Στο σημερινό άρθρο λεξιλογικής περιήγησης θα δούμε λέξεις από τον Κάλαμο -ποιον Κάλαμο όμως; Οι περισσότεροι ξέρουμε το χωριό της βορειοανατολικής Αττικής με τις πολλές εξοχικές κατοικίες, πλάι στον Ωρωπό, ενώ βέβαια υπάρχουν σ’ ολη την Ελλάδα πολλά ακόμα χωριά με το όνομα αυτό, αλλά σήμερα θα μιλήσουμε για το νησί Κάλαμος. Αλλωστε, τα νησιά είναι τα κατ’ εξοχήν γλωσσικά οικοσυστήματα στη χώρα μας, και δεν είναι τυχαίο που τα περισσότερα άρθρα λεξιλογικής περιήγησης στο ιστολόγιο από νησιά προέρχονται.
Κάλαμος λοιπόν είναι ένα από τα μικρά νησιά των Επτανήσων, πέρα από τα εφτά που έδωσαν το όνομα στο νησιωτικό σύμπλεγμα. Βρίσκεται πολύ κοντά στην ηπειρωτική Ελλάδα, στον Μύτικα της Αιτωλοακαρνανίας, ανάμεσα στο γνωστότερο Μεγανήσι και στον μικρότερο Καστό. Στην απογραφή του 2011 είχε 529 κατοίκους αλλά τον χειμώνα δεν μένουν περισσότεροι από 100. Γυμνάσιο δεν υπάρχει στο νησί κι έτσι οι λιγοστοί μαθητές πηγαινόρχονται με το καΐκι, που δεν είναι βεβαίως πια καΐκι, αλλά οι Καλαμισάνοι επιμένουν να το λένε έτσι. Ο Κάλαμος ξεχωρίζει από μακριά επειδή έχει τρεις ψηλές, για το μέγεθός του, κορυφές -η πιο ψηλή πλησιάζει τα 750 μέτρα.
Τα στοιχεία αυτά τα παίρνω από την εισαγωγή του Γιώργου Καραγιάννη στο βιβλίο Κάλαμος. Αναμνηστικό λέξεων, της Γιώτας Καραγιάννη και του Γιώργου Καραγιάννη (είναι αδέλφια) που κυκλοφόρησε πρόπερσι από τις εκδόσεις Άπαρσις. Σημειώνω επίσης ότι, καθώς ανήκε στα Επτάνησα αλλά ήταν πολύ κοντά στην τουρκοκρατούμενη Ελλάδα, ο Κάλαμος ήταν κατά το Εικοσιένα καταφύγιο αμάχων -ξέρουμε ότι ο Καραϊσκάκης είχε στείλει εκεί την οικογένειά του.
Όπως λέει στον δικό της πρόλογο η Γιώτα Καραγιάννη, που είναι φιλόλογος, η ιδέα για το βιβλιαράκι αυτό ξεκίνησε όταν ρώτησε μια φίλη της αν ξέχασε «το τακουίνο της», και βέβαια προκάλεσε θυμηδία στην παρέα της. Κι έτσι άρχισε να συγκεντρώνει καλαμισάνικες λέξεις που, όταν μαζεύτηκαν πολλές, έδωσαν το βιβλιαράκι από το οποίο αντλώ υλικό σήμερα. Μια προσπάθεια ομολογημένα ερασιτεχνική, αλλά αξιέπαινη. Το βιβλίο έχει κάπου 400 λέξεις, όπως προσεγγιστικά εκτίμησα, καθώς και καμιά εικοσαριά εκφράσεις. Οι λέξεις δίνονται χωρίς ετυμολογία, αλλά σε κάποιες περιπτώσεις τα λήμματα περιέχουν επίσης παραδειγματικές φράσεις ή άλλες επεξηγήσεις πέρα από τον ορισμό. Σε ενδεχόμενη επανέκδοση θα συνιστούσα να υπάρχουν περισσότερες παραδειγματικές φράσεις.
Από το πολύ συμπαθητικό αυτό βιβλιαράκι θα διαλέξω μερικές λέξεις που μου φάνηκαν αξιοσχολίαστες. Φυσικά, λιγοστές είναι οι λέξεις που είναι αποκλειστικά καλαμισάνικες. Οι περισσότερες ανήκουν στο ευρύτερο λεξιλόγιο των Επτανήσων, αν και λόγω της εγγύτητας υπάρχουν κοινά στοιχεία και με την απέναντι στεριά. Σχολιάζω κι εγώ, με πλάγια.
- άγιατρος: Ο πολύ λερωμένος. Η πρώτη λέξη της συλλογής.
- αποδιαλεούρι : Ό,τι απομένει στο τέλος, αφού έχουμε διαλέξει τα καλύτερα. Τη λέξη αυτή την έχω κι εγώ στη μητρική μου, ας πούμε, γλωσσική ποικιλία, φαντάζομαι ότι ανήκει στην κοινή με κάποια παραλλαγή της. Το ΛΚΝ έχει «αποδιαλεγούδι»
- αποχυμένο. Ο όρος για τα χταπόδια. Αποχυμένο λέγεται το χταπόδι που μόλις έχει γεννήσει και φαίνεται αλλοιωμένο, σαν ετοιμοθάνατο.
