Η ομιλία της Όλγας Μοσχοχωρίτου στην παρουσίαση του βιβλίου "Φωτεινά παράθυρα" της Μαρίας Ντούμα.

Δευτέρα, 9 Ιανουαρίου 2023

ΦΩΤΕΙΝΑ ΠΑΡΑΘΥΡΑ

Όλγα Μοσχοχωρίτου
Δικηγόρος, κριτικός θεάτρου

Είχα τη χαρά και την τιμή το 2016 να πάρω μέρος στην παρουσίαση της πρώτης προσπάθειας της Μαρίας έκδοσης των ποιητικών αφηγημάτων της
Ηταν τα «ΤΑ ΕΡΗΜΑ ΣΠΙΤΙΑ».
Εγραφα τότε, και ισχύουν και σήμερα ότι:
Οι δρόμοι μας με τη Μαρία συναντήθηκαν αργά. Μόλις πριν λίγα χρόνια, σε συνθήκες όμως εγρήγορσης, υπερευαισθητοποίησης, τότε που το να μιλάς στο συνάδελφο στην Ευελπίδων, στο Δικηγορικό Σύλλογο, σε Συνελεύσεις και πορείες, σε δικηγορικές σελίδες του διαδικτύου, ακόμα και το να μοιράζεσαι σελίδες κοινωνικής δικτύωσης, να συνομιλείς, δεν ήταν πια μια ρηχή κοινωνικότητα. Ούτε έχει εκείνη την ανάλαφρη χαρά του καινούργιου που εμπεριέχει η πρώτη νιότη και που τόσο εύκολα εγκαταλείπεται, μέσα από τις διαφορετικές ενηλικιώσεις. Γνωριστήκαμε στην εποχή της αντάρας, την εποχή της κατάργησης των βεβαιοτήτων, την εποχή που το “παλιό έχει πεθάνει και το νέο δεν έχει γεννηθεί ακόμα”. Να ελπίσουμε ότι δεν θα ζήσουμε και την κατά Γκράμσι εποχή των τεράτων. Αυτές οι συναντήσεις όμως, επειδή δεν γίνονται σε εύκολες εποχές, φέρνουν μέσα τους έναν πυρήνα “οικειότητας” ουσιαστικής, σα νάχεις ξανασυναντηθεί στο παρελθόν , σα νάχεις ακολουθήσει κοινές ψυχικές πορείες, επώδυνες και γι αυτό εύκαρπες, ζωοφόρες...
Αυτή μου η αίσθηση επιβεβαιώθηκε όταν έφτασαν στα χέρια μου ΤΑ ΕΡΗΜΑ ΣΠΙΤΙΑ ΤΗΣ.
Ερημα ψυχικά τοπία, αντανακλάσεις του βιωμένου παρελθόντος, μια ποιητική αυτοβιογραφία που διαλέγεται με την εσωτερική ποίηση των λέξεων ή μάλλον των συναισθημάτων, από θραύσματα εικόνων μιας παιδικής ηλικίας που ενείχε ολόκληρο το μέλλον και τις εκδοχές του.
Συναντήθηκε η δική μου αστική αίσθηση με κείνη την πιο καρποφόρα της Μαρίας. Μία αίσθηση δηλαδή γης, χωριού, φύσης, στοιχειακά ψήγματα που σημαδεύουν την ενηλικίωση σαν τα ψιχουλάκια ενός Κοντορεβιθούλη, που ακόμα κι αν τα πουλιά τα φάνε, το κελάηδισμά τους σηματοδοτεί μια για πάντα τη γεωγραφία του εσωτερικού της κόσμου. Φτιάχνει έναν αλάνθαστο χάρτη πορείας. Γήινος κόσμος, με φτερά αετού και αστέρια την νύχτα. Τα πόδια στη γη, τα μάτια ψηλά και τα χέρια απλωμένα στο άπειρο».
