Το βιβλίο της Τζίνας Φωτεινοπουλού «Τουραντότ, η πριγκίπισσα του Πεκίνου» είναι εμπνευσμένο από την ομώνυμη όπερα του Τζάκομο Πουτσίνι.
Για μια πριγκίπισσα «ξακουστή σε όλα τα πέρατα της Κίνας» για την «παγωμένη, σχεδόν ανέκφραστη όψη της» μιλάει η υψίφωνος και φιλόλογος Τζίνα Φωτεινοπούλου στο βιβλίο της «Τουραντότ, η πριγκίπισσα του Πεκίνου» εμπνευσμένη από την ομώνυμη όπερα του Τζάκομο Πουτσίνι.
Πρόκειται για τη μεταφορά της διάσημης όπερας σε ένα παραμύθι για μικρούς και μεγάλους, για πρώτη φορά στα ελληνικά από τις εκδόσεις «Απαρσις».
Η έκδοση είναι εικονογραφημένη από τη Θέντα Μιμηλάκη και συνοδεύεται από διπλό ηχογράφημα (CD). Στα CD ο αφηγματικός και μουσικο-θεατρικός τρόπος γραφής «ζωντανεύει» μέσα από τη φωνητική και υποκριτική απόδοση ηθοποιών, λυρικών τραγουδιστών καθώς και μουσικών συνόλων.
Επιπλέον, το δεύτερο CD περιλαμβάνει τα τραγούδια της όπερας μόνο με τη μουσική τους, ώστε ο αναγνώστης να μπορεί να τα τραγουδήσει ο ίδιος σαν σε «καραόκε».
Ουσιαστικά το εκδοτικό πόνημα αποτελεί μια ισχυρή καλλιτεχνική σύμπραξη ηθοποιών, λυρικών τραγουδιστών, μουσικών, εικαστικών και παιδιών σε ένα βιβλίο με εκπαιδευτικό και ψυχαγωγικό χαρακτήρα. Πρωταγωνιστούν οι ηθοποιοί Νικήτας Τσακίρογλου, Νίκος Κουρής, Θανάσης Αλευράς, Μιχάλης Οικονόμου, Θανάσης Τσαλταμπάσης, ο τενόρος Γιάννης Φίλιας, η ίδια η δημιουργός με την ιδιότητά της ως σοπράνο, αλλά και οι τελειόφοιτοι του τμήματος υποκριτικής του Εθνικού θεάτρου, η χορωδία του Δήμου Αθηναίων και οι παιδικές-νεανικές χορωδίες Λεοντείου Σχολής Νέας Σμύρνης και του Δήμου Παλαιού Φαλήρου.
Η Τζίνα Φωτεινοπούλου χρησιμοποιώντας έναν ιδιαίτερο αφηγηματικό λόγο, εμπνευσμένο από τη δομή του αρχαίου ελληνικού δράματος αλλά και από το ρυθμοτονικό λόγο της νεοελληνικής ποίησης, μας μεταφέρει με έναν απολύτως εύληπτο, κατανοητό τρόπο στον «άγνωστο» -για πολλούς- κόσμο της όπερας.
Αισθάνεται χαρούμενη και ιδιαιτέρως περήφανη για το συγκεκριμένο έργο, αφού αυτό ολοκληρώθηκε μέσα σε μια ιδιαιτέρως δύσκολη περίοδο για την καλλιτεχνική έκφραση και δημιουργία. Οι δυσκολίες και οι περιορισμοί που επέβαλε η πανδημία δυσκόλεψε το «ταξίδι» της πραγμάτωσης, όμως, όπως η ίδια λέει, «φτάσαμε στην Ιθάκη».
«Τώρα πια, κοιτώντας πίσω χρονικά, αντιλαμβάνομαι πόσο άξιζε ο προσωπικός μου κόπος από τη μια, αλλά και η υπομονή και επιμονή όλων των συναδέλφων από την άλλη. Η συγκεκριμένη περίοδος των εμποδίων και των αναβολών έδωσε ακόμα μεγαλύτερη αξία στη σύμπραξη και τη συλλογικότητα για έναν κοινό καλλιτεχνικό σκοπό. Το αποτέλεσμα μας δικαιώνει, γι’ αυτό και λέω πως είμαι διπλά χαρούμενη και περήφανη για την ολοκλήρωση του συγκεκριμένου έργου» καταλήγει και κάπως έτσι ξεκινά η συζήτησή μας.
Πρόκειται για ένα βιβλίο που σου αφήνει μια υπέροχη αίσθηση, τόσο ως περιεχόμενο όσο και ως αφή.
Σε αυτό σημαντικό ρόλο έπαιξε και ο εκδότης Γιώργος Ευσταθίου, που αφουγκράστηκε την ιδέα μου και κατάλαβε τον πολυσύνθετο χαρακτήρα της. Εξαρχής ήθελα να είναι ένα «εκδοτικό κόσμημα» με υψηλή αισθητική στην κάθε του λεπτομέρεια. Ως προς το περιεχόμενο το βιβλίο, εκτός από το «κυρίως σώμα» της ιστορίας που τοποθετείται στη μυθολογική Κίνα, περιλαμβάνει αρχικά και καταληκτικά κείμενα που «καθοδηγούν» τον αναγνώστη «βήμα-βήμα» κοντά στο λυρικό θέατρο. Το βιβλίο απευθύνεται σε μικρούς και μεγάλους, σε ειδικούς και μη ειδικούς σε σχέση με την όπερα. Αρχική και κυριαρχική μου πρόθεση είναι να «ανοίξω την αγκαλιά μου» σε όλους όσους φοβούνται να προσεγγίσουν το «άγνωστο» που μοιάζει «ακατανόητο ή βαρύγδουπο».
Η όπερα είναι ένα αντικείμενο, που κάποιοι πιστεύουν ότι δεν είναι για όλους.
Είναι κρίμα να δημιουργούνται «θέσεις» εξαιτίας μιας «άγνοιας» ή ενός «φόβου». Με το συγκεκριμένο εγχείρημα η όπερα παρουσιάζεται με απλή μορφή στη μητρική γλώσσα του αναγνώστη, χωρίς όμως να απλοποιείται, χάνοντας την αίγλη και το κύρος που τη διέπουν ως μουσικο-θεατρικό είδος. Oλα τα πράγματα είναι θέμα οπτικής γωνίας και προσέγγισης ώστε να επιτύχεις «τη διεύρυνση της βάσης και να υψώσεις το οικοδόμημα». Η σύλληψη της ιδέας άλλωστε, της μεταφοράς δηλαδή των οπερών του Πουτσίνι σε παραμύθια, ξεκίνησε από την ανάγκη να αφηγηθώ στα παιδιά μου τις ιστορίες που διέπουν το έργο του αγαπημένου μου συνθέτη, οπότε δε θα επέλεγα τρόπο που θα δυσχέραινε την αρχική επικοινωνία μαζί τους. Το έκδηλο ενδιαφέρον τους με οδήγησε στη γραφή και στη συνέχεια στην απόφαση να προχωρήσω σε ένα εκδοτικό εγχείρημα που θα πρόσφερε γνώση και κουλτούρα σε μικρούς και μεγάλους. Μέσα από το βιβλίο ο αναγνώστης έχει την ευκαιρία να μάθει τον μύθο, τους ήρωες, τα βασικά μουσικά μοτίβα της όπερας, αλλά και τα τραγούδια της όπερας. Τα τραγούδια δεν αποδίδονται με αυστηρό «οπερατικό ποστάρισμα» φωνής, ούτε στο τονικό ύψος που είναι γραμμένα στην πρωτότυπη όπερα, αλλά σε χαμηλότερο τονικό ύψος ώστε να προσεγγίζονται πιο εύκολα από τον αναγνώστη, σαν ένα απλό τραγούδι.
Εντύπωση προκαλεί και ο λόγος που έχετε επιλέξει για την ιστορία.
Σίγουρα χρειάζεται μία γλωσσική κατάρτιση. Αν το παιδί δε γνωρίζει τη λέξη «ατέρμονα» ή τη λέξη «απαράμιλλη», μπορεί να μπει σε μια ωραία διαδικασία, είτε μόνο του είτε με τους γονείς του να ερευνήσει τον «όρο» σε ένα λεξικό ή στο διαδίκτυο. Ισως και να δίνεται μια ωραία ευκαιρία κοινής ενασχόλησης γονέα και παιδιού. Παράλληλα, επειδή με ενδιαφέρει και η σύγχρονή χρήση της γλώσσας και η οικειοποίηση των νεαρών αναγνωστών με το λόγο των πρωταγωνιστών, χρησιμοποιώ και φράσεις «αργκό» όπως για παράδειγμα «τα νεύρα μας τσατάλια».
Μέσα στο βιβλίο, υπάρχουν εκτός από τον αφηγηματικό λόγο και πολλά έμμετρα χορικά αλλά και μονόλογοι. Γίνεται μια σαφέστατη σύνδεση με τον ρυθμοτονικό λόγο του αρχαίου ελληνικού δράματος από το οποίο γεννήθηκε η όπερα και του πιο οικείου ρυθμού της δημώδους νεοελληνικής ποίησης που δεν είναι άλλος από τον ιαμβικό δεκαπεντασύλλαβο.
Μετά τα όσα ενθαρρυντικά έχετε ακούσει, σκέφτεστε να συνεχίσετε το έργο σας πάνω στον Πουτσίνι και εκδοτικά;
Έχω ήδη γράψει πέντε από τις δώδεκα όπερες του Πουτσίνι, που σημαίνει ότι έχουν μείνει άλλες επτά. Αυτό είναι το πρώτο μου πνευματικό τέκνο που προχώρησε σε έκδοση, το «πρωτογέννημα» όπως λέω μιας ευρύτερης ιδέας, της έκδοσης -κατά τον ίδιο τρόπο γραφής- του συνολικού έργου του Πουτσίνι. Συνεχίζουμε λοιπόν. Ήδη ετοιμάζεται η παραγωγή του δεύτερου βιβλίου, το οποίο επίσης θα είναι υπό την αιγίδα και υποστήριξη του ΥΠΠΟΑ.
Επιθυμείτε να υπάρξουν και άλλοι συνθέτες μετά;
Ο Πουτσίνι επελέγη γιατί είναι αγαπημένος μου συνθέτης, αλλά και αγαπητός παγκοσμίως, ένας «λαϊκός» συνθέτης όπερας , με υπέροχες μελωδίες που εντυπώνονται εύκολα, με εντυπωσιακούς δραματουργικά μύθους και ήρωες. Επίσης ο αριθμός των οπερών του, δώδεκα στο σύνολο, όπως σας είπα, είναι ένα νούμερο που δε με τρόμαξε όταν προέκυψε η ιδέα, φαινόταν ένας εφικτός στόχος.
Δεν έχω σκεφτεί κάποιον άλλο συνθέτη, θα ήταν μια πρόκληση ίσως να γράψω κάποια μεμονωμένα έργα του Βέρντι που υπεραγαπώ επίσης ή την «Καβαλερία Ρουστικάνα» του Μασκάνι και την «Κάρμεν» του Μπιζέ. Τώρα όμως είμαι επικεντρωμένη στο έργο του Πουτσίνι και δεν μπορώ να προβλέψω τι μέλλει γενέσθαι! Μακάρι να τα καταφέρω, κανείς δεν ξέρει τι επιφυλάσσει το μέλλον!