Ο Βασίλης Καλαμαράς μιλάει για τη ποιητική συλλογή "Ερωτογραφία" της Νικολέττας Λυμπεροπούλου

Δευτέρα, 15 Νοεμβρίου 2021

«ΕΡΩΤΟΓΡΑΦΙΑ"

Νικολέττα Λυμπεροπούλου

Βασίλης Κ. Καλαμαράς,
κριτικός βιβλίου/επιμελητής της συλλογής

Θέλω να ζητήσω συγγνώμη για το γεγονός ότι δεν βρίσκομαι ως μέλος της ομάδας σας, γιατί οι ομάδες δημιουργούν προϋποθέσεις για να καταλάβουμε τους άλλους και μέσω αυτών τον εαυτό μας. Σας γράφω από μακριά, κοντά πενήντα χιλιόμετρα από το κέντρο της Αθήνας, αλλά θέλω να γνωρίζετε ότι αισθάνομαι σαν είμαι δίπλα σας, σας βλέπω και σας ακούω. Βρίσκομαι σε καραντίνα, λόγω κορονοϊού, αυτού του φονικού ιού που χτυπάει το σώμα κι αφήνει το μυαλό ανήμπορο να δώσει εντολή να κινηθούν τα μέλη. Ο εγκέφαλος αυτό το μέγιστον όργανο που το μάθαμε να λειτουργεί εγωιστικά, αμελώντας την μητέρα φύση, μας τιμωρεί από υπερβολική αδιαφορία προς τον ενόργανο κι ανόργανο κόσμο, πλην του ανθρώπου.

Δεν βρίσκομαι ανάμεσά σας ως ζωντανή παρουσία, αλλά είμαι παρών σ’ αυτό το βιβλίο, το πρώτο με ποιήματα αυτής της αυθόρμητης ψυχής, με το ονοματεπώνυμο Νικολέττα Λυμπεροπούλου. Ως επιμελητής της «Ερωτογραφίας», θέλω δεν θέλω, είμαι συνένοχος αυτού του πρώτου άλματος πέρα από την φθορά που θα έπρεπε να είναι κάθε κείμενο. Και η προσφιλής μου ποιήτρια, γιατί πρωτίστως ξέρει ν’ ακούει και να αυτοβελτιώνεται μέσα από τις λέξεις που είναι η κάμινος, η οποία εξευγενίζει κάθε λοξό, κάθε στρεβλό, κάθε παράταιρο, όχι όμως για να τα καταργήσει, αλλά για να τα μνημειώσει ως περάσματα που δεν πρέπει να ξεχαστούν.


Και η Νικολέττα Λυμπεροπούλου αυτό επιτυγχάνει. Επιστρέφει στα σημάδια που άφησαν οι πληγές της συμβιωτικής αδυναμίας που κλείνεται στην λέξη επικοινωνία για να φτιασιδώσει το πρόβλημα: θα ήταν πολύ λυπηρό να αποφανθούμε ότι συνυπάρχουμε ως παράλληλοι μονόλογοι. Αλλά ακόμη κι έτσι, πάντα η διέξοδος αχνοφέγγει, ακόμη κι αν χρειάζεται το τραυματισμένο κορμί να μιλήσει για τις αμυχές του. Αυτή την στάση επιλέγει η ποιήτρια να τρομοκρατήσει τον τρόμο και να φοβίσει τον φόβο. Μα μπορούν να επισυμβούν αυτοί οι αμυντικοί μηχανισμοί μέσω των λέξεων; Ναι, μπορούν αλλά έχουν το ίδιο συμμετρικό ήχο, είναι βίαιοι στην εικονολογία τους, γιατί λησμονούν την κατάπαυση των τραυμάτων, καθώς τα επαναφέρουν στην κλίνη του ανατόμου.


Η ποίησή της είναι χειρουργική, παίρνει το νυστέρι του πόνου και της οδύνης και το βυθίζει στο σώμα, ξεσχίζοντάς το, κάνοντάς το κομμάτια, το τεμαχίζει μέχρι εκεί όπου λόγος παύει να σημαίνει. Σ’ αυτό το σημείο μηδέν ακούγεται η μουσική των ανέστιων, των απορριγμένων, των αποδιοπομπαίων, των ξενόφερτων, των μέτοικων. Και πότε είναι πλήρης η ζωή, πότε ειρηνεύει η συνείδηση, πότε το ασυνείδητο παύει να λειτουργεί ως καταπιόνας απωθημένων; Ποτέ, γιατί τα ποιήματά της δεν θέλουν να κλειδώσουν με ψευδεπίγραφες βαλβίδες ασφαλείας, γι’ αυτό είναι έκθετα και εκτεθειμένα. Στην αγορά, εκεί όπου άπαντα διαμελίζονται προχωρούν σαν υπερήφανοι αμνοί προς σφαγή, κριοί με τα κέρατά τους στεφανωμένα προς θυσία. Στον οίκο, εκεί όπου διαμελίζονται εκ νέου, αλλά σ’ αυτόν όλα τα στόματα είναι κλειστά, βουβά και συνένοχα.


Το ποιητικό της βιός είναι γραμμένο και διατυπωμένο από την οπτική ματιά του φύλου της, είναι πρωτίστως γυναίκα, ένα ηφαίστειο έτοιμο για σύλληψη, εγκυμοσύνη και γέννηση νεογνού που είναι το κάθε ποίημα της. Πάντοτε παρών αυτός ο κύκλος, ο κύκλος της ζωής, στα δημιουργήματα που τα χρωματίζει πρωτογένεια, όπως πετάς χρώματα σ’ έναν πίνακα και μετά κυλιέσαι πάνω του και δεν ξεχωρίζει το σώμα, το χρώμα κι ο πίνακας. Τι εννοούμε; Ότι η κίνηση προς την γραφή είναι χειρονομιακή, ασθμαίνουσα, λαχανιασμένη, κοπιώδης, χύνονται ποτάμια ιδρώτα και κλάματος. Μέσα σ’ αυτή την πλημμύρα, πήγα να γράψω αίματος, οι στίχοι αδυνατούν να αυτοσυστηθούν με την ευγένεια του φιλολογικού λόγου, γιατί επείγει η ζωή κι ο θάνατος θανατωμένος.

 

Αφήστε το σχόλιό σας