"ΚΑΘΕΝΑΣ ΜΕ ΤΟΝ ΧΡΟΝΟ ΤΟΥ" - Bernard Nominé

Δευτέρα, 15 Μαΐου 2023

Παρέμβαση του Μπερνάρ Νομινέ με αφορμή την παρουσίαση του βιβλίου του "Το παρόν του παρόντος"
που πραγματοποιήθηκε στο πλαίσιο της διημερίδας (21&22 Απριλίου) που διοργάνωσε
το Φόρουμ ψυχανάλυσης του Λακανικού Πεδίου της Αθήνας σε συνεργασία με το Φόρουμ της Αθήνας 

Καθένας με τον χρόνο του

  Θα μπορούσαμε εύκολα να φτιάξουμε μέσα από τη διαχείριση του χρόνου ένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό για τον καθένα. Υπάρχουν αυτοί που είναι πάντα τυπικοί και στην ώρα τους, αυτοί που φτάνουν πάντα νωρίτερα, αυτοί που είναι συστηματικά αργοπορημένοι, αυτοί που φοβούνται το μέλλον, αυτοί που αναμασούν/δεν μπορούν να ξεπεράσουν το παρελθόν, αυτοί που προβλέπουν, αυτοί που αναβάλλουν/χρονοτριβούν, και τέλος αυτοί που βρίσκονται στην αμεσότητα του παρόντος.

   Ο χρόνος είναι ένα αντικείμενο πολύ πραγματικό κι όμως ασύλληπτο/άπιαστο. Από την πλευρά της φυσικής, γνωρίζουμε σήμερα ότι δεν υπάρχει καθολικός χρόνος κι ότι ο χρόνος είναι άρρηκτα συνδεδεμένος με τον χώρο. Η φιλοσοφία ενδιαφέρθηκε γι’ αυτό το δύσκολα αντιληπτό/κατανοητό αντικείμενο που δομεί τη γραμματική μας και που φαίνεται αδιάσπαστο/αδιαχώριστο από την επιθυμία για τον καθένα. Ποιά είναι λοιπόν η σχέση του χρόνου με την επιθυμία και κυρίως, υπάρχει ένας χρόνος της επιθυμίας;

  Θα μπορούσαμε αυθόρμητα να σκεφτούμε ότι η επιθυμία είναι στραμμένη προς το μέλλον. Πρόκειται για αυτό που ο Άγιος Αυγουστίνος άφησε να εννοηθεί ως χαρακτηριστικό της προσμονής. Το ονόμαζε το παρόν του μέλλοντος. Πράγματι για αυτόν ο μελλοντικός χρόνος δεν υπάρχει ακόμα, ο παρελθοντικός χρόνος δεν υπάρχει πια, μόνο ο παροντικός χρόνος υπάρχει, ο οποίος μόλις αρθρωθεί/διατυπωθεί εξαφανίζεται στο παρελθόν.

  Γι’αυτόν τον λόγο ο Άγιος Αυγουστίνος διορθώνει λέγοντας πως υπάρχουν τρεις χρόνοι, το παρόν του παρελθόντος, που είναι η μνήμη, το παρόν του μέλλοντος, που είναι η προσμονή και το παρόν του παρόντος, που είναι η άμεση αντίληψη. Ο Αυγουστίνος αποδίδει έτσι στο παρόν μια ιδιαίτερη λειτουργία μέσα στον κόμβο του χρόνου. Χωρίς το παρόν αυτού που μιλάει δεν μπορούμε να αρθρώσουμε ούτε παρελθόν ούτε μέλλον. Προκύπτει έτσι η αναγκαιότητα να μιλάμε για το παρόν του παρελθόντος και το παρόν του μέλλοντος. Όμως τι είναι αυτό το παρόν του παρόντος;

Το παρόν του παρόντος μου κίνησε την περιέργεια/κέντρισε το ενδιαφέρον και προσπάθησα να το τοποθετήσω σε μια λογική δομή αποτελούμενη από τρεις συντεταγμένες που το ομιλούν ον χρησιμοποιεί ως σημεία αναφοράς μέσα στον χρόνο και τον χώρο/για να προσανατολιστεί μέσα στον χρόνο και τον χώρο: το πραγματικό, το συμβολικό και το φαντασιακό. Το συμβολικό, είναι η διάσταση όπου το παρελθόν εγγράφεται ως ιστορία, το φαντασιακό περιγράφει πολύ καλά το γεγονός ότι φανταζόμαστε τον χρόνο που είναι να έρθει/επέλθει και τελικά /εντέλει το πραγματικό ταιριάζει για να χαρακτηρίσει το φευγαλέο και δύσκολο στη σύλληψη του παρόν. Στο κέντρο αυτών των τριών απαραίτητα δεμένων διαστάσεων μπορούμε να εγγράψουμε αυτό το περίφημο παρόν του παρόντος. Ορίζει το εύρος/εμβέλεια κάθε ομιλίας που μπορεί να δημιουργήσει/ προκαλέσει/καταστεί συμβάν. Τοποθετώντας το στη θέση αυτή, στην καρδιά του κόμβου της δομής, το εξομοιώνω/εξισώνω με το αντικείμενο αίτιο της επιθυμίας που ο Λακάν τοποθέτησε σε αυτό ακριβώς το σημείο.

