Η φιλόλογος Μαρία Φραγκιαδάκη μιλάει για το βιβλίο "Ράουλο" της Μαρίας Γρηγοριάδη

Δευτέρα, 20 Φεβρουαρίου 2023

Ομιλία από την παρουσίαση του βιβλίου στο Πολύκεντρο Δήμου Ηρακλείου, 21 Νοεμβρίου 2022

Μαρίας Γρηγοριάδη, «Ράουλο», εκδ. Άπαρσις, 2022


Μία ενδιαφέρουσα σπουδή στην τέχνη της γραφής και της ζωής.


Η καταξιωμένη ζωγράφος Μαρία Γρηγοριάδη αφήνει τη χρωματική της παλέτα και πιάνει τις λέξεις, για τις οποίες τρέφει μεγάλη εκτίμηση και θαυμασμό, και μας παραδίδει το πρώτο λογοτεχνικό της έργο με τον ασυνήθιστο, σχεδόν προκλητικό, τίτλο «Ράουλο». Ένα καλαίσθητο βιβλίο από τις εκδόσεις «Άπαρσις» με ωραίο εξώφυλλο, έργο της συγγραφέως, και περιεχόμενα που διεγείρουν την περιέργεια και προδιαθέτουν για προσεχτική ανάγνωση.


Το «Ράουλο» είναι μια επιμελημένη συλλογή διηγημάτων με πλούσια θεματολογία και ποικίλες εκφάνσεις λογοτεχνικού λόγου. Στις 200 περίπου σελίδες του έχουν βρει θέση εκτενή ερωτικά διηγήματα και διηγήματα-παραμύθια με ολοκληρωμένους χαρακτήρες, αρκετή δράση και περιγραφές της φύσης, σύμφωνα πάντα με τις προδιαγραφές της διηγηματογραφίας∙ μικρά αφηγήματα πυκνής γραφής σαν θεατρικά μονόπρακτα ή ενότητες με περισσότερες πράξεις, κι ακόμη διαφορετικές εκδοχές του ίδιου γεγονότος από άλλη οπτική∙ ιστορίες, όπου ένα αφηγηματικό όλον που θα μπορούσε να αναπτυχθεί σε μυθιστόρημα, αποδίδεται σύντομα με θαυμαστή οικονομία λέξεων∙ μικρά-μικρά κείμενα (μπονζάι) με την καρδιά μόνο ενός ζητήματος ή την ανάλυση ενός αισθήματος∙ κι ακόμη, αφορισμοί αποφθεγματικού χαρακτήρα σε μία περιεκτική φράση (Η Δευτέρα Παρουσία των βιβλίων είναι η ανάγνωση. Ο ποιητής είναι ο τηλεγραφητής του Θεού επί της γης). Όλα ετούτα τα διηγήματα και οι μικροϊστορίες, που περικλείουν ποικίλες στιγμές συμπυκνωμένης ζωής, αποδεικνύουν πως ένα ποσοτικό κριτήριο, η συντομία, μπορεί να μετατραπεί σε ποιοτικό χαρακτηριστικό. Η συγγραφέας «παίζει» δημιουργικά με ένα από τα κύρια μορφολογικά στοιχεία του διηγήματος, τανύζοντάς το ώς τα όριά του, ως την άκρα συμπύκνωση: ένα γλωσσικό παιχνίδι πολλών αποχρώσεων με μία μόνο λέξη (φαυλεπίφαυλοι ή θεραπευτικοιαματικοεπεμβασομεσολάβησης). Παραβιάζοντας επίσης τη στίξη, τόσο σε εκτεταμένα διηγήματα όσο και σε μινιατούρες, δημιουργεί κείμενα με λόγο κοφτό, κατακερματισμένες φράσεις και μονολεκτικές προτάσεις, αλλά και ασθμαίνουσες αφηγήσεις μακροπερίοδης σύνταξης με ελάχιστες τελείες, και κάποια εντελώς άστικτα, με εντυπωσιακότερο το «Ξανά ζωή», έναν παραληρηματικό μονόλογο 18 σελίδων, χωρίς κανένα σημείο στίξης, υπέροχο δείγμα αυτοματικής γραφής. Υπερβαίνοντας λοιπόν το φράγμα της έκτασης του λόγου, της στίξης και των λέξεων, επιτυγχάνει τη διαφορετικότητα της κάθε αφήγησης. Η κειμενική ποικιλομορφία ενισχύεται και από μία ευρεία γκάμα μονολογικών αφηγήσεων: εσωτερικοί μονόλογοι με τις πλέον προσωπικές σκέψεις, φορτισμένες εξομολογήσεις με απεύθυνση σε κάποιον, «φλύαρες» αφηγήσεις με αρκετούς ελιγμούς αλλά και λιτοί σαν μαρτυρικές καταθέσεις μονόλογοι, διαπλεκόμενοι ή μη. Επιπλέον, οι πρωτοπρόσωπες αυτές φωνές, που συνήθως ιχνηλατούν σκοτεινές πτυχές της ανθρώπινης ψυχής, εναλλάσσονται κάποτε με τη φωνή ενός κεντρικού παντογνώστη αφηγητή που βλέπει, σχολιάζει και φιλοσοφεί τη ζωή. Η Γρηγοριάδη, με πίστη στη δυναμική πολυμορφία της γλώσσας, τολμά αρκετές υπερβάσεις, όπως έχει ήδη ειπωθεί, δοκιμάζοντας (δοκιμή και δοκιμασία) διαφορετικά στυλ γραφής, όλα ενδιαφέρουσες «ασκήσεις ύφους». Και επιλέγει ένα πολύτιμο στην κυριολεξία του τεχνολογικό εξάρτημα που κινεί, μετακινεί, σύρει, στρίβει, ασφαλίζει ή ανυψώνει, να γίνει ο συμβολικός τίτλος που θα τα στεγάσει. Με μια σειρά λοιπόν υφολογικών πειραματισμών, αλλά και με την αξιοποίηση διαφόρων λογοτεχνικών ειδών (παραμυθιού, αλληγορίας, βιογραφίας, επιστημονικής φαντασίας, αστυνομικής μυθοπλασίας), προσεγγίζει παλιά και σύγχρονα θέματα. Έρωτες, όνειρα και διαψεύσεις, αδιέξοδες σχέσεις και ματαιωμένα αισθήματα, θάνατοι, μετανάστευση και προσφυγιά, ειδωμένα όλα μέσα από ιστορίες ανθρώπων και παραμύθια με πρωταγωνιστές ζώα.


