να γράφεις την politically correct άποψή σου για ζητήματα κοινωνικά και πόσο δύσκολο για τα μύχια, τα κρυφά, αυτά που δεν λες ούτε στον καλύτερό σου φίλο.


Έτσι είδα, έτσι ανέγνωσα το πρώτο μέρος του βιβλίου τις Μικρές Σαββατιάτικες Ιστορίες.


Στο δεύτερο μέρος, οι Ιστορίες του Λοκ Ντάουν είναι λίγο μεγαλύτερες, έχουν μια διήγηση και μιαν απλότητα της διπλανής πόρτας, ωστόσο και αυτές πιάνουν τ’ ανθρώπινα και τα κάνουν κόσκινο. Οι Ιστορίες του Λοκ Ντάουν έχουν και συναίσθημα και ματαίωση και αγάπη και νίκη, περιλαμβάνοντας και μια σκληρή ιστορία με ψυχασθένεια, αλλά χαρακτηρίζονται από μια αθωότητα στον τρόπο που είναι γραμμένες. Χωρίς να είναι διηγήματα, έχουν ένα αφηγηματικό στυλ που όμως είναι σύντομο, περιεκτικό και που από το ξεκίνημα ειδοποιεί τον αναγνώστη ότι πολύ γρήγορα θα τον φτάσει στο τέρμα.


Στο τρίτο μέρος, στις Ιστορίες μιας χρονιάς όπου υπάρχει μια ιστορία για κάθε μήνα του έτους, παρόντα είναι και πάλι τα μεγάλα ζητήματα, η προδοσία, η παθολογία της οικογένειας –εδώ μεταξύ αδελφών, η απώλεια, η απογοήτευση, η επούλωση των πληγών με την αγάπη, η φυγή που στο σχολείο μαθαίναμε ότι δεν είναι λύση- και όμως, είναι, η νοσταλγία που εξωραΐζει τα άσχημα του παρελθόντος κάνοντάς τα να μοιάζουν όμορφα, η νοητική υστέρηση και ακόμα η άνοια στην ιστορία του Νοέμβρη που κλείνει με τη συγκλονιστική φράση: «Τι είναι ο άνθρωπος χωρίς τη μνήμη, ένα μάτσο μύες και κόκκαλα εκτεθειμένα στ’ αγιάζι του Νοέμβρη».


Μόνο που σε αυτό το τελευταίο μέρος, τις Ιστορίες μιας Χρονιάς συμβαίνει στον αναγνώστη κάτι που είπα στην αρχή της παρουσίασης, του δημιουργείται η ανάγκη για λίγο ακόμα ή για πολύ ακόμα. Μπορεί δηλαδή να δει αυτές τις ιστορίες ως πολύ μεγαλύτερες, να τις έπαιρνε η Λιάνα και καθεμιά από αυτές να την κάνει βιβλίο. Λίγο δύσκολο βέβαια να γράψεις Λιάνα άλλα 12 βιβλία μονομιάς, ίσως όμως 12 μεγάλα διηγήματα ενός βιβλίου γιατί, αλήθεια αυτές οι ιστορίες τα χουν όλα.


Όλα τ’ ανθρώπινα όπως είπα και στην αρχή.


Το Μη φοβάσαι τη νύχτα, σύμμαχος είναι, είναι ένα βιβλίο κέντημα της ανθρώπινης ύπαρξης που κάθε βελονιά του έχει μέσα της πολλούς ανθρώπους και κάθε άνθρωπος πολλές από τις βελονιές της Λιάνας. Όλα είναι εκεί ακόμα και όταν ντύνονται με τον ρομαντισμό και τη γλύκα μιας εποχής γεμάτης φιόγκους και κούκλες, μιας εποχής που θα μας λείψει όταν θα έχουμε ολοκληρωτικά χωθεί εμείς και οι επόμενοι στις οθόνες μας.

Αν μου επιτρέπετε, φθάνοντας στο τέλος να πω κάτι πιο προσωπικό: μπορεί αυτό το βιβλίο να είναι ένα βιβλίο για όλους, άντρες και γυναίκες νέους, μεσαίους και μεγάλους, ωστόσο για μένα έρχεται σε μια στιγμή που η ηλικία έχει κάνει ήδη τη δουλειά της. Την στιγμή που παραδέχεσαι και τις ήττες και τα τραύματα και τις ταπεινώσεις σου. Τη στιγμή που κατανοείς ότι είσαι ατελής και χαίρεσαι γι’ αυτό. Γιατί τέλειος ίσον τέλος. Τη στιγμή που η ανάγνωσή του επιβεβαίωσε την κατακτημένη μου πια γνώση και πίστη ότι το να είσαι και να φαίνεσαι ανθρώπινος είναι μια πελώρια αξία.

Θα κλείσω με το πιο αισιόδοξο κείμενο του βιβλίου, ένα κείμενο που πάει πάρα πολύ καλά παρέα με τις παραπάνω παραδοχές.

Εν αναμονή
Όχι ακόμη, είναι νωρίς. Μα όταν περάσει η μπόρα, όταν με το καλό επουλωθούν τα τραύματα και χλωμιάσουν οι απώλειες, τότε θα αντικρύσουμε, με μια κάποιαν έκπληξη ίσως, τον καινούριο φρεσκοπλυμένο εαυτό μας, ανάλαφρο απ’ όλα τα άχρηστα βαρίδια που είχαμε ηθελημένα φορτωθεί. Θα είμαστε όλοι κάπως πιο σοφοί, ευγνώμονες για τα θεμελιώδη· για τη συνείδηση της θνητότητας και για τις δεύτερες ευκαιρίες. Τότε θα μπορέσουμε ξανά να μαγευτούμε από μια μόνο σταγόνα βροχής, από μια μόνο χούφτα χώμα, από ένα μόνο αγριολούλουδο. Τότε θα είναι η στιγμή της επανεκκίνησης.

Λιάνα, σε ευχαριστούμε!

 

Αφήστε το σχόλιό σας