Η φιλόλογος Αρετή Αντωνακοπούλου μιλάει για το βιβλίο "Τυφλή δικαιοσύνη" του Εμμανουήλ Στυλ. Λυκούδη

Τρίτη, 11 Οκτωβρίου 2022

ΕΙΣΗΓΗΣΗ ΒΙΒΛΙΟΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗΣ “ΤΥΦΛΗΣ  ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ”

ΦΙΛΟΙ ΤΗΣ ΔΒΑ” ΚΑΙ “ΤΥΦΛΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ”, Η ΓΥΝΑΙΚΕΙΑ ΠΑΡΟΥΣΙΑ
ΣΤΗ ΝΟΥΒΕΛΑ ΤΟΥ ΕΜ. ΛΥΚΟΥΔΗ

 

Κυρίες και κύριοι καλησπέρα σας,

Η βιβλιοπαρουσίαση μιας επανέκδοσης έργου που ξεπερνά τον ένα αιώνα, από τότε που γράφτηκε, γεννά μερικές εύκολα εννοήσιμες υποχρεώσεις. Στις πλάτες μου πέφτει να τις πραγματοποιήσω και σε σάς εναπόκειται η κρίση για το πόσο επιτυχής θα είναι η προσπάθεια. Δεν παρέλκει, αλλά θεωρώ αρκετά τα όσα ακούστηκαν ήδη για το συγγραφέα Εμμ.Λυκούδη. Θα αναφερθώ, ξεκινώντας, στην ομάδα που εμπνεύστηκε, ετοίμασε και έδωσε προς επανέκδοση την « Τυφλή Δικαιοσύνη» και τα άλλα δύο συνεπανεκδοθέντα κείμενα.

Οι φίλοι της ΔΒΑ είναι μια άτυπη ομάδα ανθρώπων, που, με κέντρο την πολύκαρπη βιβλιοθήκη της πρωτεύουσας του Ν. Φωκίδας, ενώνουν δυνάμεις, αλληλοενημερώνονται, αναλαμβάνουν και φέρνουν θαυμαστά σε πέρας καθήκοντα, καταλήγοντας σε εκδοτικές κυρίως προσπάθειες αξιέπαινες και πολλαπλά ωφέλιμες για το κοινό που απευθύνονται και αυτό σαφώς δεν είναι το τοπικό. Εδώ και 12 χρόνια, υπάρχει η έκδοση του ημερολογίου των φίλων, με αναφορές σε πρόσωπα και έργα απ’ την αρχαιότητα μέχρι σήμερα, που σημάδεψαν την ιστορική πορεία της ευρύτερης περιοχής. Το 2013, επανεκδόθηκε, αποδοσμένος στη Νεοελληνική, ο «Τελευταίος Κόμης των Σαλώνων» και το 2020 ο «Μακρυγιάννης». Η παρούσα επανέκδοση, ας αναγράφονται στο τέλος τα σχετικά, αξίζει να ειπωθούν, είχε το σεμνό άνθρωπο που υπέδειξε το κείμενο στην α΄ έκδοση, τη συλλογή «Νέα Διηγήματα» του συγγραφέα.

Άλλος ερεύνησε και εντόπισε και τα άλλα κείμενα τα σχετιζόμενα με την περιοχή, άλλη ξαναέγραψε το κείμενο σε πολυτονικό με ιδιαίτερη επιμέλεια, άλλος συνέθεσε τα δυο παρατιθέμενα γλωσσάρια, λόγω του εμπλουτισμένου με ασυνήθιστες λέξεις λεξιλογίου του συγγραφέα, άλλη μελέτησε την «Τυφλή Δικαιοσύνη»  και συνέθεσε μια χρήσιμη για τον αναγνώστη λογοτεχνική ανάλυση. Σ’ αυτήν «κόλλησε» και η ιστορική ανάλυση του παλιότερου συστήματος της ποινικής δικαιοσύνης, που η δικαστική πλάνη του κορύφωσε την ιστορία της νουβέλας. Άλλοι εντόπισαν τις εξαιρετικές φωτογραφίες των τόπων που διαδραματίζεται η νουβέλα και κοσμούν το βιβλίο. Ας μου επιτραπεί να κάνω ονομαστικά λόγο για τον πατέρα Αμφιλόχιο Καμίτση, ζωγράφο-αγιογράφο, που συνέθεσε έργα ειδικά για την επανέκδοση.