- γόμπιρας. Ο γρουσούζης.
- δριμόκολο. Μπουρίνι, συνήθως ΒΔ κατεύθυνσης. Σύντομης διάρκειας αλλά επίφοβο.
- ζόρκος. Ολόγυμνος. Η λέξη είναι σλάβικης προέλευσης και απαντά ως ζάρκος στην Ήπειρο και ζόρκος στα Επτάνησα.
- καβαγιάδα. Αντρικό χτένισμα με χωρίστρα, ακόμα λίγο υγρό.
- καμωτήρες. Απάντηση στο «τι κάνεις». «Τι κάνεις εδέκει; Τι να κάμω; Καμωτήρες!»
- κατίβο. Δεύτερο, κακής ποιότητας. Από το ιταλ. cattivo.
- λαορέντης. Βοηθός εργάτη, συνήθως οικοδομών.
- λιγκόνι. Το μυρμήγκι. «Άφησε το φαΐ ξήσκεπο και μας φάγαν τα λιγκόνια στην κουζίνα». Αλλού λέγονται «μελιγκόνια» ή μελιγκούνια, και αναρωτιέμαι μήπως ο τύπος «λιγκόνια» προήλθε από επανανάλυση (μελιγκόνια > με λιγκόνια).
- μαλιγκονία. Αδιαθεσία, μελαγχολία. Αντιδάνειο, απο τα ιταλικά.
- μαντραούρες. Τα μανιτάρια. Αναρωτιέμαι μήπως στην ετυμολογία κρύβεται ο μανδραγόρας.
- μπομπιλία. Τα συμπράγκαλα, τα ρούχα κάποιου πακεταρισμένα ή κουβάρι προς αναχώρηση. «Πήρε την μπομπιλία του κι έφυγε τρεχάτος». Ίσως από το ιταλ. mobilia = η επίπλωση σπιτιού, με αφομοίωση.
- ξέλεξη. Έντονη λεκτική διαφωνία, λογομαχία. «Αλλάξτε κανάλι, ολο ξελέγονται αυτοί»
- παρ(ου)σιασμός. Παρουσία, εμφάνιση. «Μ’ αυτά τα ρούχα δεν έχεις παρσιασμό για πουθενά, δεν εισαι για να πας».
- πηδολόα. Στριφογυριστή πετσέτα για το κεφάλι, πάνω στην οποία μετέφεραν οι γυναίκες διάφορα πράγματα.
- ρεμαντσίνα. Κατσάδιασμα. Είναι προφανώς η ρομπατσίνα της κοινής, που προέρχεται από το ιταλ. romanzina. Εδώ η συνάφεια με το ιταλικό είναι πιο φανερή.
- ρομποβίλα. Κρασί με άσχημη γεύση.
- σαβόρος. Τοπικός τρόπος μαγειρέματος ψαριών. Τηγανητά, βυθισμένα στο ξίδι, με σκόρδο, δεντρολίβανο και σταφίδες.
- συγκάρτσελοι. Όλοι μαζί σαν οικογένεια. Στην εισαγωγή η συγγραφέας αναφέρει εν παρόδω, με επιφύλαξη, την πιθανότητα να προέρχεται από το «συν γυναιξί και τέκνοις. Προσωπικά αποκλείω τέτοια συναρπαγή.
- τακουίνο. Πορτοφολάκι. Προφανώς από το ιταλ. taccuino, λέξη αραβικής αρχής, που όμως σημαίνει «μπλοκάκι, τεφτεράκι».
- τουβαέλι. Καλής ποιότητας πετσέτα για οικιακή χρήση. Προφανώς από το ιταλ. tovagliuolo, που σημαίνει πετσέτα ή μαντίλι. Από εκεί και το βαγιόλι της κοινής, από τον πληθυντικό της ιταλικής λέξης, tovagliuoli, που θεωρήθηκε ενικός. Είπαμε λοιπόν τοβαγιόλι, αλλά η πρώτη συλλαβή νομίστηκε άρθρο, κι έτσι έγινε το βαγιόλι!
- φαστίδιο. Ενόχληση, δυσφορία. «Μο’ρχεται φαστίδιο». Δάνειο από ιταλ. fastidio.
- φιλτιστόκα. Έγγραφη ειδοποίηση για κάτι κακό. Ήξερα το κεφαλονίτικο φιλιστόκα, εκτενές έγγραφο, κατάλογος, που υπήρξε και τίτλος σατιρικού εντύπου. Ως «φιλτιστόκα» το βρίσκω σε διήγηση από τους Παξούς, με σημασία «κατάλογος». Εικάζω ότι προέρχεται από το ιταλ. filastrocca = παιδικό τραγούδι.
Sports betting. Bonus to the first deposit up to 500 euros.
sports betting
Sports betting. Bonus to the first deposit up to 500 euros.
online casino