"ΣΤΑΓΟΝΕΣ ΜΝΗΜΗΣ"
του Χρήστου Τρικαλινού
Νίκος Θεοτοκάς
Καθηγητής Πανεπιστημίου
10 Νοεμβρίου 2021
Στο βιβλίο για το οποίο συζητάμε σήμερα έχουμε μια κατάθεση μαρτυριών του συγγραφέα, που ξεκινούν από τα μικράτα του και φτάνουν ως την συνυπηρέτησή του από το Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών και την αναγόρευσή του σε Ομότιμο Καθηγητή, το 2013.
Ο Χρήστος Τρικαλινός μου έδωσε τη μεγάλη χαρά να με καλέσει να πω λίγα λόγια για τις Σταγόνες Μνήμης. Κι αυτό, εκτός από τιμή μεγάλη, αποδείχθηκε και μια πρόκληση.
Να μιλήσω για τον Χρήστο, όπως τον γνώρισα στην περίοδο προεδρίας του στην ΠΟΣΔΕΠ ή για όσα πυκνά διασώζει και μας μεταφέρει η μεστή του αφήγηση για τα μετεμφυλιακά χρόνια, για τις σπουδές του στη Σοβιετική Ένωση, για τη δικτατορία και τη Μεταπολίτευση; Τα πιο πολλά από εκείνα τα κείμενα τα είχα διαβασμένα, ήδη από το 2018, από αναρτήσεις του στο διαδίκτυο κι είχα από τότε κατά νου να βάλω στο χαρτί κάποιες σκέψεις για τις παιδικές κι εφηβικές μνήμες των χρόνων και των βιωμάτων της μετεμφυλιακής περιόδου. Όταν, όμως, διάβασα το πρόγραμμα της σημερινής εκδήλωσης, τη σειρά των ομιλητών και τη θέση των αποσπασμάτων που επιλέχτηκαν να διαβαστούν, κατάλαβα πως ο Χρήστος είχε κατά νου να μιλήσω για τα χρόνια της ΠΟΣΔΕΠ. Αυτό και θα κάνω, λοιπόν, αφήνοντας τα άλλα, τα τόσο σημαντικά για μια επόμενη ευκαιρία. Ως υλικό για την ιστοριογραφία του ελληνικού εικοστού αιώνα, οι σταγόνες μνήμης γίνονται ποταμοί. Φιλοδοξώ να αποτελέσουν μια ειδική θεματική στο μεταπτυχιακό σεμινάριο Ιστορίας που κάνουμε με τον Νίκο Κοταρίδη στο Πάντειο Πανεπιστήμιο.
Τον Χρήστο Τρικαλινό τον γνώρισα, ήδη πρόεδρο της ΠΟΣΔΕΠ, τον καιρό που η συνομοσπονδία είχε απομείνει ένα λησμονημένο όνομα, ένα απείκασμα παλιών διεκδικήσεων που έδωσαν τον Νόμο Πλαίσιο του 1982. Καθώς, στο γύρισμα του εικοστού αιώνα, το δημόσιο πανεπιστήμιο βρισκόταν ξανά σε κρίσιμες στιγμές, ο Τρικαλινός πάσχιζε να βρει, να πείσει και να φέρει ανθρώπους στους συλλόγους, να τους ζωντανέψει και να τους φέρει σε συντονισμό με τη Συνομοσπονδία.
Υπάρχει μια παράλληλη ιστορία. Κομματική. Λίγα χρόνια πριν, με τον Νίκο Πετραλιά, την Ευγενία Μπουρνόβα και τη Σίσυ Βελισσαρίου είχαμε βαλθεί, με πρωτοβουλία του πρώτου, να δίνουμε μορφή και σάρκα σε ένα άλλα φάντασμα, στις πανεπιστημιακές οργανώσεις του Συνασπισμού. Ξεκινήσαμε, παράλληλα, τις προσπάθειες αναδιοργάνωσης, διεύρυνσης και ανάπτυξης της συνδικαλιστικής παράταξης της Συσπείρωσης στα πανεπιστήμια της χώρας. Μετά το 2001 είχαμε πια καταφέρει να στήσουμε το κόμμα και την παράταξη στα ιδρύματα κι ένα πειστικό πλαίσιο ανάλυσης των προβλημάτων και των μεταρρυθμιστικών προτεραιοτήτων.
Τα πράγματα με την ουσιαστική ανανέωση του συνδικάτου έγιναν όπως περιγράφονται συνοπτικά στις τελευταίες σελίδες του βιβλίου. Με τον Χρήστο βρεθήκαμε στις κινητοποιήσεις για το ενιαίο μισθολόγιο και, μετά το 6ο Συνέδριο της ΠΟΣΔΕΠ το 2002, συνδεθήκαμε στενά και δουλεύψαμε μαζί στην Εκτελεστική Γραμματεία για δυο γεμάτα χρόνια. Μέχρι το 7ο Συνέδριο.
Ας ξέρουμε ότι την ΠΟΣΔΕΠ τη ζωντάνεψε και την ξαναέστησε στα πόδια της ο Χρήστος Τρικαλινός. Από το 1998 έως το 2004. Με υπομονή μεγάλη, με δουλειά πολλή και με αρχές, κυριότερη από τις οποίες ήταν η εμμονή του στις ανοικτές, δημοκρατικές και δημόσιες διαδικασίες και, εξ ίσου, στην ανεξαρτησία του συνδικάτου από τα κόμματα. Και, πολύ περισσότερο, η επιμονή του στα επιχειρήματα και στα ρεάλια της διαπραγμάτευσης. Τους τα χρωστάμε αυτά τα πολύτιμα.
Εμείς πάλι, στον Συνασπισμό, θέλαμε να φτιάξουμε ένα κόμμα ανοικτό, μαζικό και δημοκρατικό και να συμβάλουμε στην αναδημιουργία μιας μεγάλης συνδικαλιστικής παράταξης που θα ηγεμονεύσει στα πανεπιστήμια, θα συμβάλει στις αναγκαίες οσμώσεις και συγκλίσεις και, κυρίως, δεν θα λειτουργεί ως “ιμάντας μεταβίβασης” της κομματικής γραμμής. Όλα ετούτα τα τελευταία, ήταν ειλικρινή κι ακούγονται όμορφα και παραγωγικά. Μόνο που η πραγματικότητα, η μαριόλα η πραγματικότητα, τα έφερε τα πράγματα αλλιώς.
Τον πρώτο χρόνο γυρίσαμε με τον Χρήστο, Πρόεδρος εκείνος, Γραμματέας εγώ, όλη τη χώρα. Με το αμάξι του, με τρένα, με βαπόρια. Φτιάξαμε ή ζωντανέψαμε Συλλόγους σε όλα τα Πανεπιστήμια της χώρας. Δίχως να μπερδεύονται, από τη μεριά μου τουλάχιστον, οι μέριμνες του συνδικάτου μ’ εκείνες του κόμματος και της παράταξης. Μήνα με τον μήνα μεγάλωνε η συμμετοχή συναδέλφων στους Συλλόγους και φτιαχνόταν, μέρα την ημέρα, μια κοινότητα δυναμική με ευρύτατους ορίζοντες προσδοκιών και συμμετοχής. Πυκνά χρόνια.
Κάπου εκεί, ωστόσο, στα μέσα εκείνης της θητείας σ’ εκείνην την Εκτελεστική Γραμματεία, ξεκίνησαν τα προβλήματα.
Ας πω εδώ κάποια πράγματα πιο προσωπικά. Με το που εκλέχτηκα στη διοίκηση της ΠΟΣΔΕΠ παραιτήθηκα αμέσως και χωρίς δεύτερη σκέψη από όλες τις κομματικές θέσεις. Ποτέ δεν το είπα αυτό στον Χρήστο· το θεωρούσα αυτονόητο. Τα πηγαίναμε καλά, ώσπου, σιγά-σιγά οι οργανώσεις του ΣΥΝ άρχισαν να μπερδεύονται με τις διαδικασίες της Συσπείρωσης. Και το κόμμα, λίγο-λίγο. αφομοιώθηκε από την παράταξη. Εξέφραζα, επίμονα και με κάθε ευκαιρία, τη διαφωνία μου με αυτό, σχεδόν ενοχλητικά, μα η μεγάλη συμμετοχή συναδελφισσών και συναδέλφων στα της Συσπείρωσης έδινε στις συντρόφισσες και τους συντρόφους του ΣΥΝ το μήνυμα ότι πάμε καλά και πως τ’ άλλα περισσεύουν.
Μετά άρχισαν οι πιέσεις να φέρουμε το συνδικάτο πιο “αριστερά”. Τις εσωτερικές εντάσεις που θα απειλούσαν τη σταθερή και πολυσυλλεκτική πλειοψηφία στη Διοικούσα Επιτροπή και στην Εκτελεστική Γραμματεία τις αποσόβησε η ψυχραιμία του Προέδρου.
Βλέπαμε από παντού να χαράζει μια ριζοσπαστική δυναμική, που ξεπερνούσε τα θέματα παιδείας και το Πανεπιστήμιο. Στα της οργάνωσης και της δράσης μα και στην προοπτική μιας ριζικής μεταρρύθμισης. Σ’ αυτό το κλίμα, ωστόσο, κάποια ώρα, μπερδεύτηκαν οι γλώσσες, ράγισαν οι στρατηγικές. Γκριζάρισαν τα νοήματα των λέξεων. Κυρίως, χάθηκε το μέτρο της πολιτικής και της αποτίμησης των πεπραγμένων. Θόλωσαν, θέλω να πω, τόσο η οικονομία των συγκρούσεων όσο και η δυναμική της διαπραγμάτευσης. Συνεπώς, χάθηκε η εικόνα του τί κερδίσαμε και κυριάρχησαν οι πρακτικές, όχι οι σκέψεις και τα προτάγματα, που συμπυκνώνονται στο “ή όλα ή τίποτα”.
Τώρα πια, όλες και όλοι ξέρουμε τη συνέπεια του απερίσκεπτου ακτιβισμού και των ανοικονόμητων κινητοποιήσεων. Ειδικά, όταν έφθασε η ώρα της υπεράσπισης του άρθρου 16 του Συντάγματος. Όπου, βάζοντας -και ορθά- ως προμετωπίδα της υπεράσπιση του δημοσίου χαρακτήρα των Ανώτατων Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων, οι κινητοποιήσεις έχασα κάθε μέτρο, παίρνοντας τη μορφή του “νυν υπέρ πάντων αγών”. Οι απεργίες έχασαν το σκοπούμενο και, παρά τη νίκη του κινήματος και την ακύρωση της αναθεώρησης του Συντάγματος, συνεχίστηκαν καταστρέφοντας όσα κερδήθηκαν. Κάπου εκεί, έφτασε ο κόμπος στο χτένι. Με αποτέλεσμα τη ρήξη και τη διάσπαση της μεγάλης παράταξης που ήταν η Συσπείρωση Πανεπιστημιακών. Καίτοι απλό μέλος του ΣΥΝ, μου χρεώθηκε αυτή η διάσπαση. Την αποδέχομαι την ευθύνη, ξέροντας πως είχε χαθεί πια η στιγμή. Το αποτέλεσμα θα φαινόταν στις εκλογές για το 7ο συνέδριο της ΠΟΣΔΕΠ.
Το 7ο Συνέδριο της ΠΟΣΔΕΠ, ως μέχρι τότε Συσπείρωση βρέθηκε μοιρασμένη σε τρεις διαφορετικές παρατάξεις. Κάποιοι λίγοι πασχίσαμε να διασώσουμε ό,τι μπορούσε να διασωθεί. Ελάχιστες και ελάχιστοι, φοβάμαι, καταφέραμε να διασώσουμε κάτι λίγο από την ευπρέπεια και τον αλληλοσεβασμό, σ’ ένα κλίμα αντεγκλήσεων και βαριών χαρακτηρισμών.
Μετά το 7ο Συνέδριο, χαθήκαμε με τον Χρήστο. Εγώ παρέμεινα μέλος του ΣΥΝ και της Συσπείρωσης και περιορίστηκα να διατυπώνω τη γνώμη, τις αντιρρήσεις και τις προτάσεις μου στο περιοδικό Ο Πολίτης και στην εφημερίδα Η Αυγή. Δεν χρειάζεται, τούτη την ώρα, να θεματοποιήσω τα προβλήματα. Τα γραπτά μένουν στους καιρούς που αλλάζουν.
Με τον Τρικαλινό, βρεθήκαμε, από επιλογή μας, εκτός οργάνων της συνομοσπονδίας. Κρατήσαμε κοινή στάση, δίχως να το έχουμε κουβεντιάσει μεταξύ μας. Νομίζω πως δεν ανταλλάξαμε ποτέ, ούτε στις πιο δύσκολες στιγμές, λόγια σκληρά και άσκεφτα.
Έχει περάσει ο καιρός. Έμαθα κι εγώ πια στη μοναχικότητα. Χρειάζεται, λοιπόν, έστω και τόσα χρόνια μετά, να προσθέσω κάτι που κάποτε ανήκε στα αυτονόητα: Συμμεριζόμουν πάντα την υποχρέωση να τηρώ στον μη κομματικό χώρο τις δεσμεύσεις του κομματικού μέλους. Δεν το μετανιώνω. Το έκανα μέχρι την απόφαση αποχής από τις εκλογές για τα Συμβούλια της κυρίας Διαμαντοπούλου. Εκεί πια, δεν υπήρχε επιστροφή. Διαφώνησα, επέστρεψα την κομματική μου ταυτότητα, αρθρογράφησα και έβαλα υποψηφιότητα για το Συμβούλιο του Παντείου. Οι απολογισμοί, όμως, δεν είναι τούτης της στιγμής.
Τα παραπάνω, υποθέτω, ο Χρήστος Τρκαλινός τα ακούει, σήμερα, για πρώτη φορά. Κι ας μου το συγχωρέσει αυτό. Ξέρει, όμως, κι ο ίδιος από τη ζωή του, πως η κομματική ταυτότητα, ακόμα και σε κόμματα που έχουν τις ρίζες τους στην Κομμουνιστική Ανανέωση, δεν επιτρέπει χαραμάδες για τους μη κομματικούς. Εγώ, τουλάχιστον, το κράτησα αυτό μέχρι την αυτοδιαγραφή μου. Παραμένω πλαιομοδίτικος αλλά ας μου το συμπαθήσετε.
Ξέρω ότι λίγα απ’ όσα είπα μπορούν να λογιστούν ως παρουσίαση του βιβλίου. Είναι, πιο πολύ, μια οφειλόμενη εξομολόγηση προς τον συγγραφέα. Που ελπίζω να μην ήταν πολύ κουραστική, για όσες και όσους βρέθηκαν μαζί μας.
Χρήστο μου, να είσαι περήφανος, όπως το γράφεις, για όσα καταφέραμε. Όχι μόνο στα οικονομικά, αλλά και επειδή πετύχαμε να κινητοποιήσουμε τόσους ανθρώπους, αδιάφορους μέχρι χτες, που άρχισαν να συζητούν βαθύτερα για τα προβλήματα του πανεπιστημίου.
Είμαι ευγνώμων στη ζωή που σε γνώρισα. Και θά ’θελα να ήμουν πλάι σου την ώρα που, μετά τα όσα εκφωνήθηκαν στη Συνέλευση, κάθισες στη θέση σου κι ένιωσες τα δάκρυα στα μάτια.
Στο τέλος τα ξέρουμε όλα. Κάποιοι, όμως, όπως εσύ, τα έβλεπαν και την ώρα που γίνονταν.
Ξέρουμε πως το μέλλον διαρκεί πολύ. Και πως εμείς, μάλλον, δεν ανήκουμε σ’ αυτό. Όσα έπραξες, όμως, είναι μια παρακαταθήκη πολύτιμη. Για όποιους και όποιες τη χρειαστούν, την αναζητήσουν και καταφέρουν να τη χωρέσουν στις σκέψεις, στα σχέδια και στη δράση τους.
Ας ξανασκεφτούμε όσα έγιναν, πιο ελεύθεροι από το βάρος των θεολογιών. Δεν χρειάζεται να λοιδορούμε ούτε τις αγωνίες, ούτε τα κλειστά αυτιά ούτε τις βεβαιότητες των ιδεολογιών που πνίγουν τα όνειρα. Χρειάζεται να κατανοήσουμε. Και να δοκιμάσουμε να σκιαγραφήσουμε όψεις της πραγματικότητας που ζήσαμε, καλώντας σε αναστοχασμό.
Τα ίδια θα ξανακάναμε, Χρήστο, αν γινόταν να γυρίσει πίσω ο χρόνος. Ακόμα κι αν κάποιος, έξω από τον κόσμο τούτο, μάς είχε ψιθυρίσει τα εσόμενα.