Η επιθυμία είναι μια παροντική κατάσταση του υποκειμένου που αφορά κάτι που σχεδιάζει ότι μπορεί να πραγματοποιήσει στο μέλλον. Αυτό όμως που θα ήθελα να υπογραμμίσω, είναι ότι κάθε προσμονή δεν αφορά την επιθυμία. Η προσμονή χαρακτηρίζει κατά κύριο λόγο το άγχος στον νευρωσικό. Κάνουμε λόγο για αγχώδη προσμονή. Ο νευρωσικός περιμένει το χειρότερο. Και κατ’αυτόν τον τρόπο, αυτή η προσμονή συχνά αντιτίθεται στην επιθυμία του.

Ο Φρόιντ το ονόμαζε ενάντια θέληση. Εκδηλώνεται μας λέει, από δυσάρεστες αναπαραστάσεις αντίθεσης. Όταν για παράδειγμα έχουμε ένα σχέδιο του οποίου την πραγματοποίηση αναμένουμε, μπορεί να έχουμε την ίδια στιγμή την ιδέα όλων όσων θα μπορούσαν να συμβούν έτσι ώστε να εμποδίσουν την πραγματοποίηση του σχεδίου. Σύμφωνα με τον Φρόιντ, αυτές οι δυσάρεστες αναπαραστάσεις αντίθεσης πρέπει πάντα να βρίσκονται εκεί, συνδεδεμένες με τις αναπαραστάσεις που σχετίζονται με το σχέδιο, όμως, αυτό που υπογραμμίζει ο Φρόιντ, και εδώ φαίνεται όλη του η ιδιοφυία, είναι πως σε μια υγιή ζωή δεν τις αντιλαμβανόμαστε. Μια υγιής ζωή «τις καταστέλλει και τις αναστέλλει όσο γίνεται, τις αποκλείει από τον συνειρμό, και αυτό επιτυγχάνεται σε τόσο μεγάλο βαθμό που η ύπαρξη της αναπαράστασης αντίθεσης που πάει ενάντια στο σχέδιο δεν είναι φανερή/έκδηλη και δεν μπορεί να αποδειχθεί παρά μέσα από την εξέταση των νευρώσεων.»1

Με άλλα λόγια, έξω από τις νευρώσεις, δεν αντιλαμβανόμαστε την ύπαρξη αυτών των δυσάρεστων αναπαραστάσεων αντίθεσης. Όμως «στις νευρώσεις οι αναπαραστάσεις αντίθεσης ενάντιες προς το σχέδιο λαμβάνονται σοβαρά υπόψιν. Αυτή η ενδυνάμωση εκδηλώνεται λοιπόν σε σχέση με την προσμονή ως μια γενικότερη τάση προς την απαισιοδοξία.» Εξεπλάγην διαβάζοντας, γραμμένο από τον Φρόιντ, μέσα σε αυτό το κείμενο που νόμιζα ότι γνωρίζω πολύ καλά, ότι διακρίνει το σχέδιο που μπορεί να έχουμε και το οποίο μαρτυρά την επιθυμία από τις προσδοκίες καθαυτές που ονομάζει «ενάντια προσμονή» οι οποίες του αντιτίθενται [του σχεδίου].

Μπορούμε να συμπεράνουμε από αυτό ότι η επιθυμία είναι που επιτρέπει την καταστολή της αγχώδους προσμονής. Ο χρόνος της επιθυμίας δε θα πρέπει να εξισώνεται με το μέλλον που είναι συνήθως ο χρόνος της προσμονής.

Σε τελική ανάλυση, η επιθυμία, είναι αυτό που οφείλει να επιτρέψει την προσμονή. Θεωρητικά η επιθυμία, αν είναι σταθερή, θα έπρεπε να έχει όλο της τον χρόνο. Η γαλλική παροιμία το λέει πολύ καθαρά: «όλα έρχονται στην ώρα τους σε αυτόν που ξέρει να περιμένει»[1]. Το να ξέρει κανείς να περιμένει, σημαίνει να ξέρει να διακρίνει/διαφοροποιεί τη στιγμή μιας πραγματοποίησης από αυτήν μιας ευχαρίστησης. Παρατηρούμε αμέσως ότι η απόλαυση δεν ξέρει να περιμένει. Η επιθυμία, αντιθέτως, είναι αυτή που μας επιτρέπει να αντέχουμε την προσμονή. 

Η βιασύνη/αδημονία μαρτυρά αναμφίβολα μια όχι και πολύ σταθερή επιθυμία ώστε να μπορεί να αντισταθεί στο πέρασμα του χρόνου της προσμονής. Ο Πώλ Μοράν βάζει τον ήρωα του μυθιστορήματός του «Ο βιαστικός»[2] να πει ότι «η μόνη πραγματικότητα είναι το μέλλον.» Λέει εξάλλου πολύ σωστά ότι αυτή η εμμονή του με το μέλλον τον κάνει να χάνει την παρούσα στιγμή.

O συγγραφέας καθησυχάζει/ κατευνάζει τον πιεσμένο του ήρωα κάνοντάς τον να πάθει μια καρδιακή κρίση που έχει ως συνέπεια ο γιατρός του να του θέσει ένα τελεσίγραφο. Το να είναι σίγουρος ότι θα πεθάνει τον ηρεμεί αμέσως σχετικά με την αναζήτησή του για το μέλλον. Μήπως ο πιεσμένος/βιαστικός άνθρωπος ήταν, χωρίς να το γνωρίζει, απλά πιεσμένος να βάλει ένα τέλος; Είναι πιθανό.

