Ομιλία του Στέφανου Οικονόμου στην παρουσίαση του βιβλίου "Τυφλή δικαιοσύνη" του Εμμανουήλ Στυλ. Λυκούδη

Πέμπτη, 8 Δεκεμβρίου 2022

ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ "ΤΥΦΛΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ"
Saorsa Athens, 3/10/2022

Στέφανος Οκονόμου
Εκπαιδευτικός-συγγραφέας

Όταν ο καλός φίλος Δημήτρης Παλούκης μου έστειλε τη νέα Έκδοση της Τυφλής Δικαιοσύνης – προτείνοντάς μου να είμαι ένας από τους ομιλητές στην παρουσίαση του βιβλίου – του είπα ότι το όνομα Εμμανουήλ Λυκούδης κάτι «μου λέει», με παραπέμπει, πολύ αμυδρά και αόριστα, σε κάποια διαβάσματά μου. Μερικές ημέρες αργότερα θυμήθηκα ότι δύο χρόνια πριν, γράφοντας ένα κείμενο για την Πανδημία, είχα ρίξει μια βιαστική και μάλλον αφηρημένη ματιά σε μία βιβλιοκριτική της Ξένης του 1854. Ήταν η μοναδική μου, μέχρι το τηλεφώνημα του Δημήτρη, επαφή με το έργο και τον άνθρωπο. Ξεφυλλίζοντας τη βιογραφία του, καθώς ετοίμαζα τούτη την ομιλία, δεν μπόρεσα να αποφύγω μία ελαφριά συγκίνηση: στους απρόβλεπτους, εφήμερους σταθμούς μίας επαγγελματικής σταδιοδρομίας βρεθήκαμε και οι δύο στον ίδιο ξένο τόπο, την Άμφισσα. Εκείνος ως δικαστικός Λειτουργός, εγώ ως εκπαιδευτικός. Και ο τόπος αυτός μας «μίλησε». Δεν διατείνομαι ότι η Άμφισσα έγινε «δεύτερη πατρίδα» μου, σε καμία περίπτωση. Άκουσα όμως κάποιες «φωνές», γεύτηκα χρώματα, τοπία, εικόνες και τα αποτύπωσα, με τον τρόπο μου, σε ένα μικρό βιβλίο για την αρχαία Άμφισσα και σε μία σύντομη μελέτη για τη Μυανία – την αρχαία Αγία Ευθυμία. Είναι φορές που αναπολώ, είκοσι χρόνια μετά, ανθρώπους και κουβέντες, τις απολαυστικές ώρες ανάγνωσης στη μικρή, ήσυχη βιβλιοθήκη του Μουσείου των Δελφών, τα παράτολμα σκαρφαλώματα στο «απότομο» πολυγωνικό τμήμα του αρχαίου τείχους στο Κάστρο - προκειμένου να επιβεβαιώσω μια δυο κρίσιμες παρατηρήσεις του Lerat. Αγνοώ, νομίζω αγνοούμε όλοι και όλες, ποιες «φωνές» άκουσε ο Λυκούδης. Γνωρίζουμε όμως, από το ίδιο το έργο του, καθώς δεν διαθέτουμε την προσωπική του μαρτυρία, ότι τις άκουσε, ότι ο ξένος τόπος του «μίλησε» - και τις αποτύπωσε, με τον δικό του τρόπο, σε μερικές από τις καλύτερες λογοτεχνικές σελίδες του.

Ο Λυκούδης, για να περάσω στο πρώτο μέρος της παρουσίασης μου, αποτελεί, θα διακινδυνεύσω να υποστηρίξω, ένα τυπικό δείγμα του καλού, τίμιου ελάσσονος συγγραφέα. Σίγουρα δεν είναι μάστορας του ύφους ούτε της αφηγηματικής τεχνικής, δεν καινοτομεί, δεν συνθέτει στιβαρούς και στέρεους χαρακτήρες. Παραμένει, όπως εύστοχα τον χαρακτήρισε ο Δημήτρης, «διδακτικός». Σε αυτό όμως το περιοριστικό πλαίσιο δεν είναι καθόλου επιφανειακός, προσπαθεί, και αρκετές φορές το επιτυγχάνει, να ξεπεράσει μία κοινότοπη ηθικολογία, να αποτυπώσει στα κείμενά του τα ίχνη μίας γνήσιας «λογοτεχνικότητας»- αυτό εννοώ με «καλός» και «τίμιος». Στην Τυφλή Δικαιοσύνη είναι ευδιάκριτα τόσο αυτά του τα όρια όσο και οι αρετές του. Οι διάλογοι, συχνά μακροσκελείς, σπάνια αναδεικνύουν το συγκινησιακό φορτίο των δραματικών καταστάσεων. Διακρίνονται όχι τόσο από έναν «διδακτισμό» αλλά από μία «δοκιμιακή προσέγγιση»: ως εάν οι πρωταγωνιστές να αποτελούν απλούς φορείς επιχειρημάτων, προσωποποιημένα δοκίμια. Ας φανταστούμε τους διαλόγους αυτούς στα χέρια, λόγου χάρη, ενός Βουτυρά ή ενός Λαπαθιώτη; Ένα μικρό αλλά σπάνιο δείγμα ενός υποθετικού παρόμοιου χειρισμού μας δίνει ο ίδιος ο Λυκούδης στον σύντομο διάλογο – ίσως τον πιο «ζωντανό» όλου του έργου - του χανιτζή με τον Κίτσο, μετά την αποχώρηση του τελευταίου από το σπίτι του Καρέλη. Στα αφηγηματικά τμήματα η επιδέξια χρήση ιδιωματικών, τεχνικών ή επιχώριων, διαλεκτικών όρων μας προσφέρει μερικές εξαιρετικές περιγραφές τοπίων, ανθρώπων και δραστηριοτήτων. Κάποτε το δοκιμιακό ή ουδέτερα αναστοχαστικό ύφος αφήνει να διαφανούν σπαράγματα ενός λιτού λυρισμού, διακριτικά τονισμένου με τη χρήση υφολογικών ευρημάτων, λόγου χάρη διπλών τύπων στην ίδια πρόταση, όπως στην περιγραφή του θανάτου του Κίτσου: «της νοσταλγικής ψυχής του τα ονείρατα [……] τον βρήκε ο ύπνος χωρίς όνειρα».


Η Τυφλή Δικαιοσύνη δύσκολα ταξινομείται τυπολογικά: τοποθετείται στο σημείο όπου, θα έλεγε κανείς, τέμνονται ή ηθογραφική παράδοση, το αστυνομικό μυθιστόρημα και το αστικό διήγημα. Αν ο Λυκούδης δεν είναι μάστορας του ύφους είναι οπωσδήποτε μάστορας της πλοκής. Με τις ευφυείς προοικονομίες/προλήψεις του, με τα ανεπαίσθητα υπονοούμενα, με τις προσεκτικά μελετημένες διατυπώσεις και δηλώσεις των πρωταγωνιστών, συνθέτει μία εξαιρετικά δομημένη πλοκή η οποία προκαλεί στον αναγνώστη το αίσθημα μιας προσμονής, μιας αναμενόμενής αποκάλυψης και μέσα από την οποία συναρμολογούνται σταδιακά οι λύσεις του γρίφου. Βρίσκω ένα και μοναδικό αλλά καίριο ψεγάδι στην θαυμάσια εξέλιξη της πλοκής του: γιατί άραγε μας αποκαλύπτει εξαρχής την αθωότητα του Κίτσου; Δεν θα ήταν προτιμότερο, για την οικονομία του έργου, να την αγνοεί ο αναγνώστης μέχρι την ανάδειξη του πραγματικού φονιά; Μήπως, από την άλλη, η γνώση αυτή αποτελεί συνειδητή επιλογή του συγγραφέα και υπηρετεί κάποιαν άγνωστή μας σκοπιμότητα του ίδιου του έργου; Να καταστήσει, ας πούμε, απεχθέστερη τη μορφή του Εισαγγελέα ή να μεταθέσει την αναμονή από την αποκάλυψή της ταυτότητας του δολοφόνου στην δημόσια αναγνώριση της αλήθειας; Ο Λυκούδης συχνά δεν είναι τόσο απλός όσο νομίζουμε κατά την πρώτη ανάγνωση και σίγουρα δεν είναι ποτέ απλοϊκός.


Είναι, επίσης, ένας οξυδερκής παρατηρητής τόσο κοινωνικών φαινομένων όσο και ψυχολογικών καταστάσεων. Διακρίνει και προβάλλει, λόγου χάρη, την ανάδυση, δίπλα στην παραδοσιακή οικονομική και κοινωνική επαρχιακή ελίτ, μίας δυναμικής κοινωνικής ομάδας –μέλος της οποίας ήταν και ο ίδιος- που συγκροτείται μέσα από τις σπουδές, τη μάθηση, την ανώτατη εκπαίδευση και η οποία αποτελείται κυρίως από «επήλυδες» στενά συνδεδεμένους με φορείς ή θεσμούς της Κρατικής εξουσίας: ο πατέρας του Ηλία Τρίγκου, εκπαιδευτικός που διορίστηκε Σχολάρχης, ο νεαρός ανακριτής με τη «γερή μάθηση», ο εξίσου νεαρός ιατροδικαστής, « διδάκτωρ […] σοφός γιατρός της ιατρικής σχολής του Παρισιού», ο «πολύ-πολύ νέος […..] και καλά σπουδαγμένος», μετέπειτα αρεοπαγίτης, δικηγόρος του Κίτσου. Ο Λυκούδης μας παρουσιάζει τη νέα αυτή γενιά των σπουδαγμένων ενσωματωμένη στην τοπική επαρχιακή ελίτ αλλά ταυτόχρονα και ως φορέα ενός εκσυγχρονιστικού, «πεφωτισμένου» πνεύματος που δεν διστάζει να έρθει σε ρήξη με παραδοσιακές αξίες και ερμηνείες. Ο Ηλίας Τρίγκος δεν διαθέτει βέβαια τις λεπτές, πολύπλοκες ψυχολογικές αποχρώσεις και τις αβυσσαλέες εσωτερικές μεταπτώσεις ενός Ροντιόν Ρασκόλνικωφ. Μία όμως προσεκτικότερη ανάγνωση μας επιτρέπει να εντοπίσουμε, πίσω από την «αναιμική» και λογοτεχνικά στεγνή προσωπογραφία του, ορισμένες ενδείξεις – που αναδεικνύουν την οξυδέρκεια του συγγραφέα παρόλο που παραμένουν αφηγηματικά αναξιοποίητες - προς μία ψυχαναλυτική προσέγγιση: αυταρχικός πατέρας που ενδιαφέρεται πρωτίστως για την κόρη του και επιβάλλει στο γιο τις επιλογές του. Ένα πρώτο τραύμα με τις καταναγκαστικές σπουδές του, τραύμα του οποίου η επεξεργασία αναβάλλεται μέχρι το θάνατο του πατέρα και βρίσκει την πρόσκαιρη, μάλλον αποτυχημένη, μετουσίωση του στην ασκητική αφοσίωση στο Εμπόριο. Ένα δεύτερο τραύμα, η μαχαιριά από τον χαμό της Χρυσούλας, τραύμα που δεν μπόρεσε να επεξεργαστεί παρά μόνο μέσα από τον φόνο.


Άφησα μέχρι τώρα ασχολίαστο τον τίτλο. Είναι ένα έξοχο δείγμα μιας ειρωνικής αμφισημίας, η οποία διαπερνάει, άλλοτε έκδηλα άλλοτε υπόρρητα όλη τη νουβέλα. Η Δικαιοσύνη οφείλει να είναι τυφλή: μεταφορικά, όμως, δηλαδή ανεπηρέαστη, απροκατάληπτη. Όταν γίνεται κυριολεκτικά τυφλή, όταν δεν βλέπει ή δεν θέλει να δει, δηλαδή όταν λειτουργεί με επηρεασμούς και προκαταλήψεις, τότε έχει πλέον απωλέσει τη μεταφορική τυφλότητά της. Ο τίτλος Τυφλή Δικαιοσύνη συμπυκνώνει, μετά το τέλος της ανάγνωσης, το πέρασμα από την κυριολεξία στην μεταφορά: η Δικαιοσύνη, στην περίπτωση του Κίτσου, ήταν «τυφλή» ακριβώς επειδή δεν ήταν τυφλή.


Με την αναφορά αυτή στην μεταφορικότητα έρχομαι στο δεύτερο μέρος της παρουσίασης μου που θα ήθελα να εστιάσω σε μία άλλη μεταφορά, στην οποία εμπλέκονται η Δικαιοσύνη, οι ανακριτικές και ερευνητικές τεχνικές, η διαπίστωση ή κατασκευή των γεγονότων και η ερμηνεία τους, η πλάνη και η αλήθεια : στη μεταφορά της ιστορικής έρευνας ως δικανικής πρακτικής.


Μία πασίγνωστη ρήση του Hegel προβάλλει ανάγλυφα μία ορισμένη αντίληψη της Ιστορίας ως Δικαστικής Κρίσης: Die Welgeschichte ist das Weltgericht: η Ιστορία του Κόσμου είναι το Δικαστήριο του Κόσμου, η Ιστορία εκφωνεί μίαν οιονεί δικαστική Κρίση. Η θεώρηση αυτή αντιλαμβάνεται την Ιστορία ως μία αγόρευση που καταλογίζει ευθύνες, αξιολογεί, επιχειρηματολογεί, φέρνει στο φως το αληθινό νόημα των γεγονότων, πείθει και εκφέρει ετυμηγορίες. Συνήθως τις ετυμηγορίες των νικητών ή του παρόντος. Στην παγκόσμια ιστορία το Δικαστήριο του Κόσμου έκρινε ότι, παραδείγματος χάρη, ο προτεσταντισμός αποτελεί την ανώτατη βαθμίδα στην ανάβαση του Πνεύματος από τις αντικειμενικές εκδηλώσεις του προς τον υποκειμενικό εαυτό του. Ή ότι ο Ναπολέοντας, σαρώνοντας στα πεδία των μαχών τα αρχαϊκά κατάλοιπα της Αγίας Γερμανικής Αυτοκρατορίας, ήταν ο ανεπίγνωστος φορέας της νεωτερικής ορθολογικότητας, την οποία θα ενσαρκώσει το Πρωσικό Κράτος.


Η αντίληψη αυτή αντικαταστάθηκε από ένα μοντέλο της Ιστορίας επηρεασμένο από τις Φυσικές Επιστήμες: η Ιστορία δεν δικάζει, δεν εκφέρει αξιολογικές κρίσεις ούτε ετυμηγορίες, δεν καταλογίζει. Ερευνά απρόσωπες, ανώνυμες και ακαταλόγιστες διαδικασίες – στατιστικές σειρές, νοοτροπίες, αιτιακές αλυσίδες – οι οποίες διαθέτουν μία δική τους περιγραφική και ερμηνευτική δυναμική, μία δική τους αποδεικτική αλήθεια. «Ροβεσπιεριστές, αντι-Ροβεσπιεριστές λυπηθείτε μας: έλεος, σας ζητάμε μόνο να μας πείτε ποιος υπήρξε ο Ροβεσπιέρος» αναφώνησε κάποτε ο Μαρκ Μπλοχ. Προκειμένου όμως να απεμπλακεί ο Ροβεσπιέρος από την Κρίση, την καταδίκη ή την αθώωση, την ετυμηγορία της Ιστορίας, πρέπει να μετατραπεί σε ένα ανώνυμο και απρόσωπο σημαίνον: το ποιος υπήρξε ο Ροβεσπιέρος μας το λέει, στην προοπτική του Μπλοχ, μόνο η συνολική περιγραφική και ερμηνευτική δυναμική της Γαλλικής Επανάστασης. Στην ακραία «αφηγηματική» προσέγγιση των Φυσικών Επιστημών, και κατά μείζονα λόγο της Ιστορίας, η έννοια της αλήθειας σχετικοποιείται: η ιστορική έρευνα δεν έχει πρόσβαση σε «πραγματικά», «γυμνά» γεγονότα, στο αληθινό νόημα αλλά μόνο σε «κατασκευασμένα» γεγονότα, σε αναπαραστάσεις, σε διαμεσολαβήσεις: δεν θα μάθουμε ποτέ ποιος υπήρξε Ο Ροβεσπιέρος παρά μόνο ο Ροβεσπιέρος του «τάδε» ή του «δείνα».


Το δικανικό μοντέλο επανεμφανίζεται σταδιακά από τα μέσα του εικοστού αιώνα, στενά συνδεδεμένο με φαινόμενα όπως ο αναθεωρητισμός, ο αρνητισμός, η μνημονική ιστορία, οι ολοένα και συχνότερες δημόσιες χρήσεις της Ιστορίας, η «νομικοποίηση» και όχι σπάνια η ποινικοποίηση πτυχών της ιστορικής έρευνας αλλά και κάποιες πολύκροτες «πολιτικές» δίκες. Επικεντρώνεται όχι τόσο στην Ετυμηγορία, όσο στις τεχνικές της ανάκρισης, στην κατασκευή και ερμηνεία τεκμηρίων και μαρτυριών, στην ρητορική των αποδείξεων και ενδείξεων. Θα περιοριστώ σε δύο παραδείγματα, από πολυσυζητημένες «πολιτικές» δίκες, εστιασμένα γύρω από την έννοια και την πρακτική της μαρτυρίας.


Τον Δεκέμβριο του 1969 η έκρηξη μίας βόμβας στην Piazza Fontana του Μιλάνου προκαλεί 17 θανάτους. Κατά την ανακριτική διαδικασία που ακολουθεί ένας από τους υπόπτους, ο σιδηροδρομικός υπάλληλος και αναρχικός συνδικαλιστής Giuseppe Pinelli, πέφτει από τον τέταρτο όροφο του κεντρικού Αστυνομικού Τμήματος του Μιλάνου και τραυματίζεται θανάσιμα. Ο Τύπος της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς μιλάει για συνειδητή δολοφονία με «εκπαραθύρωση» και στοχοποιεί τον επικεφαλής των ερευνών αστυνομικό Luigi Calabresi. Η επίσημη εφημερίδα της Lotta Continua – κομμουνιστικών τάσεων εξωκοινοβουλευτικής Οργάνωσης που έχει ταχθεί επίσημα κατά της ένοπλης πάλης και των πολιτικών δολοφονιών - φιλοξενεί άρθρο του ηγετικού στελέχους της Adriano Sofri, που υποστηρίζει ότι ο Calabresi «αξίζει να δικαστεί και να εκτελεστεί». Τον Μάιο του 1972 ο Calabresi πέφτει νεκρός, όταν κάποιος άγνωστος βγαίνει από ένα Fiat 125 και τον πυροβολεί πισώπλατα, μπροστά ακριβώς στην πόρτα του σπιτιού του. Η υπόθεση παραμένει ανεξιχνίαστη για δεκάξι ολόκληρα χρόνια. Το 1988 ο Leonardo Marino, ένα πρώην μέλος της Lotta Continua, παρουσιάζεται στους καραμπινιέρους, δηλώνει μεταμελημένος και ομολογεί ότι ήταν ο οδηγός του Fiat 125 το οποίο μετέφερε τον δολοφόνο του Calabresi, το μέλος της Lotta Continua Ovidio Bompressi. Έδρασε, σύμφωνα με την μαρτυρία του, μαζί με τον εκτελεστή ακολουθώντας τις ρητές εντολές του ηγετικού πυρήνα της Lotta Continua, του Adriano Sofri και του Giorgio Pietrostefani Ο Adriano Sofri καταδικάζεται το 1990 σε κάθειρξη 22 ετών. Μετά από μακρόχρονες δικαστικές περιπέτειες η αρχική ποινή του οριστικοποιείται αμετάκλητα το 2000. Αποφυλακίζεται το 2012. Δεν παραδέχτηκε ποτέ την ενοχή του, δεν επιχείρησε να διαφύγει στο εξωτερικό, όπως ο Pietrostefani δεν δέχτηκε την απονομή χάρης από τον Πρόεδρο της Ιταλικής Δημοκρατίας, όπως ο Bompressi.


Στις 11 Ιουνίου 1957 ο Maurice Audin, Γάλλος μαθηματικός, λέκτορας στο Πανεπιστήμιου του Αλγερίου και μέλος του Κομμουνιστικού Κόμματος Αλγερίας συλλαμβάνεται από τους αλεξιπτωτιστές. Το ΚΚΑ έχει ήδη τεθεί εκτός νόμου καθώς τα μέλη του συμμετέχουν ενεργά στον αγώνα για την ανεξαρτησία της Αλγερίας, ενώ το ειδικό σώμα των αλεξιπτωτιστών είναι εξουσιοδοτημένο να ασκεί καθήκοντα αστυνόμευσης, να συλλαμβάνει, να θέτει υπό κράτηση και να ανακρίνει κάθε ύποπτο άτομο. Ο Maurice Audin έκτοτε αγνοείται, δεν έχει εντοπιστεί το παραμικρό ίχνος του, ούτε έχει βρεθεί μέχρι σήμερα το πτώμα του. Κατά την ποινική δίκη για ανθρωποκτονία κατ’ αγνώστων, που ξεκίνησε με πρωτοβουλία της χήρας του και τερματίστηκε το1962 μετά τη γενική αμνηστία που προκηρύχτηκε με τη λήξη του πολέμου, η επίσημη εκδοχή των Αρχών ήταν ότι ο Audin είχε δραπετεύσει, στη διάρκεια μίας μεταγωγής του, πηδώντας από το jeep που τον μετέφερε. Το αστικό μέρος της υπόθεσης συνεχίστηκε μέχρι το 1978, όταν το Conseil d’ ‘Etat απέρριψε οριστικά το αίτημα αποζημίωσης της οικογένειας. Το 1983, με Υπουργική Απόφαση, δόθηκε αποζημίωση στη χήρα και τα παιδιά του. Το 2014 ο Πρόεδρος Hollande δήλωσε ότι τα διαθέσιμα Κρατικά Αρχεία δεν αφήνουν καμία αμφιβολία ότι ο Maurice Audin πέθανε κατά τη διάρκεια της κράτησής του. To 2018 ο Πρόεδρος Macron δήλωσε ότι σύμφωνα με τα διαθέσιμα στοιχεία δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι ο Maurice Audin βασανίστηκε κατά τη διάρκεια της κράτησής του και ότι αυτό αποτελεί μία πιθανή αιτία του θανάτου του.


Δύο από τους κορυφαίους ιστορικούς του εικοστού αιώνα, ο Carlo Ginsburg και ο Pierre Vidal- Naquet, μελέτησαν διεξοδικά τις δύο αυτές υποθέσεις, τις ερεύνησαν από τη σκοπιά της ιστοριογραφικής πρακτικής στην αναζήτηση της αλήθειας : ο πρώτος την υπόθεση Sofri και ο δεύτερος την υπόθεση Audin. Επισήμαναν και οι δύο τις ομοιότητές των ιστοριογραφικών μεθόδων με τις ανακριτικές τεχνικές. Ο Carlo Ginsburg δεν διστάζει να χαρακτηρίσει την διαδικασία της δικαστικής έρευνας ως «ιστοριογραφικό πείραμα in vivo” και δίνει στην μελέτη του τον τίτλο Ο Δικαστής και ο Ιστορικός. Από την πλευρά του ο Pierre Vidal- Naquet τονίζει ότι «από τη στιγμή που ο ανακριτής δεν έκανε τη δουλειά του, οφείλει να την κάνει, στη θέση του, ο ιστορικός». Έδωσαν ιδιαίτερη έμφαση στη σημασία, τη βαρύτητα και τον χειρισμό της έννοιας της μαρτυρίας, καθώς και στις δύο περιπτώσεις η καταδικαστική (για τον Sofri) ή απαλλακτική (για τις Γαλλικές Κρατικές Αρχές της Αλγερίας) Κρίση στηρίχτηκε σε μία και μοναδική μαρτυρία, στην επιλογή μίας και μόνο μαρτυρίας, μέσα από δεκάδες χιλιάδες σελίδες δικογραφίας, ως του σημαντικότερου αποδεικτικού τεκμηρίου : του Leonardo Marino και της διπλής αλλά ταυτόσημης των δύο στρατιωτικών που επέβαιναν στο jeep κατά την υποτιθέμενη μεταγωγή του Audin, αντίστοιχα.


Τόσο η ανακριτική πρακτική όσο και η ιστοριογραφική έρευνα θέτουν το ερώτημα του τι ακριβώς είναι μία μαρτυρία. Μία μαρτυρία, και ειδικότερα η μοναδική μαρτυρία από έναν και μόνο αυτόπτη μάρτυρα, περιέχει στον ίδιο τον νοηματικό της πυρήνα, στον ορισμό της, την προϋπόθεση του σφάλματος. Μία μοναδική μαρτυρία που δεν προϋποθέτει την ίδια την αναξιοπιστία της δεν αποτελεί, με την αυστηρή σημασία της έννοιας, μαρτυρία αλλά διαφορετικής τάξης υλικό: απόδειξη, ένδειξη, τεκμήριο, συλλογισμό. Ακόμη και η απόλυτα καλόπιστη μαρτυρία: όχι μόνο διότι δεν μπορεί να διασταυρωθεί (testis unus, testis nullus, ένας μάρτυρας ίσον κανένας μάρτυρας, έλεγαν οι Ρωμαίοι) αλλά, κυρίως, διότι δεν είναι ποτέ απόλυτα συγχρονική, ούτε «συν-χωρική» με το «συμβάν» για το οποίο μαρτυρεί. Γεγονός που δεν σημαίνει ότι είναι αναξιόπιστη αλλά ότι οφείλουμε να την προσεγγίζουμε, ex ante, ταυτόχρονα ως πολύτιμη και άνευ αξίας, ως στέρεη και συνάμα ως εύθραυστη. Ο Carlo Ginsburg, έχοντας μελετήσει διεξοδικά τις δίκες μαγισσών, επισημαίνει ότι καμία μαρτυρία δεν είναι απόλυτα αυθόρμητη, ότι πολλές φορές οι μαρτυρίες κατασκευάζονται και ανακατασκευάζονται κατά την ανακριτική διαδικασία. Ανακαλύπτει, μέσα από μία πραγματική «ανακριτική» επεξεργασία του διαθέσιμου ιστορικού υλικού ορισμένες εκπληκτικές ομοιότητες ανάμεσα στα ερωτήματα των Ιεροεξεταστών και εκείνα των ανακριτών στην υπόθεση Sofri, ερωτήματα που στοχεύουν, αξιοποιώντας ακριβώς το εύθραυστο καθεστώς της, στην κατασκευή μιας «αυθεντικής» μαρτυρίας, η οποία δεν υπήρχε στις αρχικές καταθέσεις των μαρτύρων. Ο Pierre Vidal-Naquet αναδεικνύει τη στενή σχέση ανάμεσα στην ανακριτική και την ιστορική έρευνα κατά την αναζήτηση της αλήθειας, μια σχέση την οποία είχε ήδη προβάλει ο Jean Jaurès μελετώντας την υπόθεση Dreyfus: αναλύοντας διεξοδικά τα Δελτία Κίνησης των στρατιωτικών οχημάτων, το σύστημα των μεταγωγών, τις διαδρομές και τα ωράρια πρόσθεσε πολύτιμα στοιχεία στην δικογραφία και έδειξε με πειστικό τρόπο ότι η μαρτυρία των δύο στρατιωτικών ήταν προφανέστατα ψευδής.


Η δικανική αντίληψη της ιστορίας θεωρεί, σε αντίθεση με τις «σχετικιστικές» προσεγγίσεις, ότι υπάρχει ένας πυρήνας αντικειμενικής αλήθειας, ένα σύνολο «γεγονότων» που συνέβησαν πραγματικά και τα οποία καμία ερμηνεία δε μπορεί να αμφισβητήσει. Ο πυρήνας αυτός αναδεικνύεται μέσα από μεθόδους και τεχνικές κοινές στην ιστορική και δικανική πρακτική: αποχρώσες ενδείξεις, συλλογιστικά επιχειρήματα, υλικά τεκμήρια, μαρτυρίες. Ο ιστορικός ενδέχεται να μην εξιχνιάσει ποτέ αυτόν τον πυρήνα σε όλη του την έκταση, η ύπαρξη του όμως είναι απαραίτητη προϋπόθεση της δουλειάς του. Σε αντίθεση όμως με την ανακριτική και ακροαματική διαδικασία η ιστορική έρευνα δεν επικεντρώνεται συνήθως σε ενικά, ατομικά «γεγονότα». «Ο δολοφόνος του Sofri κατέβηκε από ένα λευκό Fiat 125 στις 8:30, διέσχισε τον δρόμο και πλησίασε από πίσω τον Calabresi ο οποίος μόλις είχε βγει από το σπίτι του» είναι ένα τυπικό ανακριτικό συμπέρασμα, η αλήθεια του οποίου κρίνεται κατά την ακροαματική διαδικασία. «Ο Ναπολέων ξεπέζεψε στις 8:30 από το λευκό του άλογο, διέσχισε το ξέφωτο και επιθεώρησε τον αγγλικό στρατό, ο οποίος μόλις είχε αρχίσει να οργανώνει τους σχηματισμούς του» δεν είναι το τυπικό είδος εκφώνησης, την αλήθεια της οποίας επιδιώκει να διερευνήσει ο ιστορικός. Ο ιστορικός αναζητάει την κατανόηση και ενδεχομένως την εξήγηση ορισμένων γενικών συγκυριών του παρελθόντος, ο δικαστής τον καθορισμό και το νομικό καθεστώς ορισμένων ατομικών περιπτώσεων. Σε αντίθεση επίσης με τον Δικαστή και τον Εισαγγελέα ο ιστορικός δεν καταλογίζει, δεν επιβάλλει ποινές δεν εκφέρει ετυμηγορίες και Κρίσεις. Ο ιστορικός δεν δεσμεύεται να εκφέρει μία Κρίση, σε αντίθεση με τον Δικαστή – για τον οποίο μία παρόμοια μη εκφορά ισοδυναμεί με αρνησιδικία. Οι όποιες κρίσεις του δεν έχουν τον δεσμευτικό και αναγκαστικό χαρακτήρα που έχουν οι Δικαστικές Κρίσεις.


Στην Τυφλή Δικαιοσύνη ένα σημαντικό τμήμα της παραπάνω συλλογιστικής διαπερνάει υπόγεια τη συνολική πλοκή της νουβέλας. Το καθοριστικό, επιβαρυντικό για τον Κίτσο, αποδεικτικό στοιχείο είναι η μαρτυρία της μητέρας του Καρέλη, του μοναδικού αυτήκοου μάρτυρα, η οποία άκουσε τον βοσκό να ξεστομίζει τη λέξη : «φονιάς, φονιάς». Ο Λυκούδης το υπογραμμίζει εμφατικά, δύο φορές, τη μία ως αφηγητής: «Την άλλη μέρα μπόρεσαν να πάρουν την κατάθεση της μάνας . Αυτή δα ήταν που τον εχαντάκωσε τον τσοπάνο, τον Κίτσο», την άλλη μέσα από την αγόρευση του Εισαγγελέα: «πρίν φονεύση ούτως αγρίως το θύμα το ηπείλησε, προλογίζων τον φόνον […] ότι θα γίνει φονιάς». Ο Λυκούδης προβάλλει θαυμάσια την εγγενή αμφισημία της μαρτυρίας. Η μαρτυρία της μάνας είναι καλόπιστη και αληθινή, άκουσε πράγματι τη λέξη φονιάς από το στόμα του βοσκού. Ταυτόχρονα είναι κακόπιστη και ψευδής: καθώς δεν άκουσε όλη τη συνομιλία, ερμηνεύει τα συμφραζόμενα της λέξης με το δικό της τρόπο, η μαρτυρία της, που δεν είναι συγχρονική με την ακρόαση του διαλόγου, είναι ήδη μία ερμηνεία: «φονιάς, φονιάς, πα να πη πως το κακό που τούκανε του παιδιού της, του το φοβέριζε κι’ όλα από πριν». Ο ηλικιωμένος Εισαγγελέας, όπως οι αντίστοιχοι Δικαστικοί Λειτουργοί στις υποθέσεις Sofri και Audin, επιλέγει αυτή τη μαρτυρία, αυτή την ερμηνεία της μαρτυρίας, ως το πιο αξιόπιστο στοιχείο της ανακριτικής διαδικασίας. Παραβλέποντας μία σειρά από τεκμήρια, ενδείξεις και αληθοφανείς συλλογισμούς, γίνεται, όπως και εκείνοι, κυριολεκτικά «τυφλός», η Δικαιοσύνη του δεν είναι τυφλή αλλά προκατειλημμένη – και η πλάνη αφορά τόσο στα πραγματικά γεγονότα, όσο στην νομική αξιολόγηση των τεκμηρίων.


Ο Λυκούδης, ως Δικαστικός, δεν αρκείται στην «ιστορική» αποκατάσταση της αλήθειας. Με έξοχα ευρηματικό τρόπο ο αυτόχειρας Τρίγκος δεν ομολογεί ποτέ το έγκλημά του. Αντίθετα προσφέρει στη Δικαιοσύνη όλες τις απαραίτητες ενδείξεις και στοιχεία, προκειμένου να αναθεωρήσει ή ίδια την εσφαλμένη Κρίση της. Αν θεωρήσουμε, γεγονός μάλλον βέβαιο, ότι ο Λυκούδης μιλάει με τα λόγια του νεαρού γιατρού, βλέπουμε ότι αντιλαμβάνεται πως όχι μόνο η μαρτυρία αλλά και η ίδια η έννοια της Δίκης, και της πιο αμερόληπτης δίκης, περιλαμβάνει στον νοηματικό της πυρήνα την προϋπόθεση της πλάνης. Η δίκη του Κίτσου δεν ήταν «στημένη», τηρήθηκαν όλοι οι δικονομικοί κανόνες, υπήρξαν όλα τα τυπικά εχέγγυα της αμεροληψίας. Ο Λυκούδης απαιτεί αυτή η μη εξαλείψιμη πλάνη να εγγραφεί στην ίδια την έννοια της Δικαιοσύνης, στη λειτουργία των θεσμικών της οργάνων και στην καθημερινή της πρακτική: παρέχοντας τη δυνατότητα μίας όχι μόνο «ιστορικής» αλλά και δικαστικής, δεσμευτικής αποκατάστασης της αλήθειας.


Αναρωτιέμαι αν ο Λυκούδης γνώριζε το σύντομο έγγραφο των Οδηγιών που απέστειλε, στις αρχές του 17ου αιώνα, το Κεντρικό Γραφείο της Ιεράς Εξέτασης (Saint-Office) από τη Ρώμη προς τους επαρχιακούς δικαστές. Σώζονται ελάχιστα τυπωμένα αντίγραφα, ήταν όμως ευρύτατα διαδεδομένο, σε χειρόγραφη μορφή, κατά το πρώτο μισό του αιώνα αυτού. Ο μακροσκελής τίτλος του είναι «Instructio pro formandis processibus in causis strigum, sortilegiorum, et maleficiorum». Οι Άγιοι Πατέρες επισημαίνουν ότι έχουν διαπιστωθεί πολλές εσφαλμένες και άδικες Κρίσεις σε περιπτώσεις που αφορούν δίκες μαγισσών. Καλούν τους δικαστές να είναι ιδιαίτερα προσεκτικοί κατά την ανακριτική διαδικασία: ειδικότερα, να μην λαμβάνουν υπόψη τους μαρτυρίες που δόθηκαν κάτω από πίεση, μαρτυρίες ενός/μίας υπόπτου κατά άλλου/ άλλης υπόπτου, ομολογίες που αποσπάστηκαν με βασανιστήρια παρά μόνο αφού τις αντιπαραβάλλουν εξονυχιστικά με τα υπόλοιπα διαθέσιμα τεκμήρια. Λόχου χάρη να μην καταλογίζουν, βασιζόμενοι σε μαρτυρίες, το θάνατο κάποιου νεογέννητου στις σκοτεινές ενέργειες μίας ύποπτης μάγισσας πριν διερευνήσουν προσεκτικά και εξαντλητικά όλες τις πιθανές αιτίες φυσικού θανάτου. Αν το γνώριζε νομίζω ότι θα το συνιστούσε ανεπιφύλακτα σε αρκετούς δημοσιογράφους, πολιτικούς και δικαστικούς. Φαντάζει, στις σημερινές συγκυρίες, σαν ένα κείμενο όχι της Ιεράς Εξέτασης αλλά του Διαφωτισμού.

Αφήστε το σχόλιό σας