Ο Ιωάννης Παπασημάκης γεννήθηκε το 1963, στην Κόνισκα της αιτωλικής γης. Σπούδασε Θεολογία στην Αθήνα, Ιστορία και Αρχαιολογία στα Ιωάννινα, ενώ ολοκλήρωσε με άριστα μεταπτυχιακές και διδακτορικές σπουδές Φιλοσοφίας στο Ε.Κ.Π.Α. Θιασώτης της «δια βίου» μάθησης και καλλιέργειας, εμπνέεται από το όραμα της παιδείας και του πολιτισμού, σε άμεση σύνδεση με την μαθητιώσα νεολαία και την κοινωνία, στην προοπτική της δημιουργίας και της ζωής, στο ιδανικό της ωραιότητας του ανθρωπίνου προσώπου. Στην κατεύθυνση αυτή είναι προσανατολισμένη η σκέψη και η δράση του μέσα και έξω από το Σχολείο. Ζει στην Αθήνα και υπηρετεί ως Συντονιστής Εκπαιδευτικού Έργου.
Η Θεολογία του Πλήθωνος, έξοχα ελληνική, φιλοσοφική και πολιτική, σηματοδοτεί έναν διαφορετικό δρόμο για την οργάνωση της κοινωνίας και τη νοηματοδότηση της ζωής. Ο φιλόσοφος του Μυστρά κατασκευάζει ένα θεολογικό και ταυτόχρονα οντολογικό σύστημα με σκοπό τη μεταφυσική θεμελίωση του πολιτικού και κοινωνικού συστήματος, βασισμένο όχι στην αποκεκαλυμμένη αλήθεια, όπως συμβαίνει στη Χριστιανική Πίστη, αλλά στον φυσικό λόγο. Θέτει, έτσι, τις ιδρυτικές αρχές μιας νέας πολιτείας, αρχές που πηγάζουν και βασίζονται στη δική του αντίληψη περί του θείου, απαιτούν μια νέα δόμηση του σύμπαντος, έχουν άξονα την ελληνική θρησκεία και στηρίζονται στις δυνάμεις του ανθρώπου.
Ο συγγραφέας δεν εξετάζει τη σχέση των μεταφυσικών και οντολογικών αντιλήψεων του Πλήθωνος, μόνο με την ελληνική φιλοσοφία και το παγανιστικό αντιληπτικό σύμπαν. Επιπλέον, η πληθωνική σκέψη προσεγγίζεται εδώ υπό το φως των βασικών θέσεων των Πατέρων της Ανατολικής Εκκλησίας. Μέσα από την διερεύνηση του τρόπου με τον οποίο ο Πλήθων χρησιμοποιεί και μεταλλάσσει εννοιακά τους πατερικούς όρους, το συγκεκριμένο έργο φέρνει στο φως τον διαρκή διάλογο του «έλληνα» στοχαστή και φιλοσόφου με την Ορθόδοξη Χριστιανική Θεολογία.
Ο Τίμαιος, έργο φιλοσοφικό, αποτελεί προσπάθεια του Πλάτωνος για μελέτη του αισθητού σύμπαντος και του ανθρώπου. Ο Πλάτων κατασκευάζει ένα νέο είδος λόγου ανάμεσα στη γνώμη και την αλήθεια και αποφασίζει να μιλήσει για την προέλευση, δομή και συγκρότηση του κόσμου και του ανθρώπου, τη σχέση τους και το σκοπό της ύπαρξής τους. Ο Μέγας Βασίλειος, στη δική του προσπάθεια, σχολιάζει στην Ἑξαήμερο τα δεδομένα της Γένεσης, προχωρεί στην αποδοχή από τον πλατωνικό Τίμαιο όσων στοιχείων τον βοηθούν να εξελληνίσει την χριστιανική διδασκαλία και επιθυμεί να στηρίξει φιλοσοφικά την πίστη στην κατεύθυνση του «Θεού της αποκάλυψης» και της «ἐν Χριστῷ ζωῆς». Όμως δεν είναι διαφορετικές μόνο οι προθέσεις του αλλά και οι προϋποθέσεις. Ο Πλάτων παρά τις μεταφυσικές του παραδοχές θα μείνει ως γνήσιος φιλόσοφος στα όρια του λόγου, ενώ ο Μ. Βασίλειος θα μείνει πιστός σε μια «υπέρ τον λόγον» εξήγηση της προέλευσης και κατασκευής του κόσμου. Η θεολογία καταφεύγει στη φιλοσοφία και ο Μ. Βασίλειος φαίνεται να επηρεάζεται από τον πλατωνικό Τίμαιο στην εξήγηση της δομής, της τάξης και της αρμονίας του σύμπαντος, που έχει μαθηματική, λογική δομή. Ο Δημιουργός Θεός, είτε προσωποποιημένος στον Βασίλειο είτε απρόσωπος στον Πλάτωνα, ταυτίζεται με τον Λόγο. Η ελληνική φιλοσοφία επηρεάζει την χριστιανική θεολογία και ο Θεός-Λόγος της Ἑξαημέρου συναντά τον Θεό-Νου του πλατωνικού Τιμαίου.