Oμιλία της Αλεξίας Καλογεροπούλου στην παρουσίαση του βιβλίου «Δέρμα της μνήμης, μίλησε» της Μαρίας Αποστόλου.

Παρασκευή, 22 Δεκεμβρίου 2023

Γράφει η Αλεξία Καλογεροπούλου
[email protected]


Σκέψεις για το ποιητικό βιβλίο της Μαρίας Αποστόλου, «Δέρμα της μνήμης, μίλησε», εκδόσεις Άπαρσις, Αθήνα 2023.


Με την ψυχολόγο Μαρία Αποστόλου μιλάμε, κατά κάποιον τρόπο, μια κοινή γλώσσα, αφού μας συνδέει τόσο η ψυχολογία όσο και η ποίηση. Ίσως γι΄αυτό η εμπειρία ανάγνωσης της νέας ποιητικής συλλογής της ήταν ιδιαιτέρως έντονη και απολαυστική.

Έναυσμα όλων, η αρχή της ζωής. Από τις πρώτες ώρες της γέννησης, το παιδί καταγράφει εικόνες και κυρίως συναισθήματα στη μνήμη, αρχικά μόνο στο σώμα, πριν τα συναισθήματα γίνουν λόγια, στο λεγόμενο προλεκτικό στάδιο. Δυστυχώς, δεν έχουν όλοι το προνόμιο να ζήσουν μια ευτυχισμένη ή έστω μια επαρκώς ισορροπημένη παιδική ηλικία. Και εκεί είναι που αποκτά η ψυχή τις πρώτες της χαρακιές, οι οποίες την ακολουθούν σε όλη τη διάρκεια του βίου. Οι καταγραφές αυτές ενδεχομένως να γίνουν σωματικά συμπτώματα, πόνοι, ευαισθησίες, φόβοι και φοβίες, κεραυνοβόλοι έρωτες, αστραπιαίες συμπάθειες και ανεξήγητες απέχθειες ή σκέψεις που οδηγούν σε δυσλειτουργικές σχέσεις και ατελέσφορα συμπεριφορικά μοτίβα.

Σε κάθε περίπτωση, όπως και αν βιώθηκαν τα πρώτα χρόνια της ζωής, η έξοδος από τη βρεφική ηλικία αρχικά και έπειτα από την παιδική, είναι ένας μεγάλος αποχωρισμός, ο πρώτος ή ο δεύτερος, αν θεωρήσουμε ως πρώτο την έξοδο του νεογνού από τον προστατευμένο χώρο της μήτρας, όπου όλα ήταν λυμένα: το έμβρυο, φυσιολογικά, ζει προστατευμένο σε ένα περιβάλλον αφθονίας, με σταθερή θερμοκρασία, χωρίς κανέναν λόγο να ανησυχεί για το φαγητό του, το κρύο, την επιβίωσή του εν γένει.

Η βρεφική και παιδική ηλικία είναι μια γη της Επαγγελίας, ένας παράδεισος, τον οποίο είμαστε αναγκασμένοι να αποχωριστούμε, να απωλέσουμε, καθώς μεγαλώνουμε βαδίζοντας προς την ενηλικίωση. Και έπειτα αναζητούμε σε όλη τη ζωή εκείνο τον απωλεσθέντα παράδεισο, τη μητρική αγκαλιά, το πατρικό χάδι, την αίσθηση της ασφάλειας και της αποδοχής, όποιοι την έχουν ζήσει. Αλλά και εκείνοι που στερήθηκαν τη θαλπωρή, το ίδιο αναζητούν: το χάδι, το καθρέφτισμα, την ασφάλεια, την άνευ όρων αγάπη, την αποδοχή που δεν έζησαν παρότι δικαιούνταν να ζήσουν, αναζητούν να αναπληρώσουν το κενό, το δυσβάσταχτο κάποιες φορές κενό, μέσα από τη σχέση με τον άλλο, είτε πρόκειται για φίλο, είτε για σύντροφο, είτε για συνάδελφο, είτε ακόμα και για το ίδιο τους το παιδί. Πληγές, κρυφές ή φανερές, ζητούν την επούλωση με την αγάπη, την αναγνώριση από τους άλλους, την αυτοπραγμάτωση.