Η επιθυμία μας κάνει να αρνούμαστε το γεγονός ότι ο χρόνος μας είναι μετρημένος; Θα τολμούσαμε να το θέσουμε έτσι. Αυτό εξάλλου είναι που δήλωνε ο Σενέκας λέγοντας: « Όλοι, φοβάστε ως θνητοί αλλά όλοι επιθυμείτε ως αθάνατοι.»2

Αυτή η ιδιαιτέρως καλοδιατυπωμένη φράση δείχνει ότι άγχος και επιθυμία διακρίνονται από την αντίληψη του χρόνου, μετρημένος χρόνος στο άγχος, ατέλειωτος χρόνος για την επιθυμία.

Ο επιθυμών όμως είναι τόσο ανόητος σε σημείο να μην γνωρίζει ότι ο χρόνος του είναι υπολογισμένος; Όχι δεν το πιστεύω. Είναι πολύ πιο σοφός από εκείνον που μένει κλειδαμπαρωμένος στο σπίτι του από φόβο ατυχήματος ή αρρώστιας. Σχετικά με τον τελευταίο, εύκολα θα σας πει ότι φοβάται τον θάνατο αλλά θα μπορούσατε να του απαντήσετε/αντιτείνετε ότι η ζωή είναι που περισσότερο τον τρομάζει. Ο θάνατος είναι μέρος της ζωής. Πρόκειται για το ελάχιστο νόημα ότι η ζωή ξεκινά με τη γέννηση και τελειώνει με τον θαάνατο. Δεν είναι όμως αρκετό για να δώσει κανείς νόημα στη ζωή του. Σε αυτό το σημείο παρεμβαίνει η διάσταση της επιθυμίας. Ο χρόνος της επιθυμίας δεν μπορεί λοιπόν να συνοψιστεί στο βέλος του χρόνου που προσανατολίζει τη ζωή των ανθρώπων. Το νόημα της ζωής, είναι στο παρόν, σε κάθε στιγμή του παρόντος που υφαίνεται.

Αυτό που δίνει νόημα στη ζωή, είναι μια διαδοχή στιγμών όπου το υποκείμενο πραγματώνεται ως επιθυμία. Μέσα σε αυτές τις στιγμές, το παρόν είναι που μετρά. Ένα παρόν που πρέπει να μετρά για το υποκείμενο περισσότερο από το μέλλον που το περιμένει.

Μου αρέσει πολύ αυτό το ανέκδοτο που αποδίδεται στον Σωκράτη. Λένε πως Ως προς αυτό το σημείο, υπάρχει η εξής ιστορία: την προτεραία του θανάτου του, ο Σωκράτης στο κελί του βάλθηκε να μάθει μια μελωδία στον αυλό και όταν κάποιος από τους κοντινούς του τον ρώτησε σε τι θα του χρησίμευε αυτό, ο Σωκράτης απάντησε: «θέλω να μάθω αυτόν τον σκοπό πριν πεθάνω»3. Είτε είναι αλήθεια είτε όχι, αυτή η μικρή ιστορία επιβεβαιώνει αυτό που ξέρουμε για τη σωκρατική σοφία, η οποία μας προτείνει το μοντέλο μιας άφθαρτης επιθυμίας σαν πυξίδα στη ζωή, ως το τέλος.

Όποια και να είναι η ηλικίας μας, όποιος κι αν είναι ο βαθμός γνώσης που έχουμε συγκεντρώσει/συσσωρεύσει, είναι απαραίτητο να θεωρούμε ότι έχουμε ακόμα πράγματα να μάθουμε.

Αντιθέτως, αυτός που έχει χάσει αυτήν την επιθυμία για γνώση, δεν περιμένει πλέον τίποτα καινούργιο, δεν πιστέυει/σκέφτεται ότι κάτι απρόσμενο θα μπορούσε ακόμα να τον μαγέψει/εκπλήξει. Αυτό χαρακτηρίζει πολύ καλά την καταθλιπτική θέση. «Η σάρκα είναι γεμάτη θλίψη αλίμονο! και διάβασα όλα τα βιβλία» έλεγε ο ποιητής Μαλαρμέ.

Αλλά αυτή η απώλεια επιθυμίας για γνώση μπορεί να χαρακτηρίσει μια άλλη θέση. Αυτή της αλαζονείας. «Ποιός θα μπορούσε να μάθει κάτι σε εμένα που τα ξέρω όλα;» Απόρροια αυτής της αλαζονείας, είναι η βλακεία. Είναι βλάκας όποιος πιστεύει ότι τα ξέρει όλα.

Ας επανέλθουμε όμως σε αυτό το ερώτημα της σχέσης της επιθυμίας με τον χρόνο. Το ότι ο χρόνος της επιθυμίας διαισθητικά μοιάζει να είναι ένα αιώνιο μέλλον, πρόκειται περισσότερο για μια σωτήρια πλάνη/αυταπάτη που μας κρύβει τις δυσκολίες που συναντά η επιθυμία σε σχέση με το μέλλον.

Θα μπορούσαμε τώρα να εξετάσουμε ποια είναι η σχέση της επιθυμίας με το παρελθόν.Όταν/Αν η επιθυμία στοχεύει/στρέφεται σε ένα σημείο στο παρελθόν, τότε βρισκόμαστε στη νοσταλγία. Είναι μια ορισμένη μορφή βλάβης της επιθυμίας. Η επιθυμία δεν μπορεί λοιπόν παρά να εύχεται την επιστροφή του ίδιου πράγματος. Η επανάληψη υπερέχει. Κι όμως αυτή η επανάληψη συχνά δε γίνεται αντιληπτή από το υποκείμενο. Η επιθυμία είναι τότε προγραμματισμένη να αποτύχει.