1ο. Το εξώφυλλο με τη χήρα και τις ορφανές κόρες τού άδικα καταδικασμένου αθώου ποιμένα να μαζεύουν ελιές στον ελαιώνα της Άμφισσας. 2ο  τον αποχωρισμό στη σελ.69, με τις τρεις γυναίκες απ’ τη μια και τον άδικα καταδικασθέντα άνθρωπό τους απ’ την άλλη, η βάρκα και το πλοίο που θα τους χώριζε για πάντα ανάμεσά τους, πηγαίνοντάς τον σιδεροδέσμιο από την Αγιά Μαρίνα Φθιώτιδας στις φυλακές του Ναυπλίου, και 3ο την «απόδραση» στη σελ.90, έξω απ’ τις ουδέτερα σκιαγραφημένες φυλακές, ο νεκρός, πάνω σ’ ένα πρόχειρο φορείο-φέρετρο. Η νεοβυζαντινή τεχνοτροπία των σκίτσων, με την παραστατική απόδοση καταστάσεων και συναισθημάτων σε πρόσωπα και τοπία, αναδεικνύει, με τον καλύτερο τρόπο, τα κείμενα και στις τρεις εκδόσεις των φίλων της ΔΒ που ανέφερα, για τα οποία συνέθεσε τα έργα του ο σεβαστός πατήρ Αμφιλόχιος.

Στις υποχρεώσεις τού είδους τής βιβλιοκρισίας περιλαμβάνεται και η ανάπτυξη μιας πτυχής κάθε παρουσιαζόμενου βιβλίου. Επέλεξα προς τούτο την γυναικεία παρουσία στην «Τυφλή Δικαιοσύνη». Το πάθος και η ασίγαστη επιθυμία κατάκτησης ως συζύγου μιας νέας, όμορφης και πλούσιας γυναίκας, υποψήφιας νύφης, γέννησε την αλυσίδα των γεγονότων που περιπλέκονται στη νουβέλα. Δραματικά πρόσωπα είναι η μητέρα και η υπηρέτρια του δολοφονημένου Γαλαξιδιώτη καραβοκύρη. Οι σημαντικότερες, κατά την άποψή μου, γυναικείες φιγούρες του έργου είναι η σύζυγος-χήρα και οι κόρες που έμειναν ορφανές του αθώου-άδικα καταδικασθέντα Αγιαθυμιώτη ποιμένα. Σε μια χορεία ανδρών πρωταγωνιστών ανταγωνιζόμενων-συγκρουόμενων-διαφωνούντων, που φθάνουν σε ακραία σημεία την αντιπαράθεσή τους και επιβεβαιώνουν ιστορικά το πλαίσιο της εποχής μιας καθαρά ανδροκρατούμενης κοινωνίας, οι ρόλοι που επιφυλάσσονται στους γυναικείους χαρακτήρες είναι μικροί, συνοπτικοί, περιθωριακοί θα λέγαμε, αλλά όχι ασήμαντοι.