Ενδεικτικά, σε ένα σύντομο κείμενο «Το βατράχι», μια μάγισσα μεταμορφώνει το χυμένο έξω απ’ το κεφάλι μυαλό ενός πανέξυπνου άλλοτε ανθρώπου σε πράσινο βάτραχο που ολοένα χοροπηδά γύρω από τον ιδιοκτήτη του, ανήμπορο τώρα τρόφιμο σε άσυλο αδυνάτων. Μια πικρή αλληγορία για την τραγική μοναξιά των ανθρώπων με άνοια. «Ο άνθρωπος, δίχως το μυαλό του δεν ήταν πια παρά ένα σπίτι ακατοίκητο»). «Ο παππούς μου ο Άργος» είναι μια εκτενής αφήγηση περιπέτειας με τη φωνή ενός γοητευτικού τετράποδου. Ο φιλομαθής σκύλος ονόματι Όμηρος, από μασκώτ της πλατείας γίνεται ταξιδευτής, αναζητώντας τις ρίζες του στο μακρινό νησί της Ιθάκης. Φιλόστοργος και ανεκτικός, παίρνει συνταξιδιώτες του τη γάτα και το μικρό σπουργίτι. Στον μονόλογό του, εκτός από την αυτοεικόνα του, προβάλλονται σκέψεις και εμπειρίες, δυσκολίες του ταξιδιού και της ζωής των αδέσποτων. Ωστόσο, ανάμεσα στα παραμυθικά στοιχεία ενσωματώνονται, με ωραίο χιούμορ και φιλοσοφικά υπονοούμενα, πληροφορίες για την ομηρική παράδοση αλλά και τις σύγχρονες αρχαιολογικές ανασκαφές.