Αν λοιπόν η επιθυμία πρέπει να απαλλαγεί/απελευθερωθεί από την επανάληψη του παρελθόντος, αν δεν περιορίζεται ούτε στην προσμονή του μέλλοντος με κίνδυνο να εξαντληθεί στην αναβλητικότητα, είναι επειδή η επιθυμία παίζεται στο παρόν. Όχι σε ένα καθαρό παρόν αλλά σε ένα παρόν δεμένο, όπως πρότεινε ο Άγιος Αυγουστίνος στο αξιομνημόνευτο κείμενο που μου χρησίμευσε ως αφετηρία στο βιβλίο που έγραψα πάνω στον χρόνο και που οι Έλληνες συνάδελφοι φρόντισαν να μεταφράσουν.

Μέσα στο βιβλίο θα δείτε πώς οδηγήθηκα να εξετάσω τη βορρόμεια δομή από αυτον τον ορισμό του χρόνου σύμφωνα με τον Άγιο Αυγουστίνο. Το παρόν του παρόντος βρίσκεται στην καρδιά αυτού του ζητήματος. Αυτό είναι που η ψυχαναλυτική εμπειρία προσπαθεί να στοχεύσει ενθαρρύνοντας τον αναλύοντα να πει ότι του περνάει από το μυαλό στο παρόν της συνεδρίας, παρουσία του αναλυτή που ενσαρκώνει αυτό το άπιαστο/ασύλληπτο αντικείμενο. Αυτό δίνει στην παρουσία του αναλυτή ένα θεμελιώδη ρόλο μέσα στην εμπειρία. Η κυμαινόμενη προσοχή του δε σημαίνει ότι είναι απών αλλά αντιθέτως απαιτεί μια παρουσία εντελώς ιδιαίτερη.

Μέσα σε αυτή την εμπειρία, ο αναλύων θα ανακαλύψει τις αρετές του παρόντος και της παρουσίας.

Για να πραγματοποιήσει την επιθυμία του, το υποκείμενο πρέπει να είναι παρόν σε αυτό που κάνει, σε αυτό που συμβαίνει γύρω του, και να μην αναβάλλει για αύριο ή να αδρανεί μέσα στο αναμάσημα του παρελθόντος. Είναι καλύτερο να είναι κανείς στην ώρα του στο ραντεβού με την επιθυμία του. 

Πρόκειται για μια ολόκληρη προεργασία. Για να πούμε την αλήθεια, εντοπίζουμε την ώρα της επιθυμίας μέσω του αρνητικού, δηλαδή στις 

περιπτώσεις που είτε δεν είμαστε εκεί, είτε είμαστε νωρίτερα, είτε χάσαμε το τρένο, είτε είναι πολύ αργά. Από τον Φρόιντ μαθαίνουμε ότι μια χαμένη ευκαιρία υποδηλώνει τη σπουδαιότητα της επιθυμίας. Δεν ονειρευόμαστε ότι χάνουμε ένα τρένο ή ένα αεροπλάνο για να πάμε οπουδήποτε, αλλά για να πάμε σε ένα σημαντικό μέρος.

Αυτή η ώρα της επιθυμίας είναι, επομένως, μια ουσιαστική έννοια για την ψυχανάλυση. Ο Λακάν δεν τη χρησιμοποίησε ρητά με αυτή τη μορφή. Μίλησε για την ώρα της αλήθειας για να χαρακτηρίσει «την ώρα της συνάντησης του υποκειμένου με τον εαυτό του, τη συνάντησή του με τη θέλησή του». Και τη χρησιμοποίησε ουσιαστικά στο σχόλιό του για τον Άμλετ του Σαίξπηρ, τον οποίο κατέστησε μοντέλο της θέσης του ιδεοψυχαναγκαστικού, λέγοντας ότι «μια από τις λειτουργίες της επιθυμίας, η κύρια λειτουργία στον ιδεοψυχαναγκαστικό, είναι να κρατά σε απόσταση, να περιμένει τη στιγμή της επιθυμητής συνάντησης». 

Μπορούμε διαισθητικά να αντιληφθούμε τι σημαίνει να είναι κανείς στην ώρα του στο ραντεβού με την επιθυμία του. Αλλά δεν είναι τόσο εύκολο να οριστεί με ακρίβεια. Όταν αυτό συμβαίνει και δεν συμβαίνει συχνά απαραιτήτως, τότε μπορούμε να πούμε ότι το υποκείμενο βρίσκεται στο σωστό μέρος τη σωστή στιγμή. Τότε, έχει όλες τις πιθανότητες να πραγματωθεί ως επιθυμία.

