Ο συγγραφέας Δημήτρης Κολιδάκης μιλάει για το βιβλίο "Καρτερία" του Αντώνη Δουκέλλη

Τρίτη, 4 Οκτωβρίου 2022

Παρουσίαση του βιβλίου «Καρτερία»

από τον Δημήτρη Κολιδάκη

Σεπτέμβριος 2022



Όταν με… δέος είχα διαβάσει, τούς ζητηθέντες, όχι μόνο τίτλους των
εκδοθέντων βιβλίων του -δώδεκα τον αριθμό!-, μα και των αριθμό των
σελίδων -ΣΥΝΟΛΟ: 4.480 σελίδες Πνεύματος- αμέσως μετά, «στο
καπάκι» που λένε, του ΄κανα τηλεφωνικά την ερώτηση: «Γιατί γράφεις
ρε 
φίλε;». Πήρε μια βαθιά ανάσα για να μου απαντήσει… και

καταλαβαίνοντας τι θα επακολουθούσε, κάπου εκεί τον πρόλαβα: «Στείλε
την απάντησή σου με e-mail», του είπα και το έκλεισα για να συνεχίσω την
μεσημεριανή σιέστα μου. Όχι και να χάσουμε τον μεσημεριανό μας ύπνο…
σκέφτηκα!
Το έλαβα αργά, περασμένα μεσάνυχτα, μαζί με άλλα σχετικά δικά του:
“Γράφω, προσπαθώντας να εξωτερικεύσω γνώσεις, ιδέες και απόψεις
που υπάρχουν μέσα μου, αποκτηθείσες από την ανάγνωση των βιβλίων
και των συμπεριφορών που εξελίσσονται γύρω μου καθώς και από την
παρακολούθηση τής λειτουργίας τής φύσης.” (ΑΝΤΩΝΗΣ ΔΟΥΚΕΛΛΗΣ)

Καλησπέρα σας


Η παρουσίαση ενός πνευματικού παιδιού είναι ημέρα γιορτής για όλους.

Για τον εκδότη, που εκτός από το οικονομικό όφελος συγχαίρεται κι
αυτός διότι έχει συμβάλει τεχνικά στο δημιούργημα που παρουσιάζεται και
λογικό είναι να καμαρώνει το έργο του ως αρχιτέκτονας μα και ως
μάστορας αφού αρκετές φορές έχουμε δει βιβλία «κόσμημα» τόσο από
την ποιότητα του χαρτιού, όσο και από εξωτερικής άποψης με ένα πολλά
υποσχόμενο εξώφυλλο. Για τους καλεσμένους φίλους – αναγνώστες οι
οποίοι αποτελούν το κυρίως σώμα της εκδήλωσης βάζοντας ως
πρωτίστως την καλή διάθεση, το χαμόγελο, τις ευχές τους για «Καλό
αρμένισμα στα πελάγη της ανάγνωσης». Για τον ίδιον τον Τιμώμενο –
Οικοδεσπότη – Λογοτέχνη που περιμένει ανυπόμονα και καρτερικά
συγχρόνως να επικοινωνήσει μαζί με όλους και με όλα. Πιστέψτε με, δεν
ξέρω για ποιο λόγο πρέπει να τον ευχαριστήσω. Γιατί μου δίνει βήμα και
την τιμή να μιλήσω για τη συγγραφική του ζωή; Γιατί μου δίνει την ευκαιρία
να βρεθώ και εγώ ανάμεσα στους φίλους του και άρα με αναγνωρίζει και
με αντιμετωπίζει και εμένα σαν κάτι ιδιαίτερο στη ζωή του όπως είναι ο
φίλος και μου προσφέρει για ακόμη μια φορά ένα κομμάτι Αξίας που έχει
στην καρδιά του όπως αυτό της Εκτίμησης; Ή μήπως γιατί εγώ
συνκαθήμενος κοντά σε έναν λογοτέχνη ή λογοτέχνες συνφωτίζομαι από
την λάμψη που αποπνέουν. Η απάντηση είναι μία και κοινή. Για το κάθε
προαναφερόμενο ξεχωριστά και για όλα μαζί. Για ΟΛΑ ΑΥΤΑ που μόλις
απαντηθήκανε με τρόπο αναρρώτησης ή ερώτησης, δίχως ζυγαριά
βαρύτητας. Τον ευχαριστώ, λοιπόν και επικεντρώνομαι στην αρχική μου
ερώτηση: «Γιατί γράφεις ρε φίλε;» Η αλήθεια είναι, και δεν σας το
κρύβω, ότι μου φάνηκε λίγο κοινότυπη και χιλιοειπωμένη από πολλούς
πριν η απάντηση του και καταβάθος μου φάνηκε, επίσης, ότι κάτι μου
έκρυβε ή ότι δεν μπορούσε να μου εξηγήσει. Δεν πήρα κάτι πρωτόγνωρο
από αυτήν την απάντησή του. Με μια δεύτερη σκέψη όμως θυμήθηκα μια
ρήση του Άντονυ Τσέχωβ στην οποία συνόψιζε μια απάντηση στο
επιγραμματικό «Πώς να μη γράφουμε!»…: «Θεέ μου, κάνε να μη μιλάω
και να μη συζητώ γι’ αυτά που δε γνωρίζω και δεν καταλαβαίνω». Άρα…
βιάστηκα. Αυτή ακριβώς την απάντηση μου έδωσε και ο Δουκέλλης
κάνοντας πράξη την προειπωμένη ευχή του Τσέχωβ. Διαβάζοντας το
κάθε βιβλίο του –του δικού μας Αντώνη-, διαπιστώνει κάποιος την
απλότητα της γραφής του, την βιωματική περιγραφή των συμβάντων,
δικών του ή άλλων, την ομορφιά τής καθημερινότητας, το βλέμμα του
ανθρώπου που θέλει να μεταφέρει, -καθόλου εγωιστικά- την προζήσασα
εμπειρία του ή εμπειρία άλλων, όπως και κείνο το τελευταίο… «κάτι από
την παρακολούθηση της λειτουργίας της φύσης». Μα θα αναρωτηθεί,
δικαίως κάποιος: “Σε τυφλούς απευθύνεται ο συγγραφέας;” Διπλή
απάντηση στο ερώτημα. Αντικρουόμενα τα μονολεκτικά. «Όχι» για τον
αναγνώστη, «Ναι» για τον ακροατή – σκηνοθέτη όπου και εκεί
εντάσσουμε όλοι μας τον εαυτό μας. Μέσα σε σελίδες χανόμαστε, σε μέρη
μακρινά ταξιδεύουμε δίνοντας ρυθμό, κίνηση και εικόνες κλέβοντας εν
μέρει από τη φαντασία του συγγραφέα ενώ από την άλλη μεριά, βγάζουμε
από την τσέπη μας τις νερομπογιές για να δώσουμε τα δικά μας χρώματα.
Πανδαισία απλότητας, υποκειμενικότητας δικής μας, αναμνήσεων μα και
απόκτηση γνώσεων. Ναι… Επιμένω στην απλότητα, επιμένω στην
μεταφορά γνώσεων, επιμένω στον αυτοσχέδιο χρωματισμό γιατί και παλιά
βλέπαμε ασπρόμαυρη τηλεόραση και το γρασίδι ΠΟΤΕ δεν μας πείραξε
που ήταν γκρι καθώς και τα τριαντάφυλλα στο έργο που βλέπαμε δεν μας
πείραζαν που ήταν σκούρα. Γιατί εμείς, με τον τρόπο που μας
προσφέρονταν στην οθόνη, πράσινους βλέπαμε τους κήπους και
ολοκόκκινα τα ρόδα της αγάπης. Αυτή, λοιπόν, είναι η φράση κλειδί: «Με
τον τρόπο που μας προσφέρονταν!»

Πολυσέλιδη η «Καρτερία» του Αντώνη Δουκέλλη. Πιστεύω

όμως(πλέον), ότι κάποιες φορές δεν έχει σημασία ο αριθμός των
σελίδων. Κάπου διάβασα ότι «η συντομία είναι αδελφή του ταλέντου».
Αλήθεια, αναρωτήθηκα αρκετές φορές ενθυμούμενος το
προαναφερόμενο, πόσο δίκιο και αλήθεια υπήρχε σε αυτές τις πέντε
λέξεις! Και σχεδόν πάντα, σε μια δεύτερη σκέψη το απέρριπτα ασυζητητί
διότι έφερνα μπροστά μου το δίτομο των «Αθλίων» του Βίκτωρος
Ουγκώ, το τεράστιο μονότομο «Τζέην Έϋρ» της Σαρλότ Μπροντέ και
ακόμη το μυθιστόρημα του Καρόλου Ντίκενς τις «Μεγάλες Προσδοκίες».
Ογκώδη έργα… Αθάνατα έργα! Απέρριπτα ασυζητητί την
προαναφερόμενη ρήση, θεωρώντας -ορθά ή λανθασμένα-, ότι τα
πολυσέλιδα έργα με τον τρόπο που ήταν δοσμένα αποτέλεσαν βάση και
δρόμο για την διασκευή τους σε δραματουργία και τα θαυμάσαμε στο
Θέατρο ή μετατράπηκαν σε Σενάριο και τα απολαύσουμε στις
κινηματογραφικές αίθουσες. Πολλά δε άλλα έργα, εξαιρετικά, όπως: οι
«Κερασιές θ’ ανθίσουν και φέτος», «Συννεφιάζει»/Λουντέμης, ή «Η
μετανάστις», «Η γυφτοπούλα»/Παπαδιαμάντης, και μετέπειτα το «Ταγκό
των Χριστουγεννων» του Ξανθούλη, αν και λιγοσέλιδα μας άφησαν
εντυπώσεις και εικόνες που «κούμπωσε» τέλεια με το ρηθέν. Το τελευταίο
-το «Ταγκό των Χριστουγεννων»- το απολαύσαμε και σε ταινία. Συνεπώς,
γεννάται ένα ερώτημα και μια αναθεώρηση για το πλάτιασμα κάποιου
συγγραφικού έργου. Μήπως πλέον σημασία έχει ο τρόπος του «γράφειν»
και δευτερευόντως ο όγκος που στο κάτω κάτω μπορεί μεν να τρομάζει
ως αριθμός σελίδων αλλά να διαβάζεται απνευστί (τραβηγμένο το
τελευταίο κάπως); Άραγε, έχουμε αναρωτηθεί τραγικά ποτέ πως παιδιά
ηλικίας 11, 12, 13, περίμεναν με ανυπομονησία να διαβάσουν τις 400,
ακόμη και 700 σελίδες του ΧΑΡΥ ΠΟΤΕΡ σε κάθε νέα του έκδοση και
γιατί, κάποια από αυτά, δεν μπορούσαν να διαβάσουν μια σελίδα από τα
μαθήματά τους;
Εν προκειμένω, λοιπόν, στην «Καρτερία», ας ξεκινήσουμε να διαβάζουμε
και βλέπουμε.

*ΟΠΙΣΘΟΦΥΛΛΟ
Επιτρέψτε μου, λοιπόν, στο σημείο αυτό να αναφερθώ και σε ένα άλλο
σημαντικό στοιχείο σε κάθε βιβλίο. Στη σημαντική σημασία του κάθε
οπισθόφυλλου και γιατί όχι στο «Καρτερία» του Αντώνη Δουκέλλη και
που γι’ αυτό είμαστε εδώ σήμερα.

ΟΠΙΣΘΟΦΥΛΛΟ (Διάβασμα από αναγνώστη ή αναγνώστρια)

«Στο καφενείο του Μαραθόβουνου, ενός χωριού της Αμμοχώστου,
ένας αιωνόβιος έφηβος αφηγείται με τον δικό του τρόπο την Ιστορία
και τα δεινά της πατρίδας του: σκλαβιά, σκληρή βιοπάλη, Τούρκοι,
Άγγλοι κατακτητές. Το όνειρο των Ελληνοκυπρίων για Ένωση με την
Ελλάδα βάφεται με αίμα χωρίς αποτέλεσμα. Όμως, το νησί γίνεται
ανεξάρτητο κράτος. Οι σύνοικοι, Έλληνες και Τούρκοι, σφάζονται μεταξύ
τους καθώς έχουν διαφορετικούς προσανατολισμούς: Ένωση ή
διχοτόμηση. Ο εθνικισμός και από τις δύο πλευρές θριαμβεύει. Οι απλοί
άνθρωποι τραβούν τον δρόμο τους, αγνοώντας εθνοτικές
και θρησκευτικές διαφορές. Ένας δυνατός, ακατανίκητος,
βουκολικός έρωτας αιχμαλωτίζει έναν Ελληνοκύπριο και μια
Τουρκοκύπρια. Μαζί μέσα από τον θάνατο, ως τον θάνατο! Το προαιώνιο
ελάττωμα των Ελλήνων, η διχόνοια, είναι παρών και
σε τούτη τη γωνιά της Γης. Τα μίση και τα πάθη ανοίγουν την
κερκόπορτα για να εισβάλουν οι εχθροί. Η πικρή επιστροφή σε ό,τι
απόμεινε στο φτωχό Μαραθόβουνο. Ο αγώνας των απογόνων για ένα
φωτεινό μέλλον».

Προϊδεασμός, συνοπτική περίληψη, εισαγωγή στο τι θα συναντήσουμε ή

δείγμα γραφής; Όλα μαζί και… δίκοπο μαχαίρι συγχρόνως. Μας αρέσει…
το παίρνουμε, δεν μας αρέσει… το αφήνουμε. Έντιμη, όμως εξήγηση του
συγγραφέα: «Εκεί αναφέρομαι και αυτά πιστεύω. Προσπαθώ να σε πείσω
με καθαρή εξήγηση δίχως άλλο πιστεύω ή άλλα λόγια. Σε προσεγγίζω
ευθεία και ξεκάθαρα!» ίσως να σκεφτότανε καθώς επέλεγε τα «προς
γραφήν» του οπισθόφυλλου.

Και πάλι επανέρχεται το ερώτημα αναζητώντας πιο επίμονα αυτή τη φορά

μια απάντηση. Διπλό αυτή τη φορά: «Γιατί γράφεις ρε φίλε;» «Για
ποιον γράφεις ρε φίλε;»

Σπουδαίοι και επιφανείς αναφέρθηκαν σε αυτές τις ερωτήσεις: «Μόνο μιαν

άκρη της αλήθειας να σηκώσω, να ρίξω λίγο φως στην πλαστογραφημένη
μας ζωή, όσο μπορώ, κι όσο κρατήσω» αναφέρει ο Τίτος Πατρίκιος. Η
φημισμένη φράση του Φλωμπέρ, ότι «το να γράφω είναι ένας τρόπος να
ζω» βάζει τα απόλυτα στεγανά θεωρώντας ότι δίνει μια απάντηση, σχεδόν
ή απόλυτα, αμετακίνητη. Ο Μαρσέλ Προυστ υποστήριξε κάποτε ότι το
λογοτεχνικό εγώ είναι διαφορετικό από το πραγματικό- το πόσο όμως δεν
μας λέει ούτε αυτός. Η αλήθεια είναι ότι άκρη δεν βγάζεις! Όλοι έχουν τους
λόγους και τον τρόπο τους. Το υποκειμενικό «γιατί» τους και το
αντικειμενικό «έτσι» τους. Δεν απαιτούμε στην υποκειμενικότητα.
Αρκούμαστε σεβόμενοι!
Κάπου αναφέρθηκε ότι «οι άνθρωποι κλαίνε όταν γράφουν, γιατί ανοίγουν
οι πληγές τους». Ο καθένας με έναν δικό του ξεχωριστό τρόπο. Η γραφή,
πιστεύω ότι είναι εξομολόγηση και συγχρόνως είναι ανάγνωση ψυχής. Και
η ανάγνωση με τη σειρά της είναι πράξη κοινωνική. Συμπορεύονται οι δύο
τους και προσφέρουν ηδονή σε όποιον καταφέρει να αποκρυπτογραφήσει
τα νοήματά τους. Αλίμονο σε άνθρωπο που μόνο γράφει και δεν
καταδέχεται να διαβάσει! Είναι εγωιστής, μισαλλόδοξος, υπερφίαλος. Να
τον φοβάστε. Μην τον ρωτάτε τι γράφει, ρωτήστε τον τι διαβάζει και θα
αποκαλυφθεί. Κακός αναγνώστης σημαίνει παράλληλα και κακός
συγγραφέας. Το αντίστροφο όμως δεν ισχύει γιατί μπορεί να μην βοηθάει
το ταλέντο. Να είναι αδύναμο και να χρειάζεται χρόνο ωρίμανσης. Μπορεί!
Εδώ κάπου ο Αντώνης Δουκέλλης συμπληρώνει την απάντησή του στο
ερώτημα. Ακούστε: «Η γραφή είναι μια διαρκής εκπαίδευση του νου, αλλά
και επανάσταση συγχρόνως, καθώς πολλές φορές, όπως όλοι οι
συγγραφείς, πηγαίνω αντίθετα με τις αρχές και τις αξίες μου. Είναι μια
πρόκληση που με βγάζει έξω από τα καθιερωμένα με ανανεώνει και
ακονίζει τη σκέψη μου. Ταυτόχρονα διευρύνει τους ορίζοντες της γνώσης
και της μάθησής μου, καθώς δεν υφίσταται σοβαρή γραφή χωρίς
ανάγνωση». Και αυτό το συμπλήρωμα με βρίσκει απόλυτα σύμφωνο!
Έρχεται να κουμπώσει στα παραπάνω κλίνοντας ίσως και τις τόσες
απαντήσεις με τον καλύτερο τρόπο!

Η γραφή, τέλος, είναι χάρισμα. Κάθε χάρισμα, όμως, μας δόθηκε ή δίνεται

νομοτελειακά και έτσι ο λογοτέχνης, κουβαλάει μαζί του και την ευθύνη.
Ευθύνη να μιλήσει ανοιχτά για πράγματα δύσκολα. Ανάγκη να θυμίσει
στον άνθρωπο την χαμένη του ανθρωπιά, τις εξαφανισμένες Αξίες, στο να
προσφέρει ίσως κάποια περισσευούμενη πυξίδα. Αρκετές φορές για τον
αναγνώστη μέσα από τα γραφόμενα τα βλέπει όλα. Το ερώτημα τώρα δεν
είναι αυτά που βλέπει, αλλά πως τα βλέπει και τι επιλέγει να πάρει!
Η αλήθεια είναι ότι ο συγγραφέας κάποιες φορές… αρκετές φορές,
ιδιαίτερα ο μυθιστοριογράφος, δεν είναι φιλαλήθης. Δημιουργεί ένα
περιβάλλον επειδή αυτό του έλειψε από τη ζωή του, επειδή αυτό ζήλεψε
από τη ζωή κάποιου άλλου, επειδή αυτό νομίζει ότι λείπει από τον
αναγνώστη τοποθετώντας σφήνες, μόνο, προσωπικής εμπειρίας ή
βιωμάτων. Στο σημείο αυτό, θέλω να τονίσω ότι θεωρώ ότι στη συγγραφή
κάποιου πονήματος, ανεξαρτήτως είδους (Ποίημα, διήγημα, μυθιστόρημα
ή νουβελα) σημαντικό ρόλο παίζει η ο τρόπος έκφρασης μα και η
Φιλαλήθεια που διακατέχει τον συγγραφέα. Άλλο να φαντάζεσαι και να
δημιουργείς και άλλο να ψεύδεσαι και να διαστρεβλώνεις εσκεμμένα τα
στοιχεία. Άλλο η Φαντασία και άλλο η Ψευτιά! Προαναφέρθηκαν
σπουδαίοι Λογοτέχνες όπως ο Παπαδιαμάντης, ο Λουντέμης μα ακόμη-
ακόμη και ο Καζαντζάκης, ο Καρκαβίτσας (στα Λόγια της Πλώρης) οι
οποίοι αναδείχτηκαν όχι μόνο από το ταλέντο και την έμπνευσή τους αλλά
και από τα στοιχεία Φιλαληθείας που εξείχαν στα πονήματά τους. Ο
Συγγραφέας, λοιπόν, δημιουργεί ένα περιβάλλον στο οποίο μας καλεί να
πάμε, μας καλεί να το επισκεφτούμε και εκεί (για όση ώρα διαρκεί το
διάβασμα) να βγάλουμε από την ψυχή μας πλήθος συναισθημάτων. Να
μεγαλώσουμε, να αγαπήσουμε, να δημιουργήσουμε οικογένεια, να
πολεμήσουμε για τις ιδέες μας, για τα ιδανικά μας και να νικήσουμε ή να
νικηθούμε για τα πιστεύω μας. Πρέπει, λοιπόν, να είναι ανοιχτός,
ειλικρινής, ευφάνταστος σε κάθε τι που θα μας ευχαριστούσε ως
περιβάλλον λαμβάνοντας υπ’ όψιν του ότι είμαστε καλεσμένοι και
κάποια στιγμή θα γίνουμε εμείς οι κεντρικοί ήρωες του έργου του. Οφείλει
επομένως να μας προϋπαντήσει, να μας ξεναγήσει και ακόμη να μας
μιλήσει για το τι πρόκειται να συναντήσουμε στον αναγνωστικό αυτόν
περίπατο. Ανοιχτά και ειλικρινά. Το αν θα μπούμε είναι δικός μας
λογαριασμός! Η αλήθεια ή η εν μέρει αλήθεια πάντα αγγίζει ή αφήνει μια
μικρή ακτίνα φως. «Όσοι ξεκινούν για την περιπέτεια της τέχνης θα πρέπει
να ξέρουν πως η ιστορία της ομορφιάς συμπληρώθηκε, δεν περιμένει
εκείνους που θα την αποσώσουν. Και εκείνο που κάνουν πάντα οι
αφοσιωμένοι της δεν είναι παρά ένας αγώνας να ξαναβρούν αυτό που
χάθηκε, ξαναβρέθηκε, ξαναχάθηκε κάτω από βοηθητικές ή αντίθετες
συνθήκες. Ένας αγώνας δύσκολος και ασταμάτητος!» σημειώνει ο
Ζήσιμος Λορεντζάτος.
Οι αλήθειες ειπώθηκαν και ξαναειπώθηκαν στο παρελθόν. Απλώς ένας
συγγραφέας τις επαναδιατυπώνει. Επομένως, ας αντιγραφούν σωστά,
θα συμπλήρωνα.
«Για μένα η μάθηση αποτελεί μετάνοια (κάντο αλλιώς) και η γραφή
λύτρωση. Τελικά με κάνει καλύτερο άνθρωπο καθώς απομακρύνει από
μέσα μου ευτελείς σκέψεις και επιθυμίες» λέει ο Αντώνης.

Μετάνοια σημαίνει εσωτερική ή εξωτερική έκφραση της αλήθειας. Δεν

τολμώ να πω τη λέξη «Εξομολόγηση» γιατί στην εποχή μας έχει
εκφυλιστεί ως νόημα και ωχριά μπροστά στο «Ενώπιος Ενωπίω»
διακατεχόμενοι, (ποιοι άλλοι; Εμείς) από ατολμία.

(απόσπασμα)

«Αιώνες διάβηκαν, ψυχές ήρθαν και «έφυγαν», πόλεμοι, λιμοί , λοιμοί και
καταιγίδες δοκίμασαν τις αντοχές των ανθρώπων, αλλά τούτο το χωριό
παρέμενε προσηλωμένο στις παλιές συνήθειες όπως τις πήραν οι νέοι
από τους γεννήτορές τους. Από γενιά σε γενιά τα ίδια έθιμα στον κύκλο της
ζωής, στην ενηλικίωση, στον γάμο, στο διαζύγιο, στην αρρώστια, στον
θάνατο. Και σ' όλες αυτές τις τελετουργίες να κυριαρχεί έντονο το
συναίσθημα».
Εδώ, σ’ αυτόν τον τόπο μάς καλεί ο συγγραφέας του «Καρτερία» και μας
υποδέχεται προσφέροντάς μας υποσχέσεις για δημιουργία δυνατών
συναισθημάτων. Ας μην αναλύσουμε τις λέξεις, εξ’ άλλου δεν μας
ενδιαφέρει η ετυμηγορία που και να μας ενδιέφερε, ο υποφαινόμενος δεν
είναι ο κατάλληλος για κάποια τέτοια ανάλυση. Ο τόπος «βρίθει» από ήθη
και έθιμα, από παραδόσεις και ρίζες που κοντεύουν να βγουν από την
άλλη μεριά της γης. Διάπλατα, ανοιχτή η πόρτα και μια υποδοχή εγκάρδια.
Ας τον ακολουθήσουμε στην διαδρομή, στην πλοκή. Έτσι κι αλλιώς για
εμάς είναι γραμμένο! Είναι; Μας το λέει ο συγγραφέας του «Καρτερία»
παρακάτω στην ερώτηση: «Για ποιον γράφεις, ρε φίλε;»
«Κατ’ αρχάς, γράφω για τον εαυτό μου. Όμως σχεδόν τίποτα δεν μένει στο
συρτάρι αφού το μοιράζομαι με τους φίλους και τους γνωστούς μου και
τελικά με όλους αυτούς που διαβάζουν ό,τι γράφω. Αν δεν μοιράσω και
δεν μοιραστώ ό,τι έγραψα είναι σαν να μην υπήρξαν ποτέ αυτά τα κείμενα.
(Αντώνης Δουκέλλης).
«Μοίρασμα» σημαίνει ότι «έχω πλεόνασμα»… ότι «είμαι εδώ για
σένα»… ότι «πάρε ότι σου αρέσει»… ότι «σου ανοίγω την ψυχή μου να
διαλέξεις ό,τι σου είναι χρήσιμο». Πάρε λοιπόν! Άρα, μεγαλοψυχία; Όχι…
Η Αναγκαιότητα του εκφράζεσαι. «Το να γράφω αποτελεί για μένα μια
ψυχική ανάγκη». Έτσι ισχυρίζεται ο Δουκέλλης. Έτσι μπορεί να ισχυριστεί
ο κάθε συγγραφέας κι αυτό μας αρκεί! Ένα αλισβερίσι, λοιπόν. Ας το
δούμε και έτσι. Αυτοί το θεωρούν «ψυχική ανάγκη» κι εμείς αντίδωρο στην
αέναη περιπλάνηση μας προς άγραν απαντήσεων στο ό,ποιο μας σχετικό
θέμα. Ψυχαγωγίας, προβληματισμού, ακόμη και δημιουργίας ρομαντικών
ή πεσιμιστικών συναισθημάτων.
Όπως και να έχει, ένα «ευχαριστώ» πλανιέται ανάμεσα στον συγγραφέα
και στον αναγνώστη που πότε κλίνει από την μία μεριά και πότε από την
άλλη. Εξαρτάται το πόσο, ως αποτέλεσμα, ικανοποιεί τον κάθε έναν.
Παραφράζοντας κάποια ρήση σπουδαίου λογοτέχνη ότι: «Λογοτέχνημα
χωρίς αλήθεια και συναίσθημα, είναι τένις χωρίς φιλέ» ας γίνει γνωστό ότι
εμείς οι αναγνώστες, ενίοτε και λογοτέχνες, δεν μπορούμε να χτυπάμε με
την ρακέτα μας αέρα. Διαφορετικά η «ρακέτα» μας θα λέγεται
«μυγοσκοτώστρα»! Δεν προτιθέμεθα για κάτι τέτοιο. Ατυχώς όμως στην
εποχή μας, όταν δεν μπορούμε να περάσουμε κάποιον πήχη, επιλέγουμε
να τον κατεβάσουμε. Έτσι κοροϊδεύουμε τον εαυτόν μας και
προσβάλλουμε την τέχνη και τους πραγματικά εμπνευσμένους
λογοτέχνες μα και τους εαυτούς μας ως επί ματαίω αναζητητές κάποιων
απαντήσεων στα εν καιρώ δημιουργούμενα ερωτηματικά. «Ποιοτική
υποβάθμιση», θα έλεγα ευγενικά… «Κατάντια» μια αντίστοιχη σχετική
λέξη. Και είναι σίγουρο ότι αυτό ΔΕΝ το θέλουμε! Εν κατακλείδι, τα πάντα
αξιολογούνται και επιβραβεύονται και ασφαλώς υπάρχουν κάποια
κριτήρια και είναι αυτά που κάνουν να ξεχωρίζουν οι συγγραφείς και οι
λογοτέχνες οι «μεν» από τους «δεν». Ας σταθούμε σε αυτό,
παρατηρώντας ότι, στα βιβλία του δικού μας Αντώνη ο πήχης παρέμεινε
εν ισορροπία και με μια υψομετρική ανοδική πορεία.

Ας προχωρήσουμε, λοιπόν! Ας πάμε μπροστά! Και πάλι, ως

αντιπαραθέτρια έρχεται η πραγματική στις δηλώσεις της, σπουδαία
ποιήτρια, Κική Δημουλά που είχε πει τόσο μα τόσο αληθινά απαισιόδοξα:
«Με τι να «πάμε μπροστά»; Το επίδομα των ψευδαισθήσεων, όπως
ξέρετε, κόπηκε κι αυτό. Εκτός πια αν μας δώσει κανένα δάνειο η ελπίδα.
Αλλά κι αυτή έχει κατακλέψει την αλήθεια.»… Εμείς όμως θα ζητήσουμε
πίστωση. Πίστωση Συναισθημάτων, πίστωση Ανθρωπιάς, Πίστωση
Έκφρασης, πίστωση Ενσυναίσθησης. Και είναι σίγουρο ότι,
τουλάχιστον οι Λογοτέχνες, θα συνεχίσουν απλόχερα να μοιράζουνε,
μέσα από τον Πνευματικό πλούσιο κόσμο τους, κομμάτια αισιοδοξίας και
να μας τροφοδοτούν ακατάπαυστα με αναπολήσεις, με όνειρα και με
ταξίδια σε αλήθειες οι οποίες μάς είναι τόσο χρήσιμες τώρα παρά ποτέ.
Και όπως έλεγε και ο μεγάλος ποιητής Μανώλης Αναγνωστάκης
(γενικεύοντας ή αντικαθιστώντας την λέξη “ποίηση” σε “Λογοτεχνία”):
«Kάθε ιδέα λογοτεχνικής παραίτησης θα μπορούσε να θεωρηθεί λιποταξία
και ιδίως σε χαλεπούς καιρούς η λογοτεχνία οφείλει να εκπνέει κραυγές
και όχι να υιοθετεί τη ρητορική τής σιωπής». Ας προχωρήσουμε, λοιπόν!
Ας πάμε μπροστά ΚΑΙ με συγγραφικά έργα, ΚΑΙ με την παρουσία μας σε
Παρουσιάσεις Βιβλίων, άσχετα αν θα αγοράσουμε ή όχι, αλλά είναι
σίγουρο ότι κάτι θα πάρουμε ακούγοντας από τα όσα θα ειπωθούν, ΚΑΙ
φωνάζοντας «παρών» σε ό,ποιες Λογοτεχνικές συζητήσεις μας δίνεται η
ευκαιρία να παρευρεθούμε!

Φίλε Αντώνη Δουκέλλη προχώρα ΚΑΙ γράφε! Από κοντά κι εμείς!

Θεωρώ ότι μπορώ να επικαλεστώ –διαψεύδοντας ΠΑΝΗΓΥΡΙΚΑ - τον
Λέο Μπουσκάλια που έλεγε: «Πάντα αναβάλλουμε για αύριο, ιδιαίτερα με
τους ανθρώπους που αγαπάμε» και φεύγοντας από εδώ σήμερα να
κρατάμε στα χέρια μας το βιβλίο σου «Καρτερία», με την έμπνευσή σου,
τις σκέψεις και την πληροφόρησή σου.

Σε ευχαριστώ από καρδιάς για την πρόσκλησή σου σε τούτη την

πνευματική ομήγυρη, για το μοίρασμα του βήματος, μα ιδιαίτερα της
φιλίας σου και εύχομαι πάντα να είσαι εμπνευσμένος και να μας
εκπλήσσεις ευχάριστα κάνοντάς μας πιο… σοφούς.

Αφήστε το σχόλιό σας