Η Χρυσούλα Πανάργη, το πλουσιότερο αρχοντοκόριτσο της Άμφισσας, δεν εμφανίζεται ποτέ στο προσκήνιο, απλά γίνεται λόγος γι’ αυτήν. Ο πατέρας της αποφασίζει ποιον άντρα θα της δώσει και, όταν αυτός δολοφονείται, υπείκοντας στην ανάγκη αποκατάστασης της κόρης, κάνει την κίνηση προσφοράς του χεριού της στον αρχικά απορριφθέντα υποψήφιο και τώρα κρυπτόμενο και ασύλληπτο δολοφόνο. Στην αιφνιδιαστικά απορριπτική, λόγω τύψεων, στάση του νέου υποψήφιου, ο πατέρας της, με ελεγχόμενη την ειλικρίνειά του, λέει στον Τρίγκο ότι η κόρη του είχε αγαπήσει το δολοφονημένο και ότι, μετά τη δολοφονία, «ανάβλεψε», μεταστρεφόμενη, μόλις σε τρεις μήνες, προς το νέο υποψήφιο, που είχε γίνει δολοφόνος. Δύσκολα γίνονται πιστευτά τόσο η βαρύνουσα δική της γνώμη ως προς την επιλογή συζύγου όσο και η γρήγορη μεταστροφή συναισθημάτων-επιλογής νέου υποψήφιου γαμπρού. Στον λάτρη παράθεσης λεπτομερειών, αρχικά τουλάχιστον για το τελευταίο εμπορικό ταξίδι του Καρέλη, συγγραφέα η κοπέλα δεν ευτύχησε, παρότι καταλυτικό για την πλοκή της νουβέλας πρόσωπο, να διαμορφωθεί συγγραφικά σε ηρωίδα. Με τα αντίστοιχα ευρωπαϊκά συγγραφικά πρότυπα, μπορούμε να φανταστούμε πόσο θα «ανέβαζε» τη νουβέλα μια ενεργή παρουσία στην εξέλιξη της Χρυσούλας ως ηρωίδας. Από αυτό κρίνεται και το μέτρο αξίας του συγγραφέα, πέραν των δεσμεύσεων από τα ήθη της εποχής.

Η καπετάνισσα μάνα του δολοφονημένου, είναι ένα πρόσωπο χωρίς ανάμειξη στη δράση του έργου, μια τυπική ηλικιωμένη γυναίκα πλούσιου ναυτικού γαλαξιδιώτικου σπιτιού της εποχής των καραβιών και της ακμής. Όταν αντικρίζει, μέσα στο σπίτι της, δολοφονημένο το γιο της, καταρρέει. Η ιατρική επιστήμη τη βοήθησε να κρατηθεί στη ζωή όταν η θέα του νεκρού παιδιού της τής προκάλεσε αφασία, απλανές βλέμμα, και αδυναμία να καταθέσει στις αρχές. Αργότερα συνήλθε, αλλά έχοντας χάσει κάθε σκοπό και στήριγμα στη ζωή της, επιμελήθηκε, όπως ταίριαζε στην τάξη της, τα μνημόσυνα του δολοφονημένου γιου της και τις με αφορμή αυτά φιλανθρωπικές δωρεές.

Νεότερη και σαφώς στενού και περιορισμένου κοινωνικού και πνευματικού ορίζοντα άτομο, η υπηρέτρια-ψυχοκόρη Μοσχούλα, ανακάλυψε, πρωί την επομένη του φόνου, τον σκοτωμένο καπετάνιο, βγήκε στο δρόμο σε έξαλλη κατάσταση και έδωσε κατάθεση που «έσπρωξε» αθέλητα την ανάκριση προς τον τσοπάνη που είχε συναντήσει τελευταίος το αφεντικό της. Με τις συνθήκες τής ζωής της και τής μοιραίας βραδιάς «δεν ήξερε παρά ότι εγίνηκε» και έπεσε στην αντίληψή της εκείνη τη νύχτα, ικανά ωστόσο να σπρώξουν τις διωκτικές αρχές κατά του επισκέπτη-τσοπάνη. Η ψυχοκόρη ήταν «ο μόνος άνθρωπος να πονεί και να παραστέκει» τη χαροκαμένη μάνα. Χωρίς πολλά πολλά εδώ, ο ρόλος της υπηρέτριας συνοπτικά έχει διαμορφωθεί απ’ το συγγραφέα όσο και όπως χρειάζεται για την εξέλιξη του έργου.