Και δεν είναι τυχαίο που λέω ότι έχει όλες τις πιθανότητες, διότι η τύχη υπάρχει και ξέρουμε ότι υπάρχουν άνθρωποι που είναι τυχεροί και υπάρχουν και αυτοί που παραπονιούνται ότι δεν έχουν ποτέ. Αυτοί έρχονται να μας συμβουλευτούν, δεν έχουν ποτέ τύχη και όταν τους ακούμε, βλέπουμε πράγματι ότι δεν είναι ποτέ εκεί που πρέπει να είναι όταν πρέπει να είναι. Το να είσαι εκεί που πρέπει να είσαι όταν πρέπει να είσαι, χρειάζεται να γίνει κατανοητό ως μια αναγκαιότητα που δεν εξαρτάται από τον Άλλο, που σας ζητάει αυτό ή εκείνο· είναι η απαραίτητη προϋπόθεση για την πραγμάτωση της επιθυμίας σας. Και η πραγμάτωση της επιθυμίας σας προϋποθέτει έναν αποχωρισμό από τον Άλλο και, πιο συγκεκριμένα, από τον χρόνο του Άλλου. Ο Λακάν έδειξε ξεκάθαρα ότι αυτό που καθυστερεί την πραγμάτωση της επιθυμίας του Άμλετ είναι ότι παγιδεύτηκε στον χρόνο του Άλλου. 

Η αναβλητικότητα του Άμλετ

Όλο το ενδιαφέρον στο δράμα του Σαίξπηρ βρίσκεται στο ότι περιμένουμε από τον Άμλετ να πάρει εκδίκηση για τον πατέρα του, ο οποίος δολοφονήθηκε άνανδρα από τον θείο και πατριό του, τον Κλαύδιο. Αλλά ο Άμλετ μεταθέτει για αργότερα τη στιγμή της πράξης του, επειδή είναι αλλοτριωμένος στον χρόνο του Άλλου. 

Όταν, για παράδειγμα, έχει αναστατώσει αρκετά τον Κλαύδιο με τη θεατρική παράσταση του φόνου, ώστε ο Κλαύδιος να απομακρυνθεί για να προσευχηθεί, ο Άμλετ τον αιφνιδιάζει στη στροφή ενός διαδρόμου βρίσκοντας τον σε αυτή τη στάση, γονατιστό. Αυτή θα ήταν η κατάλληλη στιγμή για να τον σκοτώσει. «Ήρθε η ώρα», θα λέγαμε. Όμως, ο Άμλετ αναβάλλει με το σκεπτικό ότι η δολοφονία του Κλαύδιου, εκείνη τη στιγμή της μετάνοιας και της προσευχής, θα τον έστελνε στον παράδεισο και όχι στην κόλαση. Συγχρονίζεται έτσι με την ώρα του θείου του. «Ο Άμλετ - λέει ο Λακάν - σταματάει και δεν σκέφτεται ούτε στιγμή ότι τώρα είναι η ώρα του. Ό,τι κι αν συμβεί στη συνέχεια, δεν είναι η ώρα του άλλου και, έτσι, αναστέλλει την κίνησή του. Επίσης, σε όλα όσα κάνει ο Άμλετ, πάντα θα βρίσκεται να τα κάνει μόνο στην ώρα του άλλου

Όλο το δράμα του Άμλετ θα μπορούσε να συνοψιστεί στο εξής: έχει μεταθέσει τόσο πολύ την ώρα της επιθυμίας του, ώστε αυτή θα καταλήξει να συμπέσει με την ώρα της αλήθειας του, δηλαδή την ώρα του θανάτου του. Είχε τόσο συγχρονιστεί με την ώρα του Άλλου, ώστε αυτή η ώρα θα καταλήξει να συμπέσει με τη δική του ώρα. 

Για τον Λακάν, «ο Άμλετ βρίσκεται πάντα στην ώρα του Άλλου. Φυσικά, αυτό είναι μόνο μια πλάνη». Γιατί αυτός ο Άλλος, ο οποίος θα μπορούσε να εγγυηθεί και να λογοδοτήσει για την ώρα του καθενός μας, δεν υπάρχει.

Ακόμα και αν δεν αρέσει στο ιδεοψυχαναγκαστικό υποκείμενο που κάνει τον θάνατο τη μόνη ώρα αλήθειας που μετράει, για να μην πω την ώρα της 

επιθυμίας του, στο βαθμό που στοχεύει στον θάνατο του Άλλου. Ο Άμλετ δεν βλέπει ότι αυτή η ώρα που πιστεύει ότι είναι του Άλλου, τελικά είναι δική του. « Και όλη η τραγωδία του Άμλετ είναι για να μας δείξει το αδυσώπητο ταξίδι του Άμλετ προς αυτή την ώρα

Για κάθε πιστό, αυτή η μοιραία ώρα ταυτίζεται με την ώρα του Άλλου. Αρκεί να έχετε παρακολουθήσει μια θρησκευτική κηδεία για να διαπιστώσετε ότι ο θάνατος του αποθανόντος παρουσιάζεται με τον εξής τρόπο: «Ο Θεός τον κάλεσε κοντά του». Είναι σαν η ώρα του καθενός να έχει οριστεί σε κάποιο μέρος από έναν ανώτατο ωρολογοποιό. Είναι ένας τρόπος αντιμετώπισης του γεγονότος ότι αυτός ο απόλυτος Άλλος δεν υπάρχει. Η ώρα του Άλλου, τόσο αγαπητή στον ιδεοψυχαναγκαστικό νευρωτικό, υπάρχει μόνο μέσα στη φαντασίωση. Η σχέση του υποκειμένου με τον χρόνο βρίσκεται στη βάση της σχέσης του με το αντικείμενο αίτιο της επιθυμίας του.