«Τα φωτεινά παράθυρα» είναι η συνέχεια εκείνων των «Ερημων σπιτιών». Είναι το φως μέσα στο σκοτάδι…Είναι τα σημάδια του Κοντορεβιθούλη που λέγαμε.
Στα «φωτεινά παράθυρα» κυριαρχεί η «Μάνα» από τη μια και «το παιδί» από την άλλη…
Πηγαίνει πιο πίσω, στο παρελθόν, εκεί που ακόμα όλα τα διαφεντεύει η μήτρα της μάνας της
Η Μάνα γη και το παιδί καρπός. Μια ένωση που συμβολίζει για τη Μαρία τη ΖΩΗ.
Η Μαρία συνεχίζει μια ιδιότυπη δική της λογοτεχνική φόρμα και συνεχίζει να μας δείχνει πως δεν την βασανίζει η “λογοτεχνική φόρμα”, ή η ένταξη των ποιημάτων της, δηλαδή των λεκτικών δημιουργημάτων της, σε μια αναγνωρίσιμη ως “είδος” γραφή.
Ετσι συνεχίζει τα ποιητικά της αφηγήματα και από τον ποιητικό συνοπτικό λόγο, μπορεί να μεταβαίνει στο πεζό που εσωκλείει την ποιητικότητά του κάτω από έναν λόγο καθημερινό, ήρεμο, οικείο.
Ακομα όμως μπορεί να φλερτάρει και με τη δημοτική παράδοση, όπως στον Ανεμο
Εκλαιγες
Στην άκρη της αυλής
Τον άνεμο φοβόσουν
….
Το χέρι της
κράτησες σφικτά
κάπου για να ριζώσεις
Τον άνεμο φοβήθηκες
Μην τάχα και σε πάρει
Φλερτάρει με τον 15σύλλαβο όπως στο ποίημα «Βουβά»
Πόσοι καυμοί
και όνειρα
το βράδυ σε θυμούνται
Όμως αυτά είναι δευτερεύοντα
Το ταξίδι της Μαρίας είναι εσωτερικό, είναι κομμάτι αυτογνωσίας.
Τη Μαρία την τραβάει το χώμα της Θεσσαλίας.
Αυτή η πατρίδα της παιδικής της ηλικίας, την σημάδεψε για πάντα.
Το τοπίο γίνεται χώρος και τόπος των προσώπων και χάρτης τους. Ο χώρος προσδιορίζει τα ΠΡΌΣΩΠΑ.
Και ανακατεύει συνεχώς τις λέξεις σαν το χώμα στο χωράφι πριν το σπείρουν. Ετσι η πέτρα, ο χωματόδρομος, τα χωράφια τ’ αμπέλια, , τα δέντρα, τα σπαρτά, ο κάμπος, αχ! Αυτός ο Θεσσαλικός Κάμπος που θρέφει γενιές και γενιές, γίνεται σύμβολο και εικόνα μαζί,….μετατρέπονται και μετουσιώνονται διαρκώς ως τόποι και λέξεις και εικόνες και πρόσωπα ταυτόχρονα.
Μέσα σ’ αυτό το ζωντανό, φυσικό σκηνικό που παίρνει στον ψυχισμό της Μαρίας μεταφυσική χροιά, αναδύεται Η ΜΗΤΕΡΑ, η ΜΑΝΑ της Θεσσαλίας, η Μάνα ΔΕΝΔΡΟ, η Μάνα Ζωή. Η Μάνα της δεκαετίας του 50.
Φύσαγε
Πάντα ο αέρας σε φόβιζε