Η τρέχουσα επίσης πραγματικότητα καθρεπτίζεται ποικιλοτρόπως μέσα από περιπέτειες ανδρών, γυναικών και παιδιών. Με εικόνες καθημερινές προβάλλεται ο πόνος του πρόσφυγα και ο σκληρός αγώνας επιβίωσης ντόπιων και ξένων που ζουν στο περιθώριο της ζωής με συνεχή αβεβαιότητα. Όμως και επιτυχημένοι αστοί, καλλιτέχνες με ένοχα μυστικά, επιστήμονες εγκλωβισμένοι στο είδωλό τους, ασφυκτιούν μέσα στον πνιγηρό κόσμο μιας ανιαρής καθημερινότητας. Όλοι τους με προσδοκίες κάποτε, τώρα γεμάτοι εμμονές και ανικανοποίητες επιθυμίες, καταφεύγουν στις νεανικές τους αναμνήσεις ή, ανασφαλείς και πληγωμένοι, παραιτούνται στη μιζέρια, στην αλαζονεία, στο συσσωρευμένο μίσος. Από μια άλλη οπτική, όλα φαίνονται να περιστρέφονται γύρω από τις πολυκύμαντες ανθρώπινες σχέσεις, η προβληματική των οποίων συμπλέκεται με τη θεματική του έρωτα και της οικογένειας, σε συνάρτηση κυρίως με την ηλικία και την ωριμότητα, αλλά και με το φύλο και την κοινωνική θέση. Εφηβικοί έρωτες μαραίνονται ανεκπλήρωτοι ή δεν προλαβαίνουν να ανθίσουν, παράδοξες οι αντιδράσεις μιας ανώριμης νεότητας, συζυγικές σχέσεις μέσα στην ασυνεννοησία και την αποξένωση. Δυστυχείς άνθρωποι, με συναισθηματικές κυρίως αναπηρίες, υπεύθυνοι εν πολλοίς των επιλογών τους. Η συγγραφέας ωστόσο δεν καταδικάζει, δεν κατακρίνει ούτε ηθικολογεί. Βλέπει με συγκατάβαση, σεβασμό και δικαιοσύνη τους ήρωές της. Όσο κι αν η πλάστιγγα της συμπάθειας γέρνει περισσότερο προς τη γυναίκα, είναι αρκετές οι φορές που κλίνει και προς τον άνδρα. Γιατί η Γρηγοριάδη, έχοντας μια πολύμορφη θεώρηση των πραγμάτων, πιστεύει στις αμοιβαίες σχέσεις της ζωής και στην ισορροπία των αντιθέσεών της. Πάντως, οι θαλασσοδαρμένοι που ξεβράζονται σε απόμακρο νησί είναι άνδρες. Ναυαγοί όμως της ζωής είναι άνδρες και γυναίκες. Μερικοί και μερικές δεν χάνουν την ανθρωπιά τους και αναζητούν καταφύγιο στη φυγή, στα όνειρα ή στην ομορφιά της φύσης. Κάποτε, σε μια οριακή στιγμή μεγάλης δοκιμασίας που λειτουργεί σαν μέσο συνειδητοποίησης, σηκώνουν ανάστημα θανατώνοντας εσωτερικά εμπόδια και επαναπροσδιορίζοντας τη ζωή τους, παίρνουν τη γενναία απόφαση για αλλαγή πλεύσης.


Βασικά σύμβολα η θάλασσα και το νησί (με κύρια σημαινόμενα το ταξίδι και το ναυάγιο), καθώς και ο θάνατος. Απώλειες αγαπημένων προσώπων (γονείς θρηνούν τον θάνατο του παιδιού τους, παιδιά αντιμέτωπα με τον θάνατο των γονιών), αυτοκτονίες, φόνοι, εγκλήματα, ομαδικές συμφορές με θερισμένα κορμιά από μαλάρια ή ολέθριες φυσικές καταστροφές, αλλά και ψυχικός θάνατος ή θάνατος του έρωτα. Αργή πορεία θανάτου η παθητικότητα ή η διαιώνιση μιας θλιβερής ζωής. Υπάρχει ωστόσο και η διαφορετική θεώρηση. Ο θάνατος λογίζεται η άλλη όψη της ζωής και του έρωτα, το αναγκαίο πέρασμα στην ωριμότητα και την αναγέννηση. Μια αλήθεια πανταχού παρούσα στη φύση: καθετί που γεννιέται πεθαίνει για να γεννηθεί ξανά μια νέα ζωή. Το βασικό αυτό μοτίβο, με πολλαπλές κυριολεκτικές και μεταφορικές απηχήσεις, φαίνεται να είναι το νήμα που συνδέει τα διαφορετικά ετούτα κείμενα. Και ενώ ρίχνει βαριά τη σκιά του σε πολλές ιστορίες, η σημασιολογική του βαρύτητα δεν εντοπίζεται με την πρώτη ανάγνωση, ούτε καν η παρουσία του. Το γεγονός όμως του θανάτου είναι εκεί με πολλούς τρόπους και αιτίες. Και συνεπάγεται πένθος, πόνο βαθύ, παραίτηση κι απελπισία, αλλά και θέληση για ζωή, αφύπνιση και αυτοβελτίωση. Αυτή, νομίζω, την «κρυμμένη» αλληλουχία ζωής-θανάτου υπαινίσσεται καθαρά η συγγραφέας, και κάτι παραπάνω∙ η αναζήτηση του ουσιαστικού νοήματος της ζωής απομακρύνει τον τρόμο του θανάτου.