Δραματικές φιγούρες η σύζυγος του τσοπάνη Παναγιού και οι δυο του κόρες, Βασίλω και Δέσπω, ακολούθησαν τον άνθρωπό τους και κάθησαν πλάι του, κατά παραχώρησιν, στο εδώλιο τού ορκωτού κακουργοδικείου Λαμίας στη δίκη, με αυστηρές προειδοποιήσεις. Βουβά πρόσωπα της τραγωδίας, παρακολουθούσαν, χωρίς να καταλαβαίνουν, φοβόντουσαν γι’ αυτό που θα συνέβαινε και «έμπηξαν δυνατά ξεφωνήματα» στην ανάγνωση της απόφασης και κατόπιν αγκαλιάστηκαν διαβλέποντας τα επικείμενα δεινά. Λίγο μετά, κατά την επιβίβαση στο πλοίο μεταγωγής, όταν τους αποχώριζε για πάντα η μοίρα από τον δύστυχο τσοπάνη, τις σπαραχτικές σκηνές αδυνατεί να περιγράψει ο συγγραφέας «δεν έχω τι να πω για ό,τι έγινε εκεί». Η πιο έντονη και εκτενώς αποτυπωμένη γυναικεία παρουσία στη νουβέλα, είναι όταν η χήρα και οι ορφανές κόρες του τσοπάνη «που η λύπη και ο καημός είχαν βάλει τη σφραγίδα τους στις μορφές τους», εργάτριες στα ελαιοκτήματα του Τρίγκου (μάζευαν ελιές), στάθηκαν απέναντί του στην ουρά, να πληρωθούν την εργασία τους, ένα Σαββατόβραδο.

Στις λίγες κουβέντες που αντήλλαξαν, με ερωτήσεις του σκληρά δοκιμαζόμενου απ’ τις τύψεις διαφεύγοντα δολοφόνου, η Παναγιού έβγαλε όλη την πίκρα της «τι ψυχή θα παραδώσει στο Θεό ο φονιάς που έβλεπε την καταδίκη κεινού που θα πλήρωνε το δικό του το φονικό και δεν εχύθηκε μέσα στο δικαστήριο να πη, εγώ είμαι ο φονιάς· πιάστε με;». Ο διαφεύγων παραδέχεται ότι «να αφήσει να χαθεί ένας άνθρωπος που δεν έφταιξε, είναι πολύ χειρότερο από το φονικό που έκανε». Ζητά να μάθει το πως ζουν οι τρεις γυναίκες. Η μεταστροφή έχει επέλθει στην ψυχή του. Με εύσχημο τρόπο, τις σταματά «δε θα ήθελα πλειά να δουλεύετε σεις σ’ αυτά εδώ τα χτήματα πλειά». Στα παρακάλια της Παναγιούς να εξακολουθήσουν την εργασία τους, καταβάλει ένα δυσανάλογα μεγάλο ποσό και, όταν η Παναγιού, με βουρκωμένα μάτια, έσκυψε να του φιλήσει το χέρι, με «ανεξήγητη τρομάρα», τραβήχτηκε πίσω. Ζητώντας να του πει τα ονόματα των θυγατέρων της, τους ευχήθηκε καλή τύχη. Στη δυσπιστία της συνομιλήτριας, έκλεισε τη στιχομυθία τους λέγοντας «που ξέρεις κυρά Παναγιού, που ξέρεις; Ο Θεός είναι μεγάλος».

Για τις κουτσομπολίστικες εικασίες, όταν μαθεύτηκε η επαγωγή της κληρονομιάς στις τρεις γυναίκες, δε χρειάζεται σχόλιο. Παραθέτουμε μόνο την καταληκτική φράση του συγγραφέα για τη μακροημέρευση της Παναγιούς «που εζύγωνε στα εκατό χρόνια, ένα σκέλεθρο με λαμπερά μάτια, που έμοιαζε σαν μια φανταστική υπερκόσμια ύπαρξη». Το δίκιο που την έπνιγε και η παρρησία έκφρασης των άδικων βασάνων και του στιγματισμού που είχαν οικογενειακά υποστεί είχαν λειτουργήσει ως καταλύτης στην επίσπευση του τέλους των τύψεων που κατέτρυχαν τον ασύλληπτο δολοφόνο και τη διάθεση, με διαθήκη, της μεγάλης περιουσίας του στις γυναίκες αυτές, παράπλευρα θύματα του εγκλήματός του.

