Ο Τίμαιος, έργο φιλοσοφικό, αποτελεί προσπάθεια του Πλάτωνος για μελέτη του αισθητού σύμπαντος και του ανθρώπου. Ο Πλάτων κατασκευάζει ένα νέο είδος λόγου ανάμεσα στη γνώμη και την αλήθεια και αποφασίζει να μιλήσει για την προέλευση, δομή και συγκρότηση του κόσμου και του ανθρώπου, τη σχέση τους και το σκοπό της ύπαρξής τους. Ο Μέγας Βασίλειος, στη δική του προσπάθεια, σχολιάζει στην Ἑξαήμερο τα δεδομένα της Γένεσης, προχωρεί στην αποδοχή από τον πλατωνικό Τίμαιο όσων στοιχείων τον βοηθούν να εξελληνίσει την χριστιανική διδασκαλία και επιθυμεί να στηρίξει φιλοσοφικά την πίστη στην κατεύθυνση του «Θεού της αποκάλυψης» και της «ἐν Χριστῷ ζωῆς». Όμως δεν είναι διαφορετικές μόνο οι προθέσεις του αλλά και οι προϋποθέσεις. Ο Πλάτων παρά τις μεταφυσικές του παραδοχές θα μείνει ως γνήσιος φιλόσοφος στα όρια του λόγου, ενώ ο Μ. Βασίλειος θα μείνει πιστός σε μια «υπέρ τον λόγον» εξήγηση της προέλευσης και κατασκευής του κόσμου. Η θεολογία καταφεύγει στη φιλοσοφία και ο Μ. Βασίλειος φαίνεται να επηρεάζεται από τον πλατωνικό Τίμαιο στην εξήγηση της δομής, της τάξης και της αρμονίας του σύμπαντος, που έχει μαθηματική, λογική δομή. Ο Δημιουργός Θεός, είτε προσωποποιημένος στον Βασίλειο είτε απρόσωπος στον Πλάτωνα, ταυτίζεται με τον Λόγο. Η ελληνική φιλοσοφία επηρεάζει την χριστιανική θεολογία και ο Θεός-Λόγος της Ἑξαημέρου συναντά τον Θεό-Νου του πλατωνικού Τιμαίου.