Η Γρηγοριάδη παρατηρεί τη ζωή και στοχάζεται για τα αιώνια ζητήματα, τα οποία αγγίζει με την τέχνη της, βάζοντας την προσωπική της σφραγίδα. Αρθρώνει λοιπόν τον δικό της λόγο, με μια ευαίσθητη γραφή που τη χαρακτηρίζει η σοβαρότητα και ένας ήπιος λυρισμός, επιστρατεύοντας συχνά ποικίλες όψεις του κωμικού, λεπτή ειρωνεία και ένα χιούμορ ιδιαίτερο, πικρό και διασκεδαστικό, λοξό και δηκτικό. Η αφήγηση σχεδόν πάντα σε χαμηλούς τόνους, προχωρεί ενίοτε και με μετατοπίσεις στο φαντασιακό. Και τότε, μέσω της ελλειπτικής γραφής, του ασυνάρτητου λόγου και των υπαινικτικών αποσιωπήσεων, αίρεται σε ένα στροβίλισμα μυστηρίου. Η συγγραφική σύλληψη ωστόσο πραγματώνεται κυρίως μέσω της ρεαλιστικής αναπαράστασης. Έντονες εικόνες και σκηνογραφίες τοπίου σε µικρό χωρικό πλαίσιο, με υπολανθάνοντα τα κοινωνικο-πολιτικά σχόλια, δημιουργούν μία συντόµευση του πραγµατικού κόσµου. Σ’ ένα τέτοιο φόντο η συγγραφέας, πλέκοντας τη συντοµία με την εµβάθυνση, εστιάζει εσωτερικά, στον ψυχικό και συναισθηματικό κόσμο των προσώπων, συνθέτοντας ένα πίνακα μεγάλων διαστάσεων, όπου χωράνε πολλοί. Ο περίεργος ναυαγός και ο ερημίτης φύλακας του μικρού νησιού με την κακότροπη γυναίκα, ο αμοραλιστής ελληνοαμερικάνος δόκτορας με την Αιμιλία και τον Ισίδωρο, ο διανοούμενος «κίναιδος» με τον Χαμέντ και τη Μυρτώ, η Μυρσίνη με τον Αχμέτ και τον Μπεν, η δικαστίνα και ο Άδωνις, ο νάρκισσος αρχιτέκτονας και η γυναίκα του, η Αρετή αγκαλιά με το πτώμα του Διαμαντή στη θάλασσα, η μάνα που πεθαίνει μόνη και η ξενιτεμένη κόρη που δεν έρχεται, το φτωχοκόριτσο η Φανή που σπουδάζει φωτογραφία στο Παρίσι, το Αφγανάκι ο Σαλίμ με τον πατέρα του και ο φίλος του με τον πατέρα γιατρό, η ατίθαση Αντιγόνη με τη θεία και το πνιγμένο σπουργίτι, ο μικρός Χασάν ο βοσκός που οραματίζεται ταξίδια με πτητική μηχανή, ο συμπαθής αρχαιολόγος, η εθελόντρια και οι άστεγοι, άνθρωποι και σκύλοι. Πρόσωπα-χαρακτήρες αλλά και μισοφωτισμένες φιγούρες, σε ζευγάρια, παρέες, ερωτικά τρίγωνα ή μόνοι∙ αιωρούμενες χειρονομίες, μισόλογα και αμφισημίες, αλλά και φωτεινά σημάδια αισιόδοξης προοπτικής, αποτελούν αυτό το πορτρέτο εποχής με την κάπως ρευστή δομή, που συμπληρώνεται με σκόρπιες φράσεις ποιητικές, μεστές νοημάτων: «Πέθανε από πανικό γιατί δεν θυμόταν την άνοιξη» «Τα λόγια είναι άδεια ρούχα που τα ντύνουν οι πράξεις» «Τα μάτια της δυο κλειστές πόρτες που δεν οδηγούν πουθενά…» «Το άγνωστο είναι απέραντη υπόσχεση» «Οι άνθρωποι είναι η μόνη πατρίδα».