Μπορούμε να πούμε ότι ο νευρωτικός φαντάζεται ότι το αντικείμενο αίτιο της επιθυμίας του βρίσκεται στον Άλλο. Αλλά η ώρα της αλήθειας, στην οποία τον καλεί η ανάλυση, θα του αποκαλύψει ότι αυτή η ιδέα του Άλλου-πλήρους με το αντικείμενό του είναι μόνο μια αυταπάτη και ότι αυτό το αντικείμενο, ως αίτιο της επιθυμίας, πρέπει μάλλον να του χρησιμεύσει για να αποχωριστεί από τον Άλλο.

 Τελικά, η αναβλητικότητα του Άμλετ, όπως εκείνη του ιδεοψυχαναγκαστικού νευρωτικού, σηματοδοτεί την προσήλωσή του στη φαντασίωση της ώρας του Άλλου, της αντίστασής του να διασχίσει αυτό το παραπέτασμα και να χρησιμοποιήσει τον χρόνο ως αντικείμενο αποχωρισμού από τον Άλλο, για να πραγματωθεί στην ώρα της δικής του επιθυμίας. 

Ο καιρός των Ελλήνων

Υπάρχει ένας όρος στα αρχαία ελληνικά που ορίζει πολύ καλά αυτή την ώρα της επιθυμίας· είναι ο περίφημος Καιρός. Είναι η κατάλληλη στιγμή, ο κατάλληλος χρόνος, η ευκαιρία.

Ο καιρός διακρίνεται σε τρία επίπεδα: στην ιατρική, είναι η κρίσιμη στιγμή, δηλαδή η στιγμή κατά την οποία μια ασθένεια εξελίσσεται είτε προς την ανάρρωση είτε προς τον θάνατο. Αλλά ο καιρός χρησιμοποιείται, επίσης, για να προσδιορίσει την κατάλληλη στιγμή μιας στρατιωτικής παρέμβασης· είναι μια στιγμή τακτικής. Τέλος, στον τομέα της τέχνης, ο καιρός αναφέρεται στη στιγμή που ένα έργο τέχνης φτάνει στην τελειότητα, χωρίς να χρειάζεται να προσθέσουμε σχεδόν τίποτα.

Όμως ο καιρός χρησιμοποιήθηκε περισσότερο στη ρητορική τέχνη, ιδίως από τους σοφιστές. Είναι η επιλογή ενός επιχειρήματος τη σωστή στιγμή, πρόκειται, δηλαδή, για το κατάλληλο. Είναι το αντίθετο της αργοπορημένης αντίληψης.

Στον Ντιντερό οφείλουμε την έκφραση «η πνευματική διαύγεια της σκάλας», ο οποίος διαμαρτυρόταν για την έλλειψη ευστοχίας και για το γεγονός ότι έβρισκε το επιχείρημα που μπορούσε να δώσει σε έναν συνομιλητή μόνο αφότου έφευγε από το σπίτι του, κατεβαίνοντας τις σκάλες. Αυτή «η πνευματική διαύγεια της σκάλας» είναι το αντίστροφο του καιρού.  

Οι ψυχαναλυτές το ακούνε αυτό πολύ συχνά, αλλά γι’ αυτούς είναι ένα καλό σημάδι. Σταματάμε τον αναλυόμενο σε μια λέξη που φαίνεται σημαντική, αυτός μένει άναυδος, ακόμη και εμβρόντητος, και μας εκμυστηρεύεται στην επόμενη συνεδρία ότι μόλις έφυγε, στη σκάλα, του ήρθε ο τάδε ή ο δείνα σημαντικός συνειρμός. Θα μπορούσαμε λοιπόν να πούμε ότι αυτό που αναδύεται στο πλατύσκαλο ανταποκρίνεται στον καιρό της στίξης στο τέλος της συνεδρίας. 

Τελικά, πώς τα καταφέρνουμε με αυτόν τον χρόνο που μας δόθηκε για κάποιο χρόνο, πώς τα βγάζουμε πέρα με αυτόν τον χρόνο που μας ανήκει, που ξεκινά και τελειώνει με μας;

Τα καταφέρνουμε όταν μπορούμε να τον δέσουμε με βορρόμειο τρόπο, κάτι που δεν επιτρέπει στον χρόνο να μας φέρει σε δύσκολη θέση όταν παραμένει σε μια από τις τρεις διαστάσεις του χρόνου: το συμβολικό παρελθόν, το φαντασιακό μέλλον και το πραγματικό παρόν. Αυτό όμως δεν αποκλείει το να περνάμε τον χρόνο μας – όπως έλεγε ο Λακάν – με το να τραβολογιόμαστε ανάμεσα στις τρεις αυτές διαστάσεις που ορίζουν τον χώρο όπως και τον χρόνο : το 

πραγματικό, το συμβολικό και το φαντασιακό. Και ο χρόνος –έλεγε- μάλλον δεν είναι τίποτα άλλο από μια διαδοχή στιγμών τραβολογήματος»

Όταν τραβάμε τις διακλαδώσεις αυτού του κόμβου στριμώχνουμε αυτό που βρίσκεται στο κέντρο, και αυτό που ο Λακάν τοποθετεί στο κέντρο του κόμβου, είναι το περίφημο αντικείμενο αίτιο της επιθυμίας. Έτσι προσαρμόζοντας αυτή τη βορρόμεια αλυσίδα στη δομή του υποκειμενικού χρόνου, στο κέντρο του κόμβου, εκεί όπου υπάρχει το στρίμωγμα, τοποθετώ τον χρόνο ως παρόν του παρόντος, αυτό το απολύτως αδύνατο να συλληφθεί.