Η απώλεια, η απόρριψη, η προδοσία, οι αμυχές του παρελθόντος καταγράφονται στη μνήμη και μένουν εκεί. Και η μνήμη, οι αναμνήσεις, άλλοτε οδυνηρά ακριβείς, άλλοτε παραποιημένες ή εξιδανικευμένες, προσπαθούν να νοηματοδοτήσουν το παρόν, να βρουν τη θέση τους στο σήμερα, σε αυτό που γίναμε μέσα από τις σχέσεις και τις εμπειρίες που ζήσαμε. Οι τύψεις για βλάβες που δεν προκαλέσαμε, για τις οποίες πειστήκαμε από νωρίς ότι ήμασταν ένοχοι από ενήλικα χείλη, οι πληγές από προδοσίες και ανεπάρκειες, από δογματικές συμπεριφορές και άδικους χαρακτηρισμούς, μας εμποδίζουν να δούμε το φως, την αλήθεια στην ολότητά της, αλλά το φως υπάρχει και είναι εκεί για να το βρούμε. Λέει η ποιήτρια στο πρώτο ποίημα της συλλογής, με τίτλο Ξόδεμα:

Ξόδεψα όλες μου τις τύψεις
σε ένοχες διαδρομές
και ξαφνικά εκεί στη στροφή
πάνω στο φως
ένα τζιτζίκι σπούδαζε αφέλειες

(Ξόδεμα, σ. 7)

Η ασυνείδητη, τις περισσότερες φορές, αναζήτηση της επούλωσης περνά μέσα από τους άλλους και μέσα από τον έρωτα, από τη συνάντηση με τον άλλο, αναζητώντας τη συγχώνευση, όμοια με αυτή που νιώθαμε ή θα θέλαμε να νιώσουμε στη μητρική ή στην πατρική αγκαλιά.

Όμως, τα τραύματα και η δίψα για αγάπη και αποδοχή οδηγούν σε λάθος συντρόφους, σε έναν ανηλεή έρωτα, όπως είναι ο τίτλος του δεύτερου ποιήματος της συλλογής. Σε έναν ανηλεή έρωτα που επιβεβαιώνει το μαθημένο αφήγημα, το οικείο βίωμα της απόρριψης και της προδοσίας, της ανεπάρκειας και της αδιαφορίας. Έρωτες που λήγουν άδοξα, αφού επαναλαμβάνουν το ίδιο τραυματικό σκηνικό της παιδικής ηλικίας, χωρίς επουλωτική δύναμη, σκάβουν ακόμα βαθύτερα την πληγή, και αφήνουν τους ερωτευμένους κενούς και εκ νέου πληγωμένους.

Η απώλεια μοιάζει με θάνατο. Ο χωρισμός μοιάζει με θάνατο. Πενθούμε ένα μέρος της ζωής που μοιραστήκαμε με τον άλλο που τώρα αποχαιρετούμε, κυρίως το όνειρο, αυτό που θα μπορούσαμε να είμαστε μαζί του, αυτό που θα μπορούσε να μας χορτάσει την ακόρεστη συναισθηματική πείνα. Η σχέση με τον άλλο αφήνει αποτυπώματα που συγκρατεί η μνήμη, παγώνοντας τον χρόνο. Όπως γράφει η Μαρία Αποστόλου:

Με θυμάσαι
Υπάρχω ανάμεσα στις κινήσεις σου
[…]
Ανεπίστρεπτα παρούσα
Ακινητοποιημένη απ΄του χρόνου την ταχύτητα

(Με θυμάσαι, σ. 13)

Η μνήμη επιστρέφει, με κάθε αφορμή, στις πληγές και στις εμπειρίες του παρελθόντος. Γεγονότα, εντυπώσεις, ερμηνείες και ευσεβείς πόθοι συμπλέκονται και υφαίνουν προσωπικές ιστορίες και αφηγήσεις, που καθορίζουν τις επιλογές και, ως εκ τούτου, τη ζωή μας. Κεντρική και μόνιμη αναζήτηση, το καθρέφτισμα των πρώτων χρόνων στο μητρικό πρόσωπο. Γράφει η ποιήτρια:

Μικρές ιστορίες
χτισμένες στην ακμή
μιας φευγαλέας ανάμνησης
κι ενός χαμόγελου
Μεταξύ μιας δήλωσης
κι ενός θαυμαστικού
Μιας υποψίας ψιχάλας
κι ενός αγγίγματος
Βλέμμα το βλέμμα
Μειδίαμα το μειδίαμα
Υπόθεση με υπόνοια
Δισταγμός με τόλμη
Αυθαιρεσία με συστολή
Κι ο κόσμος να μην ξέρει
Ούτε να μπορεί
ποτέ να φανταστεί

(Μειδίαμα, σ. 150)

Καθρέφτισμα, λοιπόν, βλέμμα το βλέμμα, μειδίαμα το μειδίαμα, αλλά και αντιφάσεις, δισταγμός με τόλμη, αυθαιρεσία με συστολή, όταν το μήνυμα από το μητρικό, αλλά και από το πατρικό πρόσωπο δεν είναι ξεκάθαρο, δεν είναι σαφές. Η ανάγκη για παρηγοριά, ως υποκατάστατο της μητρικής αγκαλιάς, είναι πάντα παρούσα. Γράφει η Μαρία Αποστόλου στο Καταφύγιο:

Πάρε με νύχτα
Κρύψε με
Κλείσε με στην αγκαλιά σου
Παρηγόρησέ με
Η μέρα μ’ έδιωξε

(Καταφύγιο, σ. 19)

Ίσως η απάντηση βρίσκεται στην αποδοχή της απώλειας και του τραύματος και, τελικά, στη συγχώρεση, που δεν πρέπει να είναι αναγκαστική ούτε προσποιητή ούτε είναι ανάγκη να είναι καθολική. Όπως γράφει η ποιήτρια:

Δεν αγαπούσα
υποχωρούσα προσποιούμενη
την άνοιξη
Πιστεύοντας πως θα ξεγελάσω
ακόμα και των χελιδονιών την έλευση
Δεν συγχωρούσα
Στην ανάσα μου ακούμπαγα
της ανταπόδοσης τη στιγμή
Όμως στην κατάρρευση
θα βάψω κόκκινο της φωτιάς
το μέρος της πληγής
κι απ΄ την ανθισμένη κερασιά
θα ζητήσω
της οδύνης μου τη συγχώρεση

(Ανθισμένη κερασιά, σ. 29)

Η απάντηση ίσως βρίσκεται στην αγάπη. Η αμφιβολία, όμως, η έλλειψη εμπιστοσύνης που δεν χτίστηκε όταν ήταν καιρός, κατά τα πρώτα παιδικά χρόνια δηλαδή, παραμένει ζωντανή, εμποδίζοντας τον δρόμο της αγάπης.

[…]
Τόση αγάπη άσπρη σαν χιόνι
Σε ποιο παζάρι να την ξεπουλήσεις

(Εντός μου, σ. 32)

αναρωτιέται η ποιήτρια. Όμως, η μνήμη προσφέρει, επίσης, ένα μονοπάτι για την αυτοανακάλυψη και την αυτογνωσία, όταν ξετυλίγεται την κατάλληλη στιγμή, δίνοντας νέο νόημα στη σιωπή. Στη Σιωπή, ένα από τα αγαπημένα μου ποιήματα της συλλογής, γράφει η Μαρία Αποστόλου:

Μια θηλιά θυμωμένη
στη βελόνα του πλεξίματος
Μία πίκρα σκαρφαλωμένη
στην άκρη ενός πόνου
στην κορφή μιας κραυγής
Η σιωπή μια απάντηση
στην ειρωνεία μιας κακίας
Μια πληγωμένη ανάσα
Μια πράξη απελευθέρωσης
Μια νίκη μεγαλοπρέπειας
Η σιωπή απέναντι
σε συνειδήσεις ένοχες
στου Λαζάρου το Σάββατο

(Σιωπή, σ. 37)

Οι στίχοι της Μαρίας Αποστόλου εμβαθύνουν στην αλληλεπίδραση μεταξύ της μνήμης και της ζωής, του έρωτα και του θανάτου, του θανάτου, με την έννοια της απώλειας, της αναχώρησης και της ματαίωσης. Η ποιήτρια προσκαλεί τους αναγνώστες σε ένα βαθύ ταξίδι ενδοσκόπησης και προβληματισμού, αναδεικνύοντας τη δύναμη της μνήμης να φωτίζει την ανθρώπινη εμπειρία και να διαμορφώνει την αντίληψή μας για την ίδια τη ζωή, καθώς πορευόμαστε στον χρόνο, σε ένα ποτάμι που ρέει συνεχώς, χωρίς επιστροφή, και τις περισσότερες φορές χωρίς τη δυνατότητα επούλωσης των τραυμάτων, τα οποία παραμένουν ζωντανά και καθορίζουν διαρκώς τις επιλογές και τις αποφάσεις μας.

Στα ποιήματα της Μαρίας Αποστόλου η μνήμη συνυφαίνεται με τη ζωή, γεννώντας βαθιά συναισθήματα, ζωντανές εικόνες και μια αίσθηση ανθρωπιάς. Η ποιήτρια στρέφει το βλέμμα στον εαυτό και στον άλλο με τρυφερότητα και ειλικρίνεια, χωρίς να χαρίζεται αλλά και χωρίς να απελπίζει, παρά τις δυσκολίες των καιρών.

Παροτρύνω τους αναγνώστες να αφήσουν τους ποιητικούς στίχους της Μαρίας Αποστόλου να ηχήσουν μέσα τους, υπενθυμίζοντας την ομορφιά αλλά και την ευθραυστότητα της ύπαρξής μας, που τόσο στενά συνδέεται και εξαρτάται από τη μνήμη και τις εμπειρίες των πρώτων χρόνων της ζωής.

 

ΠΗΓΗ: Booksitting.gr

Αφήστε το σχόλιό σας
Σχόλια
28/1/2024 5:00 πμ
Mr.

555