Κριτική του Βασίλη Καλαμαρά για την ποιητική συλλογή της Μαρίας Αποστόλου, «Δέρμα της μνήμης μίλησε»

Παρασκευή, 22 Μαρτίου 2024

Βασίλης Καλαμαράς

Μαρτίου 2024

Η δεύτερη ποιητική συλλογή της
Μαρίας Αποστόλου, «Δέρμα της μνήμης μίλησε», είναι το δεύτερο
άλμα της προς τον γκρεμό. Προς τον γκρεμό της λογοτεχνίας, που
τον κοιτάς, κι αντί να σε τραβάει το κενό προς τα κάτω, προς την
καταστροφή-προσωρινά γίνεται η αναστροφή. Μόνο που εδώ δεν
κινούνται οι λέξεις σε ευθεία, γιατί το πεδίο δεν είναι επίπεδο.
Μακριά, λοιπόν, από την οριζόντια ανάγνωση της Ιστορίας, ακόμη
κι αν η πρόοδος του 19 ου αιώνα, εξακολουθεί να λειτουργεί ως
υποβολέας, σε καιρούς κακούς, στους οποίους το αίμα λύνει τις
διαφορές, χωρίς, όμως, τα σώματα να απεχθάνονται την μυρωδιά
του.
Τα πτώματα, οι νεκροί, οι κραυγές, οι θόρυβοι, οι νύχτες που
γίνονται μέρα από τις βόμβες φώσφορου, όλος αυτός ο κουρνιαχτός
των μαχών, διαμορφώνουν ένα νεοπαγές έργο, ούτε τραγικό, ούτε
κωμικό, που προβάλλεται στην οθόνη του υπολογιστή μας.
Κι όταν σβήσει η οθόνη, αυτός ο προγραμματισμένος ορίζοντας, δεν
μάς έχει απομείνει καμία κυρίαρχη εικόνα, γιατί όλες, μα όλες οι
πληροφορίες μοιάζουν μεταξύ τους.
Κατ’ ανάγκην η ερμηνεία, γιατί η παρουσίαση ενός βιβλίου, επιθυμεί
να μιλάει στην γλώσσα της εικονοκλασίας, που είναι κι αυτή μία
μεταφορά της ακυριολεξίας, δηλαδή προσπαθεί να συνομιλήσει με το
απτό, δεν επιμένω στην αφή, γιατί ο γραπτός λόγος είναι ένας ξένος,
ένας επισκέπτης της καθημερινότητας. Άλλο τόσο ξένη και η γλώσσα
των καθημερινών συναλλαγών, η οποία συνήθως εξαντλείται κι
ολοκληρώνεται στην υποκρισία. Υποκρισία;
Ναι, υποκρινόμαστε, λοιπόν, κι αναρωτιόμαστε, ποια σκηνή θ’
ανεβάσει το αυτοβιογραφικό έργο μας; Καμία, εκτός κι αν εμείς
μεταμορφωθούμε στο κοινό, ένα κοινό συμφυές με τον
κλυδωνιζόμενο εαυτό, μπροστά στο βάραθρο του γκρεμού.
Η ποίηση σαν έννοια δεν πάλιωσε, σκούριασαν, όμως, τα εργαλεία
της, ο στόχος της και το ακροατήριό της. Δεν αφηγείται τα κλέη των
ανδρών, ακόμη κι αν ο Όμηρος ζει και βασιλεύει στην καρδιά της
φιλολογικής πρόσληψης.
Αυτός είναι ο ιδρυτής της ποιήσεως, δεν αναζητά στέγη, γιατί
γνωρίζει ότι τα κλέη των βασιλέων, κείτονται ανακαινισμένα
ερείπια. Ανακαινισμένα μεν, αλλά ερείπια δε. Κι αυτή η αντίθεση δεν