Αυτό το αντίκειμενο είναι πάνω-κάτω πολύ στριμωγμένο μέσα στον κόμβο που αναπαριστά τον τρόπο που ο καθένας τα βγάζει πέρα με την πραγματικότητα και πιο συγκεκριμένα πώς τα βγάζει πέρα με αυτό το πραγματικό του χρόνου ώστε να διαχειριστεί την επιθυμία του.

Ορίστε η ανθρώπινη συνθήκη μας, τραβολογιόμαστε, στριμωχνόμαστε μέσα σε αυτή την τριάδα του χώρου χωρίς την οποία κινδυνεύουμε να χαθούμε. Μπορούμε να προσπαθήσουμε να την ορίσουμε, να κατασκευάσουμε τη δομή της όμως αυτό δε θα μας επιτρέψει να βρούμε/πιάσουμε αυτό το περίφημο μικρό αντικείμενο α και αναφερομενοι σε αυτό σε σχέση με τον χρόνο, τον χρόνο του καθενός από μας, καταλαβαίνουμε εύκολα ότι πρόκειται για κάτι που οργανώνει τη ζωή μας, τις επιθυμίες μας, τους φόβους μας, τα επιτεύγματά μας, τις αναστολές μας, κι όμως είναι κάτι που μας διαφεύγει εντελώς.

Τελικά, τοποθετώντας το αυγουστίνειο παρόν του παρόντος στην καρδιά της βορρόμειας αλυσίδας, εκεί όπου ο Λακάν τοποθετεί το αντικείμενο μικρό α, δεν κάνω τίποτα άλλο παρά να βάζω σε προοπτική τον χρόνο ως έλλειψη στο είναι και ως τόπο του αδύνατου μέσα στη δομή.

Ο όρος προς τον οποίο οδηγείται το είναι μας είναι κάτι μη αναπαραστήσιμο. Αυτή η ώρα δεν είναι και δε θα είναι ποτέ υπολογισμένη για αυτόν που ζει. Ωστόσο, αυτός ο χρόνος υπάρχει, είναι η ώρα της αλήθειας και σχετίζεται με αυτό που ωθεί το υποκείμενο να είναι στην ώρα του στο ραντεβού του με την επιθυμία του.

Αυτή η ώρα της αλήθειας που δεν υπολογίζεται ποτέ συνειδητά και παρόλαυτα είναι απαραίτητη ως αίτιο της επιθυμίας για ζωή δεν αποτελεί αντικείμενο διάκλεισης από την άποψη ότι δεν αποκλείεται του προγραμματισμού καθώς είναι ο κινητήρας του λογισμικού μας. Θα έλεγα ότι αυτή η ώρα είναι το αντικείμενο μιας προνοητικής έκθλιψης. Καλύτερα να ξεχνάμε αυτό που δεν μπορούμε να πούμε παρά να το αρνούμαστε. Ορισμένοι θέλουν να πιστέψουν ότι θα ήθελαν να το ξέρουν, γεγονός που τους ωθεί προς την πλευρά του προαισθήματος.

Ο χρόνος στο όνειρο

Από αρχαιοτάτων χρόνων, οι άνθρωποι ονειρεύονται και έχουν προσπαθήσει να αποδώσουν σε ορισμένα απ’ τα όνειρά τους μια προφητική αξία. Λες και τα όνειρα τους θα μπορούσαν να αντισταθμίσουν την αδυναμία του ανθρώπου να γνωρίζει και να δρα για το μέλλον του.

Ο Φρόιντ δεν απέφυγε το πρόβλημα· στην εργασία του για την ερμηνεία των ονείρων καταλήγει στο ερώτημα: «Μπορεί το όνειρο να αποκαλύψει το μέλλον; Γι’ αυτό φυσικά δεν μπορεί να γίνει λόγος. Θα λέγαμε καλύτερα ότι το όνειρο αποκαλύπτει το παρελθόν, διότι μέσα στο παρελθόν έχει τις ρίζες του. Βέβαια, η παλαιά δοξασία για τα προφητικά όνειρα δεν είναι εντελώς λάθος. Το όνειρο μας οδηγεί στο μέλλον από την στιγμή που μας δείχνει τις επιθυμίες μας πραγματοποιημένες. Αλλά αυτό το μέλλον, που ο ονειρευόμενος το βιώνει ως παρόν, διαμορφώνεται από την άφθαρτη επιθυμία, κατ’ εικόνα του παρελθόντος».

Μ’ άλλα λόγια, για τον Φρόιντ, το όνειρο αρθρώνει, δένει, τις τρεις περιόδους του χρόνου και το μέσο που χρησιμοποιεί είναι αυτή η περιβόητη άφθαρτη επιθυμία.

Έχουμε πει και επαναλάβει ότι, για τον Φρόιντ, το ασυνείδητο δεν γνωρίζει τον χρόνο. Αυτό δεν είναι και εντελώς ακριβές. Το ασυνείδητο παίζει, βεβαίως, με τον χρόνο που κυλά, με τον χρόνο που περνάει, χωρίς όμως αυτό να σημαίνει ότι παραγνωρίζει τον χρόνο. 

