Τη Λιάνα δεν την ενδιαφέρουν οι ιστορίες όπου όλα καταλήγουν στην ανείπωτη ευτυχία. Την γοητεύουν τα κρυμμένα μυστικά, οι πονεμένοι, και μάλιστα αυτοί που κουβαλάνε τον κρυφό τους πόνο σαν φορτίο ζωής και πασχίζουν να συμφιλιωθούν με αυτό, να ζήσουν μαζί του περιμένοντας το χρόνο να κάνει τη δουλειά του, να γλυκάνει τον πόνο, γιατί το ξέρει ότι «ο χρόνος δεν γιατρεύει τις πραγματικές πληγές». Δεν την ενδιαφέρει η έξαψη του ρομαντισμού, («ποιος είχε πια καιρό και διάθεση για ρομαντικές ενατενίσεις του ουρανού, είχε τόσο πολύ δυσκολέψει το βήμα στο λασπωμένο χώμα»). Εξάλλου ξέρει ότι δεν κρατάει πολύ η χαρά, δεν διαρκούν τα ποτέ και τα πάντα, η διάψευση και η ματαίωση είναι ο κανόνας, αν και πολύ θα ήθελε να μην είναι έτσι. Κι ό τι φαίνεται ξάστερο και φωτεινό κρύβει πολύ μαύρο κάτω από το φως του. Έτσι αποδιαρθρώνει ακόμα και την αποκορύφωση της ρομαντικής διάθεσης που εμπνέει ένα νυφικό, το τούλι ή την νοσταλγία της παιδικής ηλικίας, αφού η ανάμνηση της σκοτεινής πλευράς των παιδικών χρόνων, αυτή που συνήθως ξεχνάμε ή αποσιωπάμε, «της πικρίζει τη γεύση του καρπουζιού»..
Μία εξαιρετική έκπληξη ήταν για μας η ανάγνωση των ιστοριών της συναδέλφου στο σχολείο μας Λιάνας Τσιρίδου με τίτλο «Μην τη φοβάσαι τη νύχτα, σύμμαχος είναι» (εκδόσεις ΑΠΑΡΣΙΣ). Κι αυτό γιατί βλέπαμε, καθώς διαβάζαμε την μία ιστορία μετά την άλλη μικρά διαμάντια λόγου, εμβάθυνσης στην ανθρώπινη ψυχή, χαρακτήρες που αποκαλύπτονταν μέσα από την καταγραφή ελάχιστων περιστατικών της ζωής, ανθρώπων της διπλανής πόρτας που ταξιδεύουν στον χρόνο όπως όλοι μας αναζητώντας την στιγμή που θα συλλάβουν την ευτυχία που ποθούν, καθώς η ζωή τους δίδαξε ότι δεν είναι η αχορταγιά των εμπειριών που μας δίνει νόημα, αλλά εκείνη η στιγμή που θα νιώσουμε ότι η ζωή μας άξιζε. Όλα αυτά και άλλα, δοσμένα με μία εξαιρετική γραφή, πυκνή, όχι όμως δύστροπη, δουλεμένη, όχι όμως επιτηδευμένη, γυναικεία, όχι όμως ιδεοληπτική, ζεστή και ανθρώπινη, όχι όμως ξέχειλη από συναίσθημα ώστε να κουράζει.
Η συγγραφέας μέσα από την ιστορία της αναφέρεται στα όνειρα ζωής και στην επιδίωξή τους. Δεν ωραιοποιεί όμως καταστάσεις. Πολλές φορές, ο δρόμος που οδηγεί στην πραγματοποίηση των ονείρων μας δεν είναι στρωμένος με ροδοπέταλα. Εμπόδια πολλά μας φράζουν τον δρόμο και δυσκολίες μας αποπροσανατολίζουν.
Η Άννα Βαμβάκη γράφει μια ιστορία πολύ πειστική, που δείχνει ακριβώς ότι η ζωή πολλές φορές δεν τα φέρνει όπως τα έχουμε σχεδιάσει. Χρειάζεται προσπάθεια, επιμονή και υπομονή για να καταφέρουμε να πραγματοποιήσουμε τους στόχους μας. Σημαντικός παράγοντας βέβαια για να μη χάνουμε το κουράγιο, είναι η στήριξη των αγαπημένων μας προσώπων και των φίλων.
Η Μαρία Σκούλου, κατορθώνει μέσα από αυτό το δύσκολο εγχείρημα να μιλήσει στην παιδική τρυφερή ψυχή για την απώλεια, σκαρφαλώνοντας πάνω στο ουράνιο τόξο. Με σύμμαχο τη βελανιδιά, την μάνα που αγκαλιάζει στοργικά τα παιδιά της, τη βοήθεια των αστεριών, του ήλιου και της σελήνης, το χελιδόνι επουλώνει τα χτυπημένα του στα βράχια φτερά. Και ξαναπετά στον απέραντο ουρανό, κερδίζοντας την απεραντοσύνη της αγάπης. Γιατί τίποτα δε χάνεται, παρά μόνο όταν σβήσει από τη μνήμη. Όπως έλεγε ο Χάιντεγκερ ο χρόνος είναι ο ορίζοντας μέσα στον οποίο αποσαφηνίζεται το είναι της ύπαρξης. Κι εδώ στο υπέροχο αυτό παραμύθι μας , ο χρόνος και η φύση είναι λυτρωτική για την ψυχική ενδυνάμωση του χελιδονιού. “Το χελιδόνι και η βελανιδιά” είναι ένα πανέμορφο διδακτικό παραμύθι που ξεδιπλώνει στην αιώρα των άστρων την αγάπη της μάνας μα και θαρραλέα μιλά για την τραγικότητα της απώλειας. Συγχαρητήρια στην συγγραφέα Μαρία Σκούλου για το πέταγμα που τολμά στην παιδική ψυχή, αλλά και στην Κική Περιβολάρη, εικονογράφο του βιβλίου για την εμπνευσμένη, μοναδική εικονογράφηση.