Στο «Ράουλο», την πρώτη γραπτή δημιουργία της Μαρίας Γρηγοριάδη, όπου συγκατοικούν το όνειρο με την πραγματικότητα κι ο μύθος με τον στοχασμό, ο αναγνώστης ταξιδεύει μέσα σε μια νοηματική και αισθητική ποικιλομορφία. Χαίρεται το όλον αλλά και το μέρος, χάρη στις λεπταίσθητες πινελιές. Διαβάζει λίγο (μικρά κείμενα) αλλά φαντάζεται και σκέφτεται πολύ. Νιώθει δημιουργός δίνοντας τις δικές του εκδοχές στα διηγήματα με ανοιχτό τέλος. Μα προπαντός, βρίσκει κομμάτια του εαυτού του, συμπάσχει, μαθαίνει να βλέπει, αφού η συγγραφέας, άλλοτε μέσω της αποστασιοποίησης κι άλλοτε με την οικειότητα της προφορικότητας, μας υπενθυμίζει πράγματα που ξέρομε αλλά δεν εννοούμε πραγματικά. Κι άλλοτε, μέσα από τα όλο τρυφερότητα και ενσυναίσθηση λόγια κάποιου ήρωά της, μας αποκαλύπτονται δρόμοι αναζήτησης της πολυπόθητης ευτυχίας: «Δύο τρόποι υπάρχουν να διαχειριστείς τη ζωή. Να της βάλεις την εικόνα σου πάνω της, αυτήν που φαντάστηκες ερήμην της και από πάνω να καμώνεσαι τον έκπληκτο... Ο άλλος, ο δύσβατος και ελάχιστα δημοφιλής, είναι να αφεθείς, να αφήσεις τα πράγματα να μπουν μέσα σου και να σου χαρίσουν όσο ποσοστό από την αλήθεια τους αυτά τα ίδια επιτρέπουν...» (σ. 205). «Όπως μπορούν πορεύονται τα πλάσματα της πλάσης. Όσο μικρά κι ασήμαντα κι αν φαίνονται αποτελούνε ένα σύμπαν, ένα μικρόκοσμο αόρατο στους πολλούς… Η μέλισσα κρατεί τη ζωή στα χέρια της κι αυτό σου φέρνει δάκρυα στα μάτια αν συλλογιστείς τα εύθραυστα φτερά και τους κινδύνους που παραμονεύουν » (σ.75).

Η έκδοση αυτή με τα σύγχρονα υφολογικά στοιχεία αποτελεί σπουδή στην τέχνη της γραφής. Και παράλληλα σπουδή στην τέχνη της ζωής. Γιατί όσο προβάλλεται ως παγιωμένη πραγματικότητα η διαφορετικότητα των ανθρώπων, άλλο τόσο τονίζεται η κοινή τους μοίρα. Αλλά το μεγαλειώδες δώρο για όλους παραμένει η ζωή με τις μυστηριώδεις εκπλήξεις της. Μην είναι άραγε ο έρωτας κι ο θάνατος τα μυστηριώδη εκείνα ράουλα που κανονίζουν ποικιλοτρόπως και «ανεπαισθήτως» τις ζωές μας;


Η Μαρία Γρηγοριάδη με το «Ράουλο» της, μία αυθεντικού ύφους και ήθους γραφή που ισορροπεί μεταξύ σαφήνειας και υπέρβασης, εισέρχεται πλησίστια στα βαθιά νερά της λογοτεχνίας, και δη της διηγηματογραφίας.


Μαρία Φραγκιαδάκη, φιλόλογος

Αφήστε το σχόλιό σας