Η Παναγιού είναι μια γυναίκα του λαού, που έδινε τη μάχη τής ζωής και δίπλα στον άντρα της και μόνη της, όταν άδικα τον έχασε και είχε το σθένος και το θάρρος, όταν προκλήθηκε, να πει τον πόνο της. Χωρίς και δω να έχει προηγουμένως συνθέσει την Παναγιού σε ολοκληρωμένο χαρακτήρα, ο Λυκούδης, παρουσιάζει, με πολύ πειστικό τρόπο, τα χαρακτηριστικά της λαϊκής Ελληνίδας γυναίκας της υπαίθρου του 19ου αιώνα και ύστερα, ως τη δεκαετία του ’60, του 20ου

Παρόλο που η σκιαγράφηση των γυναικείων μορφών της νουβέλας είναι αναιμική, συνοπτική και ατελής, είναι καταλυτικός ο ρόλος της Χρυσούλας και της Παναγιούς στη λήψη των αποφάσεων και την εκτέλεση των πράξεων του δολοφόνου, άρα στην εξέλιξη της πλοκής και την κορύφωση του δράματος. Το πάθος του Τρίγκου για τη νεαρή πολύφερνη νύφη, τον οδήγησε στη διάπραξη τού φόνου τού ανταγωνιστή, ενώ οι τύψεις απ’ την αδικία και την κακοτυχία που βίωνε η οικογένεια τού άδικα καταδικασμένου τσοπάνη, τον έσπρωξε, αν και ασύλληπτο, στην αυτοχειρία. Παρά τις προοδευτικές αντιλήψεις του, ο συγγραφέας, φίλος και υποστηρικτής του Χαρίλαου Τρικούπη, δεν ξεπέρασε τα στερεότυπα, τα περιοριστικάγια τη γυναίκα και ανδροκρατικά πλαίσια της εποχής.

Το βιβλίο, με τα θέματα που θίγει ο συγγραφέας, θα κινήσει, σίγουρα, το ενδιαφέρον και των σύγχρονων αναγνωστών, αφού η ερωτική στο βάθος αντιζηλία και το πού μπορεί να φθάσει ο άνθρωπος εξαιτίας της από τη μία και οι αδυναμίες-αστοχίες στην απονομή της δικαιοσύνης από την άλλη, απρόσμενα, δεν έχουν εξαλειφθεί και στις μέρες μας, παρόλο που τα τεχνολογικά μέσα είναι ικανά, πολύ ευχερέστερα, να φωτίζουν την αλήθεια. Να είναι καλοτάξιδο, φίλες και φίλοι, το βιβλίο και να προσφέρει τις συγκινήσεις και τους προβληματισμούς που εμπεριέκλεισε στη συγγραφή του ο Λυκούδης.

Οι φίλοι της ΔΒΑ εκφράζουμε και από δω θερμές ευχαριστίες, στους συνεκδότες, τους διοργανωτές της αποψινής εκδήλωσης, τους εκλεκτούς εισηγητές και την έξοχη αναγνώστρια. Μας τιμήσατε, με συγκινητικά μοναδικό τρόπο. Ευχαριστούμε και όλους εσάς που παρευρίσκεστε απόψε στη φιλόξενη τούτη αίθουσα. Τέλος τέλος, σας εκφράζω και τις πολλές προσωπικές μου ευχαριστίες.

Αρετή Αντωνακοπούλου 
Φιλόλογος

Αφήστε το σχόλιό σας