Κούρνιασες δίπλα της
Κρατήθηκες από το ρούχο της
«Μαζί θα μας πάρει» σκέφτηκες
Με λαχτάρα σφίχτηκες κοντά της»
Αγέλαστη, με τραχύ χάδι, σκονισμένο βλέμμα και ρυτίδες απ’ την αντηλιά, πρόσωπο - χαρτογραφία του τόπου της.
Τώρα πια η νοσταλγία για τη Μαρία, έχει μαλακώσει , το άλγος έχει υποχωρήσει , βλέποντας με το μάτι του παιδιού εκείνα τα αρχετυπικά χρόνια, η Μαρία – παιδί παίζει, όλα είναι ακόμα ένα ανοιχτό παιγνίδι
Αποδέχεται τη φύση για σπίτι της, γίνεται ένα με τα σύννεφα.
Μετά διαπιστώνει πως μεγάλωσε κι η μνήμη της ξεθώριασε, καλύπτοντας με ομίχλη το τοπίο
Και μετά συνειδητοποιεί πως παγιδεύτηκε και κείνη στο όνειρο
Εκείνο που γέννησε η γενιά του Πολυτεχνείου και τα πρώτα χρόνια που ακολούθησαν
Κι ενώ η απόφασή της είναι να σταθεί στα φωτεινά παράθυρα, πάντα ένα κομμάτι της θα γοητεύεται ουσιαστικά από τα έρημα σπίτια και θα φλερτάρει με την υπέρβαση των ορίων ακόμα και το κενό:
Να μην μπορεί να κρατηθεί
Να κινδυνεύει
Να φεύγει το σαθρό το κάγκελο
Κι εκείνη στο κενό του τρίτου ορόφου
Ακόμα καιροφυλακτεί μια αίσθηση στενότητας και φλερτάρει με την ιδέα της ρευστοποίησης , στο να χυθεί η ίδια μέσα σε μια γλυκιά ανυπαρξία
Όμως επανέρχεται η ανάγκη για ζωή πλεονεκτεί για λίγο το φως του ήλιου απέναντι στο σκοτάδι και τη σώζει η αίσθηση ένωσης με τα στοιχεία της φύσης
Αρκεί μια Ανοιξη για την πάει και πάλι πίσω , στον απωλεσθέντα παράδεισο της παιδικής ηλικίας, όπου οι προσδοκίες δεν έφερναν ακόμα μέσα τους την μελαγχολία της ματαίωσης. Και κάθε μέρα ήταν απλώς καινούργια. Αρκούσε μια άκρη από το φουστάνι της μητέρας της
Ερχονται βέβαια και οι στιγμές του απολογισμού και μιας σκληρότητας έναντι του εαυτού της
Την ταλαιπωρεί ένα χρέος που όλο λέει πως ξόφλησε αλλά εκείνο επιμένει, γιατί κατοικοεδρεύει στον μέσα κόσμο
Πάντως διαρκώς ζυγιάζει τις δυνάμεις της ανάμεσα στην ελπίδα και τη ματαίωση, το φόβο….
Συζητά με τον εσώτερο εαυτό της.. .Αλλοτε τον κατανοεί και τον συγχωρεί. Αλλοτε τον στήνει με θυμό ή παράπονο στον τοίχο
Ψάχνει διαρκώς ένα GPS ελπίδας.
Και συνεχώς καλεί τα αγαθά της πνεύματα, δηλαδή τα στοιχειά της φύσης να την προστατέψουν έτσι ώστε να μην αυτοτραυματιστεί. Κι αν είναι κάτι να κόψει με το μαχαίρι της νάταν μόνο τα σύννεφα που της κρύβουν τον ήλιο
Σύννεφα, βροχή, ψυχάλες…και ο δρόμος…η άκρη…η πορεία…το φευγιό.
Δίνει μάχη με τα όνειρά της, προσπαθεί να ξορκίσει τα παιδικά τραύματα, το βύθισμα στα σκοτάδια της ψυχής
Κάποιος έχει απαγορέψει τη χαρά
Υβρις θα είναι η ζωή
Χωρίς τη δυστυχία
Αυτολογοκρίνει τα όνειρά της για να κατακτήσει το εφικτό και ο έρωτας φέρνει αιμορραγία, ενώ κινδυνεύει γενικά από εσωτερική αιμορραγία
Πενθεί για το ταξίδι που χάσαμε, ψάχνοντας τον προορισμό
Παλινδρομεί κινδυνεύοντας να την καταπιεί η μαύρη τρύπα, θεωρώντας πως ξοδεύουμε άδοξα τη ζωή, ενώ επιθυμεί τα υψηπετή και αποτίνει φόρο τιμής στις λέξεις (μην ξεχνάμε πως αυτές είναι ή ύλη της σκέψης)
Τελειώνοντας φαίνεται να συμβιβάζεται με την ατέλεια της ζωής, και της αρκεί που ζήσαμε, που υπήρξαμε νέοι «πως εκεί θα γυρνάμε πάντα στης νιότης την όμορφη πόλη»


Ο κόσμος που μας εικονοποιεί η Μαρία είναι ένας κόσμος Θηλυκός…Ενας κόσμος που διαρκώς αιμορραγεί και ταυτόχρονα γεννάει τη ζωή
Η αλήθεια είναι πως απουσιάζει η μορφή του ΠΑΤΕΡΑ. Ο συμβολισμός δηλαδή του αρσενικού που γονιμοποιεί το θηλυκό…Ισως αυτή να είναι η επόμενη απόπειρά της. Ας είναι…Το μέλλον θα δείξει.
Αλλωστε μη νομίζετε. Οι λέξεις μας πηγαίνουν όπου εκείνες θέλουν και εκείνες ξέρουν.

 

Αφήστε το σχόλιό σας