Χρησιμοποιεί τον χρόνο της επανάληψης, χρησιμοποιεί τον χρόνο της σημασίας, δηλαδή τον χρόνο του εκ των υστέρων. Το ασυνείδητο μάς  αναγκάζει να θεωρήσουμε τον χρόνο όχι ως ένα πραγματικό που κυλάει αδυσώπητα, αλλά ως το ίχνος ενός υποκειμένου που έχει τον δικό του χρόνο, έναν χρόνο που περνάει σε κύκλους, επαναλαμβάνεται, έναν χρόνο που φαίνεται να σταματά και, άλλες φορές, να βιάζεται.

Είναι αρκετά περίεργο να διαπιστώνουμε ότι εμείς, γνωρίζοντας ότι είμαστε θνητοί, θα οφείλαμε να συναντάμε συχνά αυτή τη μοιραία κατάληξη στα όνειρά μας· όμως, αυτό συμβαίνει σπάνια. Ο Φρόιντ ασχολήθηκε με τα όνειρα άγχους στην Ερμηνεία του, αλλά τα ερμηνεύει, κάθε φορά, όχι ως αναπαράσταση του θανάτου, αλλά ως αναπαράσταση του ευνουχισμού ως τιμωρίας για μια απωθημένη επιθυμία.

Ή τα ερμηνεύει ακόμη και ως παρηγοριά. Είναι η περίπτωση των ονείρων που βλέπουμε τακτικά ότι έχουμε να ξαναπεράσουμε μια σημαντική εξέταση, στην οποία έχουμε ήδη πετύχει. Αυτού του είδους τα όνειρα έρχονται, σύμφωνα μ’ εκείνον, όταν ο ονειρευόμενος φοβάται να κάνει ένα σημαντικό βήμα στη ζωή του και κατηγορεί τον εαυτό του ότι δεν έχει προετοιμαστεί καλά. Το όνειρο ότι πρέπει να ξαναπεράσουμε τις απολυτήριες εξετάσεις έρχεται εδώ για να παρηγορήσει τον ονειρευόμενο: «Μην ανησυχείς για αύριο. Σκέψου το άγχος που σου προκάλεσαν οι απολυτήριες εξετάσεις, παρόλα αυτά, τα κατάφερες».

Άλλο παράδειγμα ονείρου παράδοξης ανακούφισης είναι το όνειρο ότι χάνουμε το τρένο, που βλέπουμε μερικές μέρες πριν αναχωρήσουμε για ταξίδι. Ο Φρόιντ το ερμηνεύει όπως το όνειρο ότι ξαναδίνουμε εξετάσεις. Είναι καλύτερα να χάσουμε το τρένο, παρά να ρισκάρουμε το μεγάλο ταξίδι, δηλαδή τον θάνατο. «Μείνε ήσυχος, δεν θα πεθάνεις (δε θα αναχωρήσεις).»

Είναι αρκετά εντυπωσιακό να βλέπουμε τον τρόπο που το ασυνείδητο χειρίζεται τον χρόνο στο όνειρο. Ας προσπαθήσουμε να μείνουμε αυστηρά στην προβληματική του χειρισμού του χρόνου, χωρίς να βιαστούμε να δώσουμε νόημα όπως κάνει ο Φρόιντ στην Ερμηνεία των ονείρων.

Στο όνειρο των εξετάσεων, έχουμε την εντύπωση ότι ο χρόνος δεν κυλάει, δεν έχουμε ακόμα περάσει τις απολυτήριες εξετάσεις, υπάρχει εδώ ένα πάγωμα του χρόνου. Αυτή η περίοδος των εξετάσεων δεν είναι ανώδυνη, διότι αποτελεί μια καθοριστική φάση: υπάρχει ένα πριν και ένα μετά. Στην πλειονότητα των περιπτώσεων, εκείνοι που ονειρεύονται ότι έχουν να περάσουν τις εξετάσεις είναι εκείνοι που έχουν πετύχει. Είναι λοιπόν σαν το όνειρο να αρνείται τη διέλευση αυτής της φάσης. 

Στο όνειρο του χαμένου τρένου, ο χρόνος μάς λείπει, τρέχουμε πίσω από κάτι που θα το χάσουμε. Και εδώ υπάρχει μια καθοριστική φάση, μια προθεσμία, ένα deadline, όπως λέμε σήμερα στο εργασιακό περιβάλλον.

Και στις δύο περιπτώσεις, το ασυνείδητο κάνει μια φανταστική χρήση του χρόνου για να μας ανακουφίσει απέναντι στις προθεσμίες του χρόνου και τους μελλοντικούς κινδύνους.

Εδώ, μπορούμε να εκτιμήσουμε τη σημασία της έσχατης φροϋδικής ερμηνείας, η οποία αποδίδει στο όνειρο τη λειτουργία να προστατεύει τον ύπνο. Αν το όνειρο είναι ένα μέσο εκπλήρωσης της επιθυμίας, η ουσιαστική επιθυμία είναι να κοιμηθούμε ήσυχα, χωρίς να φοβόμαστε για το μέλλον.

Εκείνο που μας επιτρέπει να κοιμόμαστε, όχι μόνο στο κρεβάτι μας, αλλά και ξύπνιοι, εκείνο δηλαδή που μας επιτρέπει να μην ανησυχούμε και πολύ γι’ αυτό που μας περιμένει στη γωνία, είναι η επιθυμία.

 

[1] Όποιος έχει υπομονή έχει ό,τι επιθυμεί.

[1] Ο ΒΙΑΣΤΙΚΟΣ, MORANDPAUL, Εκδ: ΙΝΔΙΚΤΟΣ

 

Αφήστε το σχόλιό σας