είναι μία ανακαίνιση του συναισθήματος, αυτού του προδότη των
αισθήσεων. Όμως, η γραμματολογία δεν βρίσκεται στις προθέσεις
του ομιλούντα.
Και ποιες είναι οι προθέσεις του; Να μιλήσει απλά, να του δοθεί
αυτή η πολυτέλεια. Για το δεύτερο ποιητικό βιβλίο της ψυχολόγου
μας, η οποία καταλαβαίνει περισσότερο απ’ όλους κι απ’ όλες την
ψυχή των ανθρώπων.
Ψυχή, λοιπόν, μια λέξη κι όμως άπιαστη, ακατανόητη, κι όμως ζώσα.
Όταν δεν μιλάμε για αυτήν, γνωρίζουμε σχεδόν τα πάντα για αυτήν.
Κι όταν δεν μιλάμε η ποίηση, τουλάχιστον μας ζητάει να
σιωπήσουμε. Κι όμως μιλάμε, κι όλο μιλάμε, γιατί η σιωπή δεν μπορεί
να μιλήσει, παρά μόνο με το σώμα.
Η συλλογή «Δέρμα της μνήμης μίλησε» είναι ένα ατελές και
ατελέσφορο εγκώμιο στο σώμα. Ατελές εν τη γενέσει της, γιατί ο
κόσμος είναι θρυμματισμένος, κι όχι μόνο, γιατί οι πρόσφατοι
πόλεμοι φέρνουν ξανά στο προσκήνιο το σώμα ως απόρριψη.
Ατελέσφορο ως προς το αποτέλεσμά του, γιατί όλες και όλοι
γνωρίζουμε ότι σώμα έχει απαξιωθεί, μετά από τόσα χρόνια
μεταπολεμικής ειρήνης. Στον πόλεμο και στην ειρήνη απουσιάζουμε
ως ζώντες οργανισμοί, καθώς ζούμε την υπέρβαση του σωματικού
πόνου, με στόχο την φυλογενετική αναβίωση του δίπολου θύτης-
θύμα.
Ωστόσο, η μνήμη αυτός ο μηχανοδηγός της μνήμης, εξακολουθεί να
κρατάει το τιμόνι, έστω και σε ακαθόριστο προορισμό, γιατί
αναπαράγεται διά της φαντασίας του, γιατί το ταξίδι είναι μέσα στον
θόλο τού μυαλού ή αν προτιμάτε συμμετέχει σ’ έναν χορό
φαντασμάτων.
Μόνο που αυτά τα φαντάσματα, είναι πίσω από το λευκό πανί ενός
άτυπου θεάτρου σκιών, εκεί όπου οι κινούμενες μορφές έχουν
επιστρέψει στην ακεραιότητα της κατάλυσης του χρόνου. Αυτή η
ακεραιότητα, ωστόσο, δεν είναι των χρόνων μας.
Όλα, μα όλα γλιστρούν μέσα από χέρια μας, και είθε να ήταν νερό,
το οποίο πάλι στην μεταφορά του, αντιμετωπίζεται ως εξαγνισμός
της ψυχής. Λοιπόν, αυτές οι σελίδες δεν έχουν λυτρωμό, δεν
καίγονται και δεν ξεγράφονται, δεν βυθίζονται στα θαλάσσια ύδατα
και δεν κολυμπούν σαν ψάρια στο βυθό. Τα πλάσματα του

φαντασιακού των ποιημάτων είναι αμφίβια, μια στην ακτή και μια
στα κύματα, ακόμη και στην ακινησία τους.
Κλήση ποιούμε στην απουσία αυτού του πήγαινε-έλα, έστω και με
λόγια από την εποχή που ο μάντης οιωνούς προμηνούσε, αυτούς
στους οποίους η εξουσία τ’ αυτιά έκλεινε. Όταν έκλεισε ο κύκλος της
ακοής, αυτής της μουσικής, μιας μουσικής ιδρυτικής του επίγειου
βίου, τυφλώθηκε από το φως της αλήθειας ο Οιδίποδας. Η ασθένεια
των οφθαλμών του δεν είναι η τύφλωση που οδηγεί στην αναπηρία,
είναι η προσαρμογή στην υγεία της όρασης, αλλά με τα μέσα του
αινίγματος.
Το αίνιγμα είναι η μαντική σε μη προβλέψιμο ορίζοντα, έναν
ορίζοντα που εκτοπίζει το φως υπέρ του σκότους. Το σκότος αυτό
πήρε την λάμψη των όπλων, γι’ αυτό ο πόλεμος μετέτρεψε την
καταστροφή ως όλον των πραγμάτων. Από τότε, ο χρυσός
καρφώθηκε στα μάτια μας και δεν μπορούμε να δούμε το θνητό.
Αυτά τα ποιήματα μιλούν για την θνητότητα, οπουδήποτε κι αν
προσκρούει, ακόμη και στη θάλασσα. Τον σίδηρο τον τρώει η
αρμύρα, αλλά δεν είναι αλμυρά, γιατί το αλάτι δεν είναι εύγεστο,
παρά στην αποστροφή του, ως θυσία στο άγευστο. Και το άγευστο,
δεν είναι της γεύσης η θανάτωση, αλλά η υπέρ του δέοντος ζώσα
γεύση.
Αλλά ξεμάθαμε από τους καθημερινούς θανάτους και δεν
καταλαβαίνουμε ότι η γραφή είναι η θανάτωση της ζωής. Όλα τα
ποιήματα είναι θύματα του εγκλήματος του γράμματος. Ακόμη κι αν
δεν είναι το γράμμα του νόμου, το οποίο, όταν το ακολουθείς πιστά,
καταστρέφεις, ακόμη και την σκέψη της νομιμότητας.
Τα ποιήματα στην παραβατικότητά τους αποκτούν την νοσταλγία
του χαμένου παρόντος, το οποίο, όταν το αντικρύζουμε φαντάζει
παλαιότερο και από τα παιδικά μας παιχνίδια. Εκτός κι η ποίηση
είναι ένα παιχνίδι, χωρίς παίκτες, αμφίβιο πλάσμα στην απλασία του
όμως, ερπετό που σέρνεται επί γης, ενώ ο συριγμός του κολάζει και
τον Άδη, τον οίκο του Πλούτωνα μ’ ένα μάτι στο μέτωπο όλο ζήλια.
Όλο και κάποιος Οδυσσέας θα το καρφώσει με το μαύρο
κατάμαυρο παλούκι. Κοντολογίς, θ’ αφήσει την στεριά για να
ξανοιχθεί στη θάλασσα, κι ο Ποσειδώνας χειρονομεί εκδικητικά.

Πλουτώνιος Ποσειδώνας ή Ποσειδώνιος Πλούτωνας; Κι οι δυο
κλείνουν πονηρά το μάτι, πίσω από τα κρεμαστά ύδατα, αυτό το
καταφύγιο της αγνωσίας, όπου το επερχόμενο τέλος, που έχει την
αρχή της στην γέννηση μας.
«Μα, τέλος πάντων τι αυτά τα ποιήματα;», θα αναρωτηθείτε. Και
δικαίως. Στα αφηγηματικά, όπως και στα ολιγόστιχα, σ’ αυτά όπου
το νόημα εκτινάσσεται σαν ελατήριο σκεπτόμενου εαυτού, η
απουσία απουσιάζει, όσο είναι παρούσα. Διότι, κατά έναν παράξενο
τρόπο, αυτό το εμφανιζόμενο ως ευφυολόγημα, ακόμη κι αν δεν λέει
όλη την αλήθεια, κονταροχτυπιέται μαζί της.
Για ν’ ακούσουμε το «Καταφύγιο»: «Πάρε με νύχτα/Κρύψε
με/Κλείσε με στην αγκαλιά σου/Παρηγόρησέ με/Η μέρα μ’ έδιωξε».
Εσείς, τι καταλαβαίνετε; Γιατί επιλέγει την νύχτα, πριν το όνειρο; Η
μέρα ισοδυναμεί με το φως, πόσο μάλλον με το μεσογειακό που
εξοντώνει όλες τις αισθήσεις και τις οδηγεί στο σκότος. Παιδί
εξόριστο, εκτοπισμένο από την μέρα, όπου τελούνται οι συναλλαγές,
αυτές οι οποίες εμφορούνται από το συμφέρον.
Και τότε η νύχτα, γιατί ασχολείται μαζί μας; Τι την χρειαζόμαστε,
αυτή την αχρείαστη; Ας την σκεφτούμε, πριν τον ηλεκτροφωτισμό
της, ας σταθούμε σ’ ένα δωμάτιο μ’ όλα τα φώτα σβησμένα, που
ξαφνικά καταρρέει η οροφή του. «Απορώ πως τόσα χρόνια
ζούσα/στα σκοτάδια/τώρα που πεθαίνω στο φως», γράφει «Στο
φως». Πώς έγινε αυτή η μεταστροφή; Ό,τι γεννιέται στο φως έχει
προέλθει από το σκότος, από το βυθό της μήτρας, ποσειδώνια ή
πλουτώνια δεν έχει τόση νοηματική σημασία. Καθώς το νόημα,
ακόμη και στην ταυτολογία του, αναζωογονείται από την ετερότητα.
Αν θέλουμε οπωσδήποτε να δώσουμε ταυτότητα στα ποιήματα, θα
τα χαρακτηρίζαμε μικρές άτοπες κλήσεις στο ανεκπλήρωτο. Και όχι
με επικυρίαρχο τον έρωτα, εκτός κι αν τον αναζητήσουμε στο
γλυπτό «Αφροδίτη και Πάνας», που βρέθηκε στο Ίδρυμα των
Βηρυτίων Ποσειδωνιαστών, στην Δήλο.
Η απρόσκοπτη ευθυμία στο ελληνιστικό πρόσωπο της Αφροδίτης
και του Πάνα-που δεν κοιτούν προς τον θεατή-είναι ένα σημείο κι
ένα σήμα μαζί, η κατάλυση του ανερμήνευτου κώδικα, η έξοδος από
τον κλειστότητα της ερμηνείας, στο ανοιχτό του σύμπαντος κόσμου.

Αφήστε το σχόλιό σας