Ο Βασίλης Καλαμαράς μιλάει για την "Ανυπότακτη ιστορία" της Μαρίας Αποστόλου

Δευτέρα, 22 Νοεμβρίου 2021

ΑΝΥΠΟΤΑΚΤΗ ΙΣΤΟΡΙΑ

Μαρία Αποστόλου

 

Του ΒΑΣΙΛΗ Κ. ΚΑΛΑΜΑΡΑ
Δημοσιογράφος, κριτικός βιβλίου

Τα ποιήματα της Μαρίας Αποστόλου που συγκεντρώθηκαν στην πρώτη της συλλογή «Ανυπότακτη ιστορία» περικλείουν και αποδέχονται το νόημα του τίτλου: πρόκειται για την δική της ιστορία, που είναι κι η ιστορία όλων μας, ενώ το επίθετο ανυπότακτη κινητοποιεί το ουσιαστικό προς την ηθελημένη ελευθερία του προσώπου. Η προσωπική ιστορία της δεν αυτοαναφλέγεται, χοροπηδώντας αυτοναφορικά στην αυτοδικαίωσή της, μεταδίδει την φωτιά της ως μάγμα ηφαιστειακό, γι’ αυτό πρέπει να δούμε τον ορίζοντα του βιβλίου μέχρι εκεί που ξεσπιτώνεται ο καπνός της λάβας περασυρόμενος από τον άνεμο, για να σημάνει ως φρυκτωρός τα κραυγάζοντα ελέη του δέους, μετά την καταστροφή. Πραγματική, πολύ πραγματική, χωρίς σύμβολα και συμβολισμούς, αφού τα ερείπια είναι εδώ, μπροστά μας, κι ας κάνουμε ότι δεν τα βλέπουμε. Γι’ αυτό η «Ανυπότακτη ιστορία», ας διαβαστεί ως ένα ρέκβιεμ ενός κόσμου σε πτώση, με κραδασμούς που θα διαρκέσουν πολλά χρόνια, κι άγνωστο πόσα.
Τώρα, αν αναρωτηθούμε για τα όρια τα νοηματικά και πώς αυτά ξεπερνιούνται εντός και εκτός της ποιητικής γραφής, θα πρέπει να παραμείνουμε στο πρώτο σκαλοπάτι: να μην θωπεύσουμε την σημασία με έξυπνα λόγια, ούτε να την κοιμίσουμε με λογοτεχνικούς όρους, προτιμότερο είναι να την αφήσουμε να εκτεθεί, είτε από την κατά μόνας, είτε από την δημόσια ανάγνωση.

Ας εμπιστευτούμε την φωνή μας, προς τα μέσα ως ικεσία σ’ ένα αδικαίωτο θεό της πονηρής σκέψης και προς τα έξω αφαιρώντας την εξέδρα από τα πόδια μας. Αν ακολουθήσουμε τον προοιμιακό και παροιμιακό λόγο του Καραγκιόζη «Θα φάμε και θα πιούμε και νηστικοί θα κοιμηθούμε», αρκεί να πάρουμε τα λόγια του κατά κυριολεξία. Γιατί στην λογοτεχνία, μπαίνεις και βγαίνεις νηστικός, γιατί αν χορτάσεις, δεν θα ξαναπατήσεις στον οίκο της. Η έλλειψη, η απουσία, η αποδημία, η νηστεία σε ξαναγράφουν και τις ξαναγράφεις, χωρίς όμως να τις κουβαλάς πάνω σου, πρέπει διαρκώς να τις πετάς.


Ζούμε σ’ έναν καινούριο κόσμο που δεν έχει τίποτα μα τίποτα από τα σημεία, τα μηνύματα, τα σήματα, τα σύμβολα και τους κώδικες του παρελθόντος κι αυτό δεν οφείλεται μόνον στο γεγονός ότι η τεχνολογία άλλαξε μόνον τον τρόπο, μέσω του οποίου επικοινωνούμε γράφοντας μέσω της τηλεματικής, καθήμενοι στον τερματικό του υπολογιστή μας.


Ο υπολογιστής δεν περιόρισε την ελευθερία, τολμώ να υποστηρίξω ότι την διεύρυνε, αλλά αυτή η εξακτίνωση του πληροφοριακού γίγνεσθαι, που συσσωρεύει ειδήσεις έως την υπερπληροφόρηση, αντί να δίνει νόημα στην ζωή μας, μας εξαναγκάζει σε μία εκ νέου λατρεία του βλέμματος προς τα κατακτημένα.

Και τα κατακτημένα, με την ψυχολογία κι όλες τις σχολές της να έχει παλιώσει και να έχει ξεπεραστεί, γιατί το διαδίκτυο είναι ένα αναίμακτο σφαγείο που κάθε στιγμή μπορεί να τεθεί σε λειτουργία και τότε να χυθούν ποτάμια αίματος. Τα ποιήματα της Μαρίας Αποστόλου είναι ο ξεριζωμός από έναν τόπο που πλέον δεν είναι τόπος, και δεν τον εννοούμε αποκλειστικά με την έννοια του χώρου. Μπορεί κάλλιστα να έχει αναφορές στην παιδική κι εφηβική ηλικία, στις σπουδές, στην ενηλικίωση, στο εργασιακό περιβάλλον. Σ’ όλα τα πεδία που κάποτε το υποκείμενο αποκτούσε ταυτότητα, πλέον την έχει απωλέσει, γιατί ο διαχειριστής της κοινωνικής ζωής είναι ένα ρομπότ και προλαμβάνει τουλάχιστον την εξεργεσιμότητα.

Μην ξεχνάτε ότι στις προσωπικές ιστοσελίδες το σύστημα ελέγχου κατεβάζει τις αναρτήσεις που έχουν έστω και την υποψία βίας. Και δεν αναφερόμαστε σε ανατροπές οριακές, όπως είναι οι επαναστάσεις, εκτός κι αν βαπτίσουμε επαναστάσεις τις κάθε λογής δικτατορίες που χρησιμοποιούν την έννοια του λαού για να δικαιολογήσουν την έλλειψη νομιμότητας με εθνικιστικά και θρησκοληπτικά φαντάσματα έμπλεα λαϊκισμού. Άλλο τόσο επικίνδυνα είναι τα φαντάσματα της νομιμότητας που χειρίζονται τα ανθρώπινα δικαιώματα με το μάνουαλ μίας νέας αναγεννημένης αποικιοκρατίας με το ψευδές όνομα παγκοσμιοποίηση. Εν τω μεταξύ, βρικόλακές βρίσκονται ανάμεσά μας, καθημερινά τους συναντούμε και λόγω πανδημίας, κι αν δεν καταφέρουμε να τους ξεχωρίσουμε από τους ζωντανούς ανθρώπους, κινδυνεύουμε να θανατώσουμε δύο φορές τους εαυτούς μας, αν κληθούμε να αντιμετωπίσουμε τον αντίπαλο με τον ίδιο δογματικό τόνο. Να τον θανατώσουμε με τον λόγο μας ως ρητορική του χαμού και με το σώμα μας ως κίνηση της υποχώρησης.


Ζούμε την και με την ροή ηλεκτρονίων και νετρονίων, τα άκρα των δαχτύλων μας ακουμπούν στο πληκτρολόγιο και δίνουμε εντολές, μετατρέπουν τα γράμματα σε φωτεινά σημεία κι αντιστρόφως, μακριά όμως πολύ μακριά από την γραμμικότητα της τυπωμένης σελίδας. Κι αυτός ο εκπατρισμός από την τυπωμένη σελίδα θέλει να χορτάσει και να ξεδιψάσει από το βίωμα μιας άλλης εποχής κρεμασμένης στα μανταλάκια των βεβαιοτήτων, των δογματισμών, των καταγγελιών.


Η Μαρία Αποστόλου έχει συνειδητοποιήσει ότι η Ιστορία, με γιώτα κεφαλαίο, την έχει πετάξει έξω από το γήπεδό της, όπου παίζεται το διαλογικό παίγνιον της αναγνώρισης και της ταυτοποίησης. Πώς θα εξέλθουμε από την αφάνεια, από την ανωνυμία, από την ετερότητα και πώς θα επανιδρύσουμε την εμφάνεια, την επωνυμία, την ομοιότητα προς τον εαυτόν; Αυτό το ερώτημα εκτιμώ ότι διατρέχει ως κύριο και κυρίαρχο ερώτημα την «Ανυπότακτη ιστορία».

Κρυμμένοι πίσω από τα σκέλεθρα των κατασκευασμένων εαυτών μας, προσπαθούμε να αρθρώσουμε την υποκρισία στην πιο άδικη στιγμή της, στο σημείο εκείνο που οι λέξεις παραμένουν ήχοι και μόνον ήχοι, χωρίς να έχουν την άρθρωση του νεογνού, όταν αρχίζει να διαβάζει τον κόσμο. Αυτή την υποκρισία έρχεται να αλώσει πάλι με λέξεις ο ποιητικός λόγος της, ομολογουμένως με τα χέρια γεμάτα αγχέμαχα όπλα σε πραγματικές ή φανταστικές μάχες ομηρικής αφετηρίας.

Επαναλαμβάνω κι αυτή επανάληψη είναι μία επανασυνειδητοποίηση. Επαναλαμβάνω ότι ζούμε την κρίση, κι αν την βιώνουμε με την πλήρη σημασία του όρου, δεν βλέπουμε καμία επάνοδος στην προηγούμενη κατάσταση. Η γεωργία, οι μεταφορές, η υγεία, η δημογραφία, η πληροφορική, δεν επιτελούν πλέον την πρόοδο με προσδοκία την ευτυχία για τους περισσότερους. Μόνο τα εργαλεία του κοινωνικού συμβολαίου, οι θεσμοί δεν έχουν αλλάξει. Σκουριασμένα εργαλεία που είναι έτοιμα να πεταχτούν στον σωρό της ανακύκλωσης.


Ποιο πολιτικό σύστημα και με ποιο τρόπο θα αντικαταστήσει το πεπαλαιωμένο κοσμοείδωλο; Η προφορικότητα της επικοινωνίας, αυτό το παρακλάδι της οχλαγωγίας που στέκεται σε μια γωνία μ’ ένα ποτήρι καφέ στο χέρι, μάς ψιθυρίζει «Πάρτε την κατάσταση στα χέρια σας!». Δεν γνωρίζουμε αυτός ο ψιθυρισμός που ακούγεται ως προσταγή θα καταφέρει ν’ απελευθερώσει που ζουν σαν παράσιτα σε μία κοινωνία μετα-αφθονίας.

Και η ποίηση; Η τέχνη; Η ομορφιά; Τι είναι όλα αυτά; Νυχιές πάνω στο σώματα γιγάντιο σώμα του Μεγάλου Διαχειριστή, με μι και δέλτα κεφαλαίο, ανήμπορες χειρονομίες σ’ ένα θέατρο σκιών, που σε λίγο θα σβήσουν τα φώτα του. Αν μπορέσουμε μέσα σ’ αυτό το επερχόμενο σκοτάδι, ν’ ανακαλύψουμε μία πηγή φωτός, τότε ίσως χρειαστεί να πετάξουμε όλα τα φώτα που άναψαν μονομιάς με την διάδοση του ηλεκτρισμού. Και να κοιτάξουμε τα Φώτα του Διαφωτισμού με καχυποψία, αφού έκαψαν όλες τις προσδοκίες μέσα στα χαρακώματα δύο παγκόσμιων πολέμων. Εκτός κι αν επέλθει ένας τρίτος, καταστροφικός κι ολέθριος.

Αφήστε το σχόλιό σας