Κι εκεί ματασκέφτηκε η γερόντισσα, όπως πολλά βράδια πριν σφαλίσουν τα μάτια με ύπνο: "Ο τόπος μας είναι ένας ουρανός γεμάτος φεγγάρια που κυνηγιόνται στις νύχτες μας. Ναι, στις νύχτες εμάς των μεγάλων και των σοφών, τρομάρα μας! Αν σκορπίσουνε στη θάλασσα του κόσμου, σκέφτομαι μήπως το σκοτεινό του νερού στα σωθικά τα πάρει και τα πνίξει". Και το δάκρυ έπαιρνε τον κατήφορο κι ίσα που σταμάταγε λίγο πιο πάνω από τα χείλια, κρατημένο!
Ο τόπος της - ο Ποταμίτης. Τον πόναγε η γερόντισσα, και τα φεγγάρια... ναι, τα φεγγάρια - έτσι τα 'λεγε τα παιδιά, τα Ποταμιτάκια- πρώτο λόγο είχανε στη σκέψη της! Και δώσ' του πλενόντουσαν τα μάτια κάθε που το σκόρπισμα έπαιρνε ζωντάνια στο μυαλό.
Περικλή, εδώ είμαι, κοντά σου. Μην ανησυχείς, μη στεναχωριέσαι". Δύσκολα εύρισκε τα λόγια η Ουρανία για το ξεμυστίκευμα. Ξεκίνησε και προχώραγε ψαχτά για το παρακάτω. Τα λόγια τα ψιθυριστά, αν δεν τα έχεις ξαναπεί, πας ψάχνοντας. Θέλει τόλμη! Πρέπει να ξεπεράσεις τον εαυτό σου για να δώσεις στον άλλον να καταλάβει ότι του δίνεσαι... γιατί του δίνεσαι!
Ο ψίθυρος είναι ένα ατέλειωτο μυστικό του "κάποτε" ή ένα ατελείωτο μυστικό του "τώρα". Μια αυθόρμητη εξομολόγηση, μια στιγμή τόσο διαφορετική από τις άλλες τις κοινές. Λέξεις πλεγμένες με συναίσθημα, ό,τι και να ‘ναι αυτό το τελευταίο. Αντάρας ή νηνεμίας.