Ο Χρήστος Μωραΐτης μιλάει για το βιβλίο της Λιάνας Τσιρίδου "Μην τη φοβάσαι τη νύχτα, σύμμαχος είναι"

Τρίτη, 26 Οκτωβρίου 2021

 

ΜΗΝ ΤΗ ΦΟΒΑΣΑΙ ΤΗ ΝΥΧΤΑ…

 


Χρήστος Μωραΐτης

Φιλόλογος

Τη Λιάνα δεν την ενδιαφέρουν οι ιστορίες όπου όλα καταλήγουν στην ανείπωτη ευτυχία. Την γοητεύουν τα κρυμμένα μυστικά, οι πονεμένοι, και μάλιστα αυτοί που κουβαλάνε τον κρυφό τους πόνο σαν φορτίο ζωής και πασχίζουν να συμφιλιωθούν με αυτό, να ζήσουν μαζί του περιμένοντας το χρόνο να κάνει τη δουλειά του, να γλυκάνει τον πόνο, γιατί το ξέρει ότι «ο χρόνος δεν γιατρεύει τις πραγματικές πληγές». Δεν την ενδιαφέρει η έξαψη του ρομαντισμού, («ποιος είχε πια καιρό και διάθεση για ρομαντικές ενατενίσεις του ουρανού, είχε τόσο πολύ δυσκολέψει το βήμα στο λασπωμένο χώμα»). Εξάλλου ξέρει ότι δεν κρατάει πολύ η χαρά, δεν διαρκούν τα ποτέ και τα πάντα, η διάψευση και η ματαίωση είναι ο κανόνας, αν και πολύ θα ήθελε να μην είναι έτσι. Κι ό τι φαίνεται ξάστερο και φωτεινό κρύβει πολύ μαύρο κάτω από το φως του. Έτσι αποδιαρθρώνει ακόμα και την αποκορύφωση της ρομαντικής διάθεσης που εμπνέει ένα νυφικό, το τούλι ή την νοσταλγία της παιδικής ηλικίας, αφού η ανάμνηση της σκοτεινής πλευράς των παιδικών χρόνων, αυτή που συνήθως ξεχνάμε ή αποσιωπάμε, «της πικρίζει τη γεύση του καρπουζιού»..

Ειδικά οι «Ιστορίες μιας χρονιάς» είναι δώδεκα διηγήματα ολοκληρωμένα, άρτια, που θα μπορούσαν να είναι και χωριστό βιβλίο ή ακόμα και μια νουβέλα το καθένα. Είναι, νομίζω, η συνέχεια από τα «δυο αβγά μάτια» σε ακόμα μικρότερη φόρμα, αλλά στο ίδιο δυστοπικό περιβάλλον και με τη σταθερά ποιητική ατμόσφαιρα του λόγου της.


Ο τρελός του χωριού, ο Αλεγκρίας, η πόρνη Ντόρα, η σχιζοφρενής Ευγενία, η Αυγή και η Αναστασία, αδελφές δεμένες μέχρι το τέλος η κάθε μια με τους άντρες της άλλης, ο ανοϊκός ασθενής στο αγιάζι του Νοέμβρη, ο Αταξίδευτος είναι μαργαριτάρια λογοτεχνικά, κάψουλες υψηλής λογοτεχνικής συμπίεσης, που ζωντανεύουν έναν κόσμο δυστυχίας. Δεν είναι επινοημένος κόσμος. Μπορεί να μην είναι αυτοβιογραφικός, αν και περιέχει πολλά βιώματα παιδικά, και αφηγήσεις που άκουσε, αλλά είναι υπαρκτός και τον αφηγείται με απόλυτο ρεαλισμό και με μια γραφή που διαθέτει αυτό που έγραψε ο Λίνος Πολίτης για τον Ανδρέα Καρκαβίτσα «μια ακριβή παρατήρηση και μια δύναμη ψυχογραφική· γενικά ένας τόνος ρεαλιστικός, που φτάνει πολλές φορές ως τη σκληρότητα». Αυτή είναι η λογοτεχνία της Λιάνας.


Ένας κόσμος δηλαδή ανεπίκαιρος για μαζική ανάγνωση, την εποχή της λαγνείας του θετικισμού, της λατρείας της στιγμής και του παροντισμού και της καλλιέργειας μιας αισιοδοξίας άκρατης και ανερμάτιστης, μα τόσο υπαρκτός. Μας τον θυμίζει, τον ζωγραφίζει και τον στήνει μπροστά μας και μάλιστα έχοντας ασκήσει σαγήνη με το λόγο της, ώστε να μην θέλουμε να στρέψουμε το βλέμμα αλλού: να κοίτα τι υπάρχει στον κόσμο, κοίτα τι κρύβουν μέσα τους οι άνθρωποι, κοίτα πόσες μικρές ή μεγάλες δυστυχίες καμουφλάρονται μέσα σε ανώδυνες έως ευχάριστες καθημερινές εικόνες, αν το ήξερες, θυμήσου το, κι αν δεν το ήξερες, μάθε το, αυτή είναι η αλήθεια, η πλευρά της αλήθειας που θέλω να σου δείξω.

Διαβάζοντάς τις ιστορίες αυτές το μυαλό μου πήγε στην ελληνική ηθογραφία και τον νατουραλισμό της γενιάς του ’80, όχι στον Παπαδιαμάντη, γιατί αυτός είναι νοσταλγός, αλλά στον Βιζυηνό και τον Καρκαβίτσα, αλλά και στον Παζολίνι του «Ακατόνε» και του «Μάμα Ρόμα» (εξάλλου η Άννα Μανιάνι της μοιάζει στη φάτσα και της πάει ως ρόλος), στον Αλεξανδράκη και τον Κατράκη στη «Συνοικία το Όνειρο» ακόμα και στη «Γειτονιά των καταφρονεμένων» του Κουροσάβα, ταινίες του ΄50 και του ΄60. Αυτά ήταν ρεαλισμός ή νεορεαλισμός (Παζολίνι). Περιέγραφαν όλοι την κοινωνία της εποχής τους. Ο ρεαλισμός της Λιάνας είναι στραμμένος στο παρελθόν, γιατί ξέρει ότι αυτό καθορίζει το παρόν, το ψυχολογικό παρόν του κάθε ανθρώπου. Η Λιάνα γράφει και θυμάται, θυμάται και γράφει και μέσα από την μνήμη, ανασυνθέτει το παρελθόν και προσπαθεί να εξηγήσει το παρόν. Έτσι το δικό της ηθογραφικό στοιχείο αποσυνδέεται από την εποχή του και τη μουσειακή του αναπαράσταση, μετατρέπεται σε υλικό για αιώνιο ή διαρκές δίδαγμα. Χωρίς κανένα απολύτως διδακτισμό.
Και χωρίς εξωραϊσμούς. Εξάλλου δεν τα πάει καλά με τις ωραιοποιήσεις η Λιάνα. Κατευθείαν στο ψαχνό βουτάει και χτυπάει. Κι όποιος αντέξει. Οτιδήποτε άλλο δεν αξίζει τον κόπο για αυτήν. Για αυτό της αρέσει να μας κάνει χάλια. Έτσι μας δοκιμάζει. Ένας Μάλαμας χωρίς μουσική και τραγούδι, αλλά με πένα στιλέτο, στη θέση της γόβας στιλέτο. «Δεν θέλω να είμαι όμορφη αλλά δυνατή». Για αυτό από δω και πέρα δεν θα λέμε «Σωκράτη κάνε μας χάλια» αλλά «Τσιρίδου κάνε μας χάλια».

Αφήστε το